5.9.09

Παίζω και χάνω


Κάτω από το φως της σεληνιακής νύχτας ένας σκυφτός και σιωπηλός άντρας ρίχνει τα χαρτιά. Το πρόσωπό του έχει την επίμονη έκφραση του παίκτη, όμως, χαμένος μες στους υπολογισμούς, συλλογίζεται με τη μεγαλύτερη διακριτικότητα την ημέρα.

Είναι η ωριμότητα ή η σύμπτωση που με σπρώχνει κοντά του, όση ώρα διαρκεί ο περίπατος στα βάθη της πόλης που του ανήκει.

Σκόρπιες λέξεις, παραβιάσεις, τραντάγματα καρδιάς, και γενικότερη αταξία, κι Εκείνη, που άξεστη και θλιβερή χτυπώντας με στο πρόσωπο, δαγκώνει τα χείλη μου αναζητώντας τι;

«Μητέρα», ψελλίζω κατάκοπη, «δεν φταίω εγώ αν χάθηκα σε κόκκινη ομίχλη. Δες!»

Αυθυπαρξία μοναδική.