31.12.10

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια




Η ζητιάνα στο λιθόστρωτο
κόκκινο μαντίλι φοράει
ίσα για να μην ξεχωρίζει
το χρώμα των ματιών της.
Όταν ξαναπεράσεις από ΄κει
μην φοβηθείς να την κοιτάξεις.
Δημιούργημά σου είναι.
Μπ.


Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε.

Κι αν άλλαξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

28.12.10

Γυναίκα - ιέρεια της ζωής



Γυναίκα, σάρκα τρυφερή,
ψυχή αιμάσουσα,
σε είδα να πορεύεσαι σκυφτή
κι αναγνώρισα στον στοχασμό σου
την αιωνιότητα του κόσμου,
την θρεμμένη με το δικό σου γάλα.
Και σε είπα "Ιέρεια της Ζωής"
ιερή μου σκλάβα!…

25.12.10

Η επιστροφή που καρτερούσαμε




Η επιστροφή που καρτερούσαμε ναυάγησε
Κάποια άνοιξη θα ΄ρχόμασταν γυμνοί κι ωραίοι σαν τη μέρα
που γεννήθηκες
Η φωνή μας θα ηχούσε στρωτή κι επίπεδη σαν τους κάμπους
που σου ιστορούσα.


Μα τώρα δεν βλέπω την όψη σου έτσι που κρύφτηκες μες
στις αμυγδαλιές
Τα μάτια σου ματωμένα κοχύλια που νοστάλγησαν τον άλλο
βυθό
Οι αυτοκινητάμαξες οδύρονται τα δειλινά το κλάμα τους πώς
να καταλαγιάσει
Άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν στους δρόμους τα χαμίνια
σιγοσφυρίζουν στις γωνίες
Χειρονομίες μετέωρες συσπάσεις πονεμένες στα στρατιωτικά
νοσοκομεία
Κι έχουμε τόσα πολλά να πούμε τάχατες θα τελειώσουν ποτέ
Για μια παλιά φυγή για μια φωτιά που έσβησε μες στην
καρδιά μου
για ένα ταξίδι αξέχαστο ας πούμε με το α/π Αγγέλικα
Κι υπάρχουν τόσοι τρόποι να σ' αγαπήσω ακόμη
Μέρες δύσκολες ήλιος αναιμικός κι ο Άδωνις λησμόνησε τα
μονοπάτια
Τάχα ποιο τ' όφελος κάθε ζωη σημαδεύει το θάνατό της
Κι οι εποχές στριφογυρίζουν αδιάκοπα σαν τη ρουλέτα ενός
Καζίνου.


Όμως εμείς κάθε μέρα σωπαίνουμε κι οι θριαμβικές ιαχές μας
Των περασμένων ημερών αντιλαλούν στους τοίχους που μας
φυλακίζουν
Κι άσε τους επικριτές να μας αποκαλούν κλειστά βιβλία
Σε ποιον να εξομολογηθούμε τα τόσα μας κρίματα
Τώρα που έχουμε μια πίκρα στην καρδιά
Τώρα που έχουμε μια μεταμέλεια.

24.12.10

Γυναικείοι αφορισμοί



Τ΄ αγαπώ

πάντοτε εκφύλιζε
τη δημιουργία.



Όποτε αγαπώ κάποιον άνθρωπο
περνάει στην Ιστορία.



Το πιο ωραίο θέατρο
που αξίζει να δεις
είναι το ίδιο σου το πεπρωμένο.

Ο λογισμός
δεν έχει ανάγκη
από σάρκα.

Συχνά ρίχνω το φως σε άλλους
αλλ΄ εγώ παραμένω
στο σκοτάδι πάντοτε.

Προσπάθησα να κλάψω
με τα χέρια.

Αγάπη μου σε ονειρεύτηκα όπως ονειρεύεται κανείς τα ρόδα και τους αέρηδες.


Μτφρ: Β.  Ρούβαλης

18.12.10

Για τη μέρα Σου


Γερνάμε μαζί αλλά
θα πεθάνω μόνο εγώ,
αγάπη μου.
Γ. Ευθυμιάδης


Το παγκάκι βουτηγμένο στη νύχτα του,
πάλευε να κρατήσει μια θέση στεγνή
από τη βροχή που δεν σεβόταν τίποτα.
Ίσως να μην έπαιρνε ο αέρας τα φυλλώματα
που χρόνια τώρα παριστάνουν τη στέγη του.
Ναι, αρχίζω να πιστεύω ότι κινιόταν
δεξιά-αριστερά, πίσω-μπρος σαν διεθνής πορτιέρης.

Κάθισα στη θέση τη στεγνή κοιτάζοντας ό,τι αγαπώ.
Θαρρώ κάποια στιγμή σε είδα. Πλάσμα της φαντασίας μου,
απάντηση στην απορία μου. Φεύγοντας άφησα το δώρο σου εκεί.
Μπορεί να το βρεις.
Μόνη έμεινε και η πιο όμορφη τούρτα.
Πήρε ο αέρας τη φλόγα των κεριών,
μια γεύση πικρή, τη θέση της γλύκας
Ο σπαραγμός της μάνας, στα λόγια σου.

Ας είναι. Ας τρεμοπαίζουν τα φώτα του λιμανιού
στα παράθυρα που ακουμπά ολόκληρη η ζωή μου.
Να σου λένε κάθε μέρα, Χρόνια Πολλά.

9.12.10

Ζωή κλεμμένη



Ίσως εκείνο που ζητάς
εγώ να μην το έχω
κι απ' ό,τι ονειρεύτηκες
εγώ πολύ ν' απέχω.

Ίσως να μη σου φτάνω εγώ
γιατί πολλά ζητούσες
μα θα 'ταν όλα αλλιώτικα
αν λίγο μ' αγαπούσες.

Μη μ' αποφεύγεις μάτια μου
μη με κοιτάς σαν ξένη
ζωή που δε μοιράζεται
είναι ζωή κλεμμένη.

Ίσως να σε κρατάει εδώ
μονάχα η συνήθεια
μα όσα κι αν μου 'πες ψέμματα
σ' αγάπησα στ' αλήθεια.

4.12.10

Ανέπαφος



Αθεράπευτα ήρεμος, συγκέντρωνε ο Ανέπαφος ό,τι πιο γοητευτικό από τη σιωπή. Εισπνέοντας πέντε από τα χρώματα του πρωινού ένιωσε μια χαλάρωση σε όλα του τα μέλη. Αγριεμένα λευκά κοχύλια βούιζαν πίσω από το γαλανό καπνό.
Πράσινη σαν λιβάδι, είδε ο Ανέπαφος, την αγωνία να υπερίπταται. Να πυκνώνει με το πούσι, έτσι που να καλπάζουν προσμονές και φόβοι στη γεωμετρία των ανθρώπων, ώσπου να ορίζεται σαν μια ευθεία το ιπποδρόμιο, μέχρι που η εξάντληση να τους πετάξει κάτω αναίσθητους, χωρίς καμία θύμηση.
Αστείρευτα κυοφορούσα τον προσπέρασε η Λενόρα, με υπολείμματα, στεγνής πια, τρυφεράδας πάνω στα μαλλιά της. Τα μάτια της δεν έβλεπαν. Τυφλή μέσα στο φως της μέρας, έψαχνε να βρει εκείνο που θα σήμαινε τη νέα πλημμυρίδα πόνων.

2.11.10

Ανδρικοί αφορισμοί



Δεν υπάρχει μια στιγμή διαφορετική˙ υπάρχει άλλη μια στιγμή.

Το μονοπάτι που ανεβαίνει είναι το ίδιο μονοπάτι όταν κατεβαίνει.

Αυτό που μου ανήκει, ποτέ δε θα 'θελα να το πάρω στα χέρια μου.

Άμα λες καλούς μόνο τους καλούς, τότε ποιος εσένα θα σε πει καλό;

Μην μπαίνεις μπροστά στα μάτια σου. Άσε τα μάτια σου να βλέπουν.

Όποιος έχει δει ν' αδειάζουν τα πάντα, ξέρει και με τι γεμίζουν τα πάντα.

Ζούμε με την ελπίδα πως θα μπορέσουμε να γίνουμε μια ανάμνηση.

Τίποτα δεν είναι μόνο τίποτα. Είναι επίσης η φυλακή μας.

Μου μένει πάντα λίγη αφέλεια. Αυτή με προστατεύει.

Επειδή σ' αγαπώ, θα ήθελα, αν μπορούσα, να σε κάνω να πιστέψεις σε όλα εκείνα που εγώ έπαψα να πιστεύω.


Μτφρ. Ε. Χ. Γονατάς

29.10.10

Τα νέα



Ήρθε η ώρα του δελτίου των ειδήσεων
Ποιος ήρθε, ποιος έφυγε, τι είπαν, πώς το είπαν
Κάποιοι σκοτώθηκαν, άλλους τους εκδικήθηκε η φύση
Οι δείκτες διακυμάνθηκαν, οι πεινασμένοι έκαναν ουρές
Πολλά γκολ και καλάθια, λιγότερα ρεκόρ
Εκεί έβρεξε, αλλού θα χιονίσει, ο ήλιος θα τρομάξει.
Άκουσες κάτι να γεννιέται;
Και τη στιγμή που σε ρωτώ
Κατάλαβα τι λείπει
Ξέχασες, πάλι, να πεις κάτι για ΄σένα και για ΄μένα.
Αλλά έτσι είναι οι ειδήσεις
Των άλλων πάντα.
Αλλιώς θα ήταν ημερολόγια.

11.10.10

Τα εύρετρα



Ευλαβούμαι, Ανάγκη
ότι εσύ έπλασες το συνεχές του κόσμου
το δωσ' μου, το δεν έχω του.
Αλλά τον έρωτα όχι, όχι εσύ, Ανάγκη
τον έρωτα τον έπλασε ο θάνατος
από άγρια περιέργεια
να εννοήσει
τι είναι ζωή.

23.5.10

Μορφή




Είναι αυστηρά τα σύμβολα απόψε
Αν και από καιρό νεκρά
Ο χαρτοκόπτης
Η κρύπτη
Μια εικόνα κενή,
Όλα είναι ακατάληπτα.
Πέρα απ’ τις σκέψεις.
Ποιες σκέψεις;
Στην θέση μου κάθεται μια λευκή μορφή.
Αντιγράφει τη σκηνή.
Όπως την υποβάλλουν
Τα αντικείμενα λέξεις.

22.5.10

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές




Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσες.
Πάνω - κάτω. Πάνω - κάτω η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τι ψηλόκωλες.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι' αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.

21.5.10

Αναμνήσεις…




Ημέρες...
ή μάλλον ώρες της ζωής μου
δεμένες με βάρος, ξανάρχονται
εμπρός μου, γύρω μου δε φεύγουν.

Φαντάσματα του χρόνου,
του εκείνου δικού μου καιρού,
ανήσυχες ψυχές από στιγμές
που μείναν ανάρμοστα οδυνηρές,
δίχως απάντηση, στο γιατί της οδύνης.

Ώρες δίχως εγκαρτέρηση κι υπομονή,
δίχως παραδοχή, δεν λησμονούνται
τούτες οι πληγές που ανοιχτές μένουν
στο σώμα του χρόνου εκεί,
εκείνου που αγάπησα παράφορα,
οι αναμνήσεις επιμένουν επίπονες.

20.5.10

Όταν νυχτώνει



Όταν νυχτώνει
η ζωή αιμορραγεί
και μπαινοβγαίνει
από σώμα σε σώμα

Μεροληπτεί κάποτε ο θάνατος
και σου ανήκει.

19.5.10

Αφή




Ακούω τα ουρλιαχτά σου τη νύχτα..
Σε πλησιάζω..
Δεν έχω αφή να σ΄ αγγίξω
Μου την έχει κλέψει εκείνη

Ακρωτηριασμένη μελαγχολία
Χωρίς βουή ούτε και πάθος

Μόνο μια έκρυθμη σιγή

Υποτονική σάρκα
Ακόμη πιο υποτονική ψυχή

Η ανάσα μου ζωγραφίζει στο τζάμι κραυγές
Έλα να τις σβήσεις..
Δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω
Όμως να περιμένω μπορώ.

18.5.10

Όσο το δυνατόν σιγότερα




Κανένας δε θα με μάθει
Τις επιθυμίες μου
Εκτός απ' την κραυγή μου
Εκείνη που αντηχεί
Ξημέρωμα
Στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης.
Μιλάει πότε σε σένα
Αλλόκοτα
Μ' έναν υπόκωφο ήχο
Πότε σε άλλους
Τραυλίζοντας
Χωρίς λόγο.
Αυτό που απομένει
Είναι το σώμα μου
Ριγμένο άτσαλα
Πάνω στο στρώμα.

17.5.10

Στο ίδιο σημείο




Στο ίδιο σημείο
στρέφομαι
σήμερα όπως οι ανεμόμυλοι
αέρας άδειος
παίζει με τα σύρματα
ανάμεσα στα πλευρά μου

Σα να έχω ξεχάσει γιατί βρίσκομαι
εδώ
ή οπουδήποτε
σίγουρη πως μόνη μου
εγκαταστάθηκα
πάνω στο γκρίζο
-γιατί κάποτε φέγγει γαλάζιο- κανείς
δεν με έσυρε
κι είχα τόσα να -
όχι, είχα κάτι να κάνω
τόσο δυνατό

Το φάντασμα
που δεν φανερώνεται
το τίποτα ως τοπίο
γίγαντες σε πεδίο
κι εγώ αιχμάλωτη

Τουλάχιστον ας φυσούσε
δυνατότερα
να τσακιστεί ο ανεμόμυλος
να νιώσω άνθρωπος.

16.5.10

Της απίστου θλιβερό



Κι είπα θ' αλλάξω τη ζωή
φτιάχνοντας τη ζωή μου
Δεκαοχτώ εργάσιμες την εβδομάδα
Πενήντα τέσσερις οι ασφαλείς του ύπνου
και κάθε μέρα δεύτερη
της λίμπιντο το δίωρο
Καθότι δεν το ξέχασα
Είμαι γυναίκα
Ο εραστής της Τρίτης τρυφερός
Της Πέμπτης βίαιος αλλά
παλιός
Και το κρεβάτι του Σαββάτου
γιορτινό
Ένδυμα επίσημο στο πάτωμα ριχτό

Κι είπα αλλάζω τη ζωή
Δύσκολο πράμα
Χωρίς εσένα αν δεν περνά
γίνεται δράμα.

15.5.10

Λευκό



Ένα σεντόνι ατσαλάκωτο, λευκό, θέλω.
Όχι λόγια, σκέψεις. Κινήσεις μόνο να
το τσαλακώνουν ευλαβικά.
Μέχρι τότε σ΄ ακούω και σου μιλώ
περιμένοντας ποιος θα στάξει πρώτος.

14.5.10

Άλλοθι



Το πιθανότερο είναι να θες να γελώ
επειδή το γέλιο είναι μπογιά
που πιτσιλάει τους τοίχους της ζωής.
Θα μπορούσε να ΄ναι και εντιμότητα
από τα θηκάρια που έχεις πάντα γεμάτα
για να οπλίζουν εκείνον που μπορεί να τα ΄δει.
Όμοιες καταστάσεις, δίδυμες λες.

Εσύ, εγώ κι ένας άλλος άνθρωπος.
Το έζησα στ΄ αλήθεια άραγε;
Μήπως η μπίρα ζήλεψε το χρώμα του γέλιου;
Πάντως τα λογάκια της τα υπαγόρευσα εγώ,
η ανόητη που νόμιζα ότι θα μπορούσα
έστω και για μια φορά να αντιμετωπίσω
τη φυγή χωρίς το ίχνος του σώματός σου επάνω μου.

Ευχήσου για το άλλοθί μου
είναι η εξιλέωση του παρελθόντος
σε ένα παράταιρο παρόν, δίχως μέλλον.
Με χρώματα, όμως.

13.5.10

Φύση




Εγώ η εγκαταλελειμμένη
Η προσβεβλημένη
Προδομένο χώμα εγώ
Έρχομαι κοντά σου τολμώ
Ως μέσα σου να ιδώ
Με φως δικό μου χρωματιστό
Τον ωραίο που είσαι

Αγνοημένη κι όμως επίμονη
Εξαφνική κι απρόβλεπτη εγώ
Σε κατοχή ερωτικού ύπνου
Το σώμα σου θωπεύω – δεν το νιώθεις;

Για σένα δεν πεθαίνω ακόμα

Μην κρύβεσαι μην κλείνεσαι
Σαν λουλούδι της νύχτας
Σκοτεινό νερό και σε φέγγει
Εικόνα στη σκιά του σπιτιού σου
Εντός σου άγρυπνος και γυμνός

Έλα έλα

Στο στήθος σου άρωμα χύνω
Κόκκινα φιλιά με στόμα πορφυρό
Μιας αιματοβαμμένης μέρας.

12.5.10

Σαν παραμύθι




Σαν παραμύθι παιδικό:
Κρατάς παστέλι
έχει σουσάμι, πολλή αγάπη
και γύρω μέλι
Θα σου κλέψω –μ΄ ένα φιλί- και θα γελάω
που στον αγώνα –με ζαβολιά- σε ξεπερνάω

Σαν παραμύθι παιδικό:
Μοιάζει να παίζουμε κρυφτό
μου τραγουδάς για το καράβι – Εκείνο το μικρό
και ΄γω σ΄ ακούω και μια βιολέτα
σφιχτά κρατώ
το παλικάρι που θα την πάρει
θα τ΄ αγαπώ

Και τώρα λέω:

Όλα τα χρόνια όπου κι αν πάω
στο παραμύθι το παιδικό μου ξαναγυρνάω
κλείνω το μάτι και μ΄ ένα νάζι πάλι το σκάω
πάμε ξανά κυνηγητό, σου απαντάω.

11.5.10

Ως τα χαράματα




Χρώμα δε βρίσκει να κυλά
του χρόνου η μολυβιά
που έγραψε να ζούμε χωριστά.

Δρόμο δε βρίσκει να περνά
της νύχτας η φωτιά
να κάψει όσα αφήσαμε μισά.

Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψαμε
σ' ένα αστείο που κανένας δε γελά.

Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
μ' ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυό.

Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...

Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά
εκεί στα σκοτεινά
ν' ακούσω το κλείδι σου να γυρνά.

Δένω στο χέρι μια κλωστή
να ΄πιάσει η ευχή
και ό,τι μας χωρίζει να χαθεί.

Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψαμε
σ' ένα αστείο που κανένας δε γελά.

Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
μ' ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυό.

Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...

10.5.10

Ra - ke



Ο θώρακας του πολεμιστή
δεν ενώνει,
δε θυμίζει
μόνο ταξιδεύει
σαν θρησκευτική τελετουργία
μες στην ανωνυμία
των Δενδρών.
Αγέρωχα στέκεται
κι όπως αφήνεις ένα δάκρυ
το παρελθόν ξαναγεννιέται
σ' έναν ακόμη αποχαιρετισμό,
σε μια διαδρομή
από τα σπήλαια στα ανάκτορα
κι από τον πολιτισμό του χαλκού
στον πολιτισμό των αόρατων εχθρών.

9.5.10

Παράλογη σκέψη




Παράταση ή επανάληψη
Μιας τυφλής πράξης;
Πως με τον ίδιο τόνο φωνής
Επέμενα στην εκμάθηση
Της λογικής
Με τις ίδιες σαφείς λέξεις;
Δεν έβλεπα την έμμονη σκέψη;
Καθημερινά λόγια την έκρυβαν
Και ακόμα την αγνοώ.
Την διαστροφή της αίσθησης.
Παραίσθηση;
Παράλογη σκέψη;

8.5.10

Μωσαϊκό




Ο βίος περνά κι εγώ τον περιμένω.
Να μη γνωρίζω, νομίζω
πουθενά να χαρώ δεν χωρώ.
Προβαίνω έξαφνα τρέχω.
Απ' τον δικό μου φεύγω καιρό.

Υπάρχει πολύ κρύο
διασπαρμένο παντού, ακόμα
και μες στην αγκάλη του ήλιου
ο χρόνος γίνεται θάνατος,
όταν απρόσιτοι περιμένουμε.

Περιμένω τον εαυτό μου
επίμονα με λογική εγκαρτέρηση.
Δεν μπόρεσα σήμερα
ούτε αύριο, χτες, όλες οι μέρες
χάνονται, δεν μπορώ ποτές,
καθώς περιμένω την παρουσία
του ακέραιου.

7.5.10

Ερωτήσεις



Έφαγες, ξεκουράστηκες, έπαιξες
μόνος με τον εαυτό σου, έγραψες,
πρόλαβες καφέ να απολαύσεις;
Α, μα δεν ξέρω εσύ τι λες,
τη στοργή σου πού χαρίζεις,
ούτε μητέρας αγωνίες είναι αυτές.
Σε νοιάζομαι μονάχα κι αγωνιώ
να βρέξει ο ιδρώτας σου,
τα λευκά σεντόνια.
Είναι που τα βράδια χρειάζομαι
ένα σύννεφο να ταξιδέψουν
τα όνειρά μου πριν τα μαξιλάρια
ρουφήξουν και την εικόνα σου ακόμη.

6.5.10

Πόρτες



Ανοίγοντας μια νέα πόρτα, μονή ή διπλή, δεν έχει σημασία,
να πιάνουν καλά οι μεντεσέδες στα ντουβάρια
το γραμματοκιβώτιο καλά στερεωμένο, με στόμα μεγάλο
να χωράει τα γράμματα με τη ολοκαίνουργια διεύθυνση,
μα περισσότερο να κλείνει σωστά και στην ώρα της.
Τελικά δεν είναι άσχημες οι πόρτες όταν από τη μέσα τους πλευρά
κουρνιάζει η ζωή, τυφλωμένη από τους προβολείς των άλλων.
Άσχημες είναι όταν το πόμολό τους δεν προσδοκά
το άγγιγμά Σου.

5.5.10

Ιφιγένεια




Σε είδα χτες στο Σύνταγμα, Ιφιγένεια

Το πρόσωπο σου στενόμακρο φεγγάρι
Πίσω απ' τα κάγκελα του τρόλεϊ
Και ο λαιμός
Λαιμός του απελπισμένου κύκνου
Μέσα στο άδειο σκοτεινό νερό.

Τα πάντα έτοιμα για την ανώφελη θυσία
(έτσι κι αλλιώς η Ελένη κάποτε θα γύριζε)

Ύψωσα αργά το χέρι, και χαιρέτησα
Χάιδεψα με τα δάκρυα μου τα μάτια.
Τα κατάμαυρα μαλλιά,
Το σκοτεινό σημάδι πίσω στο λαιμό

Οι άλλοι, γύρω;

Μα άσ' τους αυτούς -

Σε είδα χτες στο Σύνταγμα, Ιφιγένεια,
Σε είδα μες στο δειλινό.

4.5.10

Η γνωστή πόλωση




What we call the beginning is often the end
and to make an end is to make a beginning.
T.S. Eliot

Θέλω να κολυμπήσω σε μια καινούργια ψυχή
τόσο μπλε
τόσο αμέριμνη
τόσο αθόρυβη
όσο και η εγκυμοσύνη της θάλασσας.

Γιατί θα πρέπει να υπομένω
τη γλυκιά προσμονή
ενός βρέφους απάτη
που προτίμησε να με εγκαταλείψει
για την προσωρινή ύπαρξη
του κίτρινου φύλλου;

Δώσε μου ένα λόγο για να το κάνω.
Για άλλη μια παράταση αθανασίας;

3.5.10

Μνήμη και Λήθη



Μες στο σαλόνι παρελαύνουν θεάματα,
από τα πιο πανάρχαια δράματα.
Η μνήμη εστράφη, στην πηγή της λησμονιάς.
- Μείνε επιλήσμων! - Μην ξεχνάς!

Είχαν ανοίξει οι κρουνοί των ουρανών -
ορμητική στην άσφαλτο η πτώση των νερών.
Η μνήμη εστράφη, με μια ανάγκη λησμονιάς.
- Μείνε επιλήσμων! - Μην ξεχνάς!

Βάθαινε η νύχτα, επιστρέφοντας σε κάτι,
που ήταν σκοτάδι, πριν υπάρξει φως.
Στριφογυρίζω διχασμένη στο κρεβάτι.
Μνήμη και λήθη βρέχει ο ουρανός.

2.5.10

Η Κυριακή




Θαρρώ μια μέρα θα ξαναβρεθούμε
Μια Κυριακή βεβαίως φθινοπωρινή
κομψά ενδεδυμένοι εν τω μέσω υπαιθρίων
αγγέλων μικροπωλητών λοιπών παρισταμένων
- ή το σενάριο παραλλάσσοντας
φιγούρες ασαφείς ωστόσο επίμονες
στο φόντο μιας μαυρόασπρης φωτογραφίας
Σαφώς σε τέτοιες ή παρεμφερείς συνθήκες
γονυπετείς μ' ακόμα αμετανόητοι
σφιχτά κρατώντας τις παλάμες μες στις τσέπες
και το κομμένο δάκτυλο αποκρύπτοντας
- λησμονημένο στο συρτάρι μεταξύ φακέλων
κι ετέρων αλληλογραφίας υλικών -
ιδανικοί ως υπήρξαμε εραστές ανεπαρκή
έστω δυο τέρατα ν' αγαπηθούμε
τις νύχτες κάτω απ' τα σεντόνια χωριστά
καθένας γλείφοντας του άλλου την αναπηρία
Το δίχως άλλο θα ξανασυναντηθούμε
τα φονικά τύμπανα κρούοντας ρευστά
επικίνδυνα αναβλύζοντας και φθόγγους
καυστικούς στο πλήθος μέσα έρημοι ακούραστοι
φριχτοί
- καθώς μαρμάρινη στιγμή θ' ακινητεί -
θ' αγκαλιαστούμε.

1.5.10

Επαναστάτες




Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπέμπελ και Μπουχάριν
τους στρίμωξα στο νου κουκί κουκί.
Να με, λοιπόν, κατέκτησα την χάριν
να κρίνω με την διαλεκτική.

«Αχώριστος η θεωρία και η πράξη»-
συχνά σκοντάφτω στην εφαρμογή,
μα η κριτική μου πάντοτε είναι εν τάξει,
όλους κι όλα τα ελέγχει, τα εξηγεί.

Τις συγκεντρώσεις των προλεταρίων
απ' το παράθυρό μου τις κοιτώ
ως να συγκινηθώ μέχρι δακρύων
και γράφω στίχους πλέον των 100.

Τη σκέψη αφήνω διάφανο μπαλόνι
στον άδειο ν' ανεμίζεται ουρανό,
να βλέπω την εντύπωση που απλώνει
το χρώμα που αντιφέγγει στο κενό.

Τώρα το «Καπιτάλ» του Μαρξ κηρύττω,
μα αποφεύγω την κάθε συμπλοκή
γιατί, ξέρω θανάσιμα θα πλήττω
αν κάποτε με βάλουν φυλακή.

30.4.10

Εισιτήριο



Σήμερα ήσουν ο άνθρωπός μου
λες κι έλειπες ένα μακρύ ταξίδι
μ΄ ανοικτό εισιτήριο επιστροφής
κύλησαν οι μέρες.
Ποιος καλός εισπράκτορας
σου ΄δωσε μια θέση στο παράθυρο;
Αύριο θα σε περιμένω στο σταθμό
να στεγνώσω το ιδρωμένο χέρι σου
κι αν το εισιτήριο είναι ακόμα εκεί
θα το φυλάξω. Δικός μου ναύλος ζωής.

29.4.10

Ισο-λογισμοί



Τα βράδια, τα απόψε της κάθε μέρας,
προσπαθώ να λογαριάσω τι πέρασε και τι έμεινε
Αναμμένο το τσιγάρο βάζει ένα χεράκι
στην τακτοποίηση των λογαριασμών
με την καύτρα του σαν φοιτητικό λαμπατέρ
να φέγγει το στενό γραφείο της ζωής μου.
Αν με έβλεπε ο λογιστής θα με μάλωνε
για την κενή αριστερή σελίδα του βιβλίου.

28.4.10

Της φωνής σου τα κόκκινα




Άκουσα το τύμπανο της σελήνης.
Πολλές φορές το άκουσα.
Και τώρα ακόμη,
ο ήχος του απλώνεται,
αδιάλειπτα στον άνεμο απλώνεται.
Στης αγρύπνιας την ώρα,
ακούω τον άνεμο
και ντύνομαι της φωνής σου τα κόκκινα.

27.4.10

Ρόδα αειθαλή



Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι΄ αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.