4.12.10

Ανέπαφος



Αθεράπευτα ήρεμος, συγκέντρωνε ο Ανέπαφος ό,τι πιο γοητευτικό από τη σιωπή. Εισπνέοντας πέντε από τα χρώματα του πρωινού ένιωσε μια χαλάρωση σε όλα του τα μέλη. Αγριεμένα λευκά κοχύλια βούιζαν πίσω από το γαλανό καπνό.
Πράσινη σαν λιβάδι, είδε ο Ανέπαφος, την αγωνία να υπερίπταται. Να πυκνώνει με το πούσι, έτσι που να καλπάζουν προσμονές και φόβοι στη γεωμετρία των ανθρώπων, ώσπου να ορίζεται σαν μια ευθεία το ιπποδρόμιο, μέχρι που η εξάντληση να τους πετάξει κάτω αναίσθητους, χωρίς καμία θύμηση.
Αστείρευτα κυοφορούσα τον προσπέρασε η Λενόρα, με υπολείμματα, στεγνής πια, τρυφεράδας πάνω στα μαλλιά της. Τα μάτια της δεν έβλεπαν. Τυφλή μέσα στο φως της μέρας, έψαχνε να βρει εκείνο που θα σήμαινε τη νέα πλημμυρίδα πόνων.