31.12.12

Στον ηθοποιό

Νεκρή φύση με φρούτα. Άγγελος. 2006.

Στις παραστάσεις του 2013
Μπ.

Μάσκες φοράς όταν δεν «παίζεις».
Μόνο όταν «παίζεις» υπερβαίνεις το ψέμα.


ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

28.12.12

Ηλέκτρισε


Οδικώς. Βανέσα βαν Έικ. 2010.

Θα επέστρεφες από ταξίδι.
Στο τηλέφωνο μού περιέγραψες
το τοπίο που διέσχιζες με το αυτοκίνητο,
τη διαύγεια και τα εξαιρετικά χρώματα της μέρας.
Ο ήχος της φωνής σου
άγγιξε, ηλέκτρισε με έρωτα όλο το σώμα μου.

Ένα ντελίριο.
Εκτυφλωτικός και πανίσχυρος ο έρωτάς μας.

26.12.12

Ήχος


Η τραγουδίστρια. Βασίλι Καντίνσκι. 1903.


Σε μια προσπάθεια να σε αναγγείλω.

Δούλα στο ίδιο μου το Βασίλειο.
Χτύπησα τρεις φορές το σήμαντρο.

Αθόρυβα.
Κεντημένοι παλμοί σε επίσημο ένδυμα.

Ας χορέψουμε απόψε.
Κι ύστερα σκίσε το παραμύθι.

Ο ήχος του φόβου είναι η μουσική μου. 

24.12.12

Επιστημονικό Προλεταριάτο


Νέα Υόρκη, Παραμονή Χριστουγέννων 1931. Εργάτες στη σειρά για να πληρωθούν. Η δουλειά τους: ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο λασπότομο που αργότερα ανεγέρθηκε το Κέντρο Ροκφέλερ. Σήμερα, σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, όποιος δει το δέντρο του Ροκφέλερ ν΄ ανάβει δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έρχονται Χριστούγεννα. Για το λόγο αυτό, οι προλετάριοι υποχρεώνονται να εργάζονται με την πλάτη στραμμένη στα φώτα του καπιταλισμού.  


Εγώ λοιπόν στη φάμπρικα με βάρδια
δεν σκέφτηκα καθόλου να δουλέψω
και πάντα διάβαζα, να πάρω το πτυχίο.
Τώρα περνώ μ΄ εφημερίες τα βράδια
-ξενύχτια που δεν ξέρω αν θ΄ αντέξω-,
μα είμαι γιατρός σ΄ ένα νοσοκομείο.

Την υπηρέτρια δεν θα παραστήσω
κι έκανα και σπουδές στον τουρισμό.
Όμως ποτέ δεν θα έραβα φασόν.
Τρεις γλώσσες έμαθα για να συνομιλήσω
με τον πελάτη, ντόπιο ή αλλοδαπό,
στο πόστο συνεχώς της ρεσεψιόν.

Υδραυλικός, ηλεκτρολόγος δεν θα γίνω
και βέβαια όχι στην οικοδομή
-στους μετανάστες οι βαριές δουλειές.
Σ’ ένα κομπιούτερ διαρκώς θα λύνω
λάθη στο σχέδιο, στην υποδομή.
Θα ξενυχτάω για τις νέες εφαρμογές.

Σας λέω πως στη φάμπρικα δεν θα ΄μαι
και φόρμα δεν θα βάλω εργατική.
Κουστούμι, ταγιεράκι και γραβάτα.
Εξέκιουτιβ και μάνατζερ: Περνάμε
πολύ καλά στην πολυεθνική,
χτυπώντας δωδεκάωρα για πάντα.

Έμαθα με τα χρόνια ν’ αντιμετωπίζω
αφ΄ υψηλού την όποια χειρωνακτική
την εργασία, λες και παρακάτω
δεν με περίμενε αυτό που τώρα ορίζω:
Επιστημονικό  –που εθελοτυφλεί,
μ΄ ακόμα  ωστόσο Προλεταριάτο.

23.12.12

Εις Ανάμνηση (Το Ευτυχισμένο Πένθος)


Willy Verginer. Συλλογή In Hoc Signo. 2011.


χέρια
παλάμες
άδειοι δρόμοι
σπίτια από μάρμαρα παλιά
εις ανάμνηση μόνο δάκρυα
όλα κινούνται μέσα σου
αγάλματα πορτραίτα
φυτά

20.12.12

Πρόσφυγες



Δες πώς συσσωρεύεται η κτίση
Κάτω απ' το βλέμμα του ανθρώπου.
Τι απομένει... Έν' απέραντο σεντόνι.
Τις άκρες του θα σηκώσει μονάχος.
Τον μπόγο θα φτιάξει της κατοικημένης γης,
Ακόμη και της στέπας και της θάλασσας,
Στον ώμο του θα τον φορτώσει
Και θα φύγει.

17.12.12

Au milieu du temps, au lieu du temps


Ιλία Ζομπ. Άρωμα φλούδας λεμονιού. 1997.

β'
Στα πόδια του προσφέρω τα χθεσινά
και τα αυριανά, θέλω να πω: ικετεύω:
άσε με λίγο ακόμα στο δάσος σου,
της λεμονιάς,
τουλάχιστον το κέρδος της αναμονής,

και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. -Το κέρδος!
Μετά από εξήντα στιγμές
το θυμήθηκες; Δες πού είμαστε, στο τούνελ
της αβύσσου,
κυλιέσαι και το λες: αναμονή,
είμαι για να σε τραβώ ανόητη, είμαι
για να σ' αγαπώ,

ξεκαρδίστηκα, είναι: η
άβυσ-ςος ο γέλωτας
μιας Θείας Κωμωδίας

7.12.12

Το έλατο


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Δημόσιος Κήπος με Ζευγάρι και Μπλε Έλατο: Ο Κήπος των ποιητών ΙΙΙ. Άρλ, 1888

Είσαι ευάλωτη. Το έλατο που ζει στο μπαλκόνι.
Το στέμμα σου σ' εξαναγκάζει να θυμηθείς την εχθρική
ανωνυμία των πράσινων εκτάσεων.
Κι η παροδική δόξα των ανόητων χριστουγεννιάτικων φώτων
που οι υπερφίαλοι αγριότοποι τόσο υποτονικά ευθύμησαν, με την επιθυμία
και μια γεύση αμαρτίας που παρέμεινε.
Ποιος ξέρει αν η βροχή πέφτει επειδή θέλεις να κλάψεις,
επειδή το κλίμα και η αγάπη μπορεί κάλλιστα να ανήκουν στο ίδιο
πράγμα. Μέρος του ίδιου γρίφου από σύννεφα που αγωνίζονται
και στροβιλίζονται από το ένα λευκό βουνό στο άλλο, ακυρώνοντας
τη δουλειά που έχουν κάνει. Μέρος του αχνού τοπίου ζωγραφισμένου
με νερομπογιές από το παιδί που φανταζόμαστε πως κάποτε ήμασταν.
Κι αν κλαις τώρα δεν είναι επειδή πέφτουν άφθονες
οι χοντρές στάλες καλοκαιρινής βροχής που παρασέρνουν όλα τα χρώματα,
αλλά για το όνειρο που έχασες: ονειρεύτηκες πως έβρεχε.
Κι επειδή, παρά τη θέλησή σου, ευχαριστείς τη ζωή.

Μτφρ.: Β. Μανουσάκης

27.11.12

Θέρος


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Κλαδεμένες ιτιές στο ηλιοβασίλεμα.1888.

Το φως κυλά
στην κατολίσθηση της πέτρας
και η κρυψώνα του φιδιού
λαθραία περνάει και βυθίζεται
κάτω απ' την καμπάνα του ήλιου
μια ακτίνα σιωπής:
ποτέ δεν άκουσα ουρλιαχτά
τις χασμωδίες της αντανάκλασης
-τ' αυτιά μου είχαν ματώσει
από το σάλεμα του τζίτζικα-
κι όπως του δέντρου ο μαρασμός
προσκύνησα το καλοκαίρι.

Είδα τα ρούχα μου καμμένα σαν χαρτί
τραύμα το στόμα μου χάρτης του κόσμου
πλήγματα έβαλα και δαγκωνιές
σε όσον ίσκιο μού περίσσευε
να γίνει τρόμος
μην μου τον κλέψουν
όσοι παλεύανε το ρίγος τους
μέσα σε καύματα
και σκύλου δόντια.

O πυρετός κι αν μας νικά
τα χέρια δυναμώνει
με μιαν ανάκρουση
παλμών κι ερώτων:
εκεί που ούτε χορτάρι
δεν βλασταίνει
σμίγει κι αφήνεται
κάμπος ονείρων
και δράκος τρυφερός.

Δίψα δεν έσβησε κανείς
όσο το ποίημα που γιατρεύτηκε
απ' την κακή του σκέψη.

15.11.12

Για να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση


Ιερώνυμος Μπος. Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων (λεπτομέρεια από το κεντρικό τμήμα του τριπτύχου). 
Μεταξύ 1490-1510. 

Όχι εμένα, όχι το πρόσωπό
Μου, όχι αυτό που κρύβεται κάτω
Απ' το πουκάμισο.
Μιλάω κι ας ξέρω ότι η φωνή
Θα πνιγεί μες στα ψυγεία που
Παγώνουν τα σφαγμένα
Ζώα.

Υπάρχει δεν υπάρχει, τι με ενδιαφέρει.
Έτσι στο βρόντο κουνάω τα χέρια προς
Τον ουρανό.
Τι όμορφα που είναι τ' αγγελούδια
Σκοτωμένα
Με τα θλιμμένα μάτια τους, να μας κοιτούν. 

9.11.12

Λέει ότι είναι κήπος


Ανρί Ματίς. Το ανοιχτό παράθυρο. 1905.

Ήμουν εδώ πριν από εσένα.
Θα φύγω από εδώ πριν από εσένα.

(Ήσουν μπροστά όταν σου είπα
ότι σ' αγαπάω;)

 (Άραγε η περιγραφή
του μέλλοντος
ήταν η σωστή;)

Ανάσα μεγάλη ανάσα
Βαθιά ανάσα με αναστεναγμό

Νυχτώνει παντού με δυσκολία
Ο πιο ασφαλής τρόπος
για να φανερωθώ.

Εύκολη συνήθεια να γράφεις.
Δύσκολη συνήθεια να ζεις.

Στον κήπο μοιραία παίζουν ξένα
στρουμπουλά παιδάκια
Συνεχίζεται η ζωή από μακριά

 (Σου είχα τάξει τον ουρανό
με τ' άστρα.
Βρήκες τίποτα;) 

3.11.12

Μια τρίτη εκδοχή



Άντι Γουόρχολ. Πορτρέτο γάτας. 1970.

Όταν ο Σρέντιγκερ άνοιξε το κουτί
η γάτα δεν ήταν εκεί.

21.9.12

Αν μια γυναίκα γινόταν Μεσσίας


Πάβελ Κουτσίνσκι

Αν μια γυναίκα γινόταν Μεσσίας,
πιθανώς να μην αποτελούσε σημαντικό δράμα,
θα ήταν παρά ένα αμυδρό γεγονός κι ασήμαντο.
Δε θα μπορούσε να είναι παρά όμορφο.

Μια τέτοια γυναίκα σίγουρα θα μιλούσε ελάχιστα
για ηθική και θρησκεία.
Μια τέτοια γυναίκα, σίγουρα ποτέ δε θα διέδιδε,
μήτε θα ενέπνεε κάποιο ευαγγέλιο.
Θα ζούσε γαλήνια και ντροπαλά
κοντά σε μια τοπική λίμνη, σε ορισμένες μέρες
με κάποιες σχεδόν θεϊκές αγωνίες
Θα εισέβαλλε πάνω της, με την πιο θηλυκή φροντίδα,
όπως με το να σπαράζει άψογα στο κλάμα πάνω της,
όχι πιο υπέροχα
από κάθε άλλη γυναίκα.
Δε θα είχε καμία αφύσικη πείνα,
ούτε λιγότερους εραστές,
δε θα έκανε ευαγγελικά κόλπα
με πέτρες και ραβδιά,
θα προσλάμβανε ακόμα όλη της την έμφυτη χάρη
για να κερδίσει μια συνηθισμένη καρδιά,
ενός συνηθισμένου άνδρα,
όπως κάθε γυναίκα με θέληση είναι ικανή.

Και, όπως σε κάθε άλλη γυναίκα,
η αυτοεξομολόγησή της θα φυλασσόταν
στο κεφαλομάντηλό της πλάι,
κάτω από το μαξιλάρι στο οποίο θα κοιμόταν.

Ίσως να λατρευόταν για το νοικοκυριό της,
δε θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί τα σφάλματά της,
θα κανάκευε τις ιδιωτικές της ανοησίες
θα φλυαρούσε για τα όνειρά της,
θα προσευχόταν σε έναν προσωπικό Θεό,
θα αποδεχόταν ανιστόρητα γεγονότα
θα ήταν γλυκιά στον γάμο και στη μητρότητα.

Ποιος θα γνώριζε τη σιωπηλή της εργασία;
Ποιος θα την αποκαλούσε Σωτήρα, ή ακόμη Αγία;
Ποιος θα την ταλαιπωρούσε με έναν σταυρό ή μια εκκλησία;
Κανείς.

Μτφρ.: Μ. Κατσοπούλου

30.8.12

Παρουσία

Βίλεμ ντε Κούνινγκ. Πόρτα στο ποτάμι. 1960.

η φωνή σου
σ΄ αυτό το να μην μπορούν να ξεφύγουν τα πράγματα
απ΄ τη ματιά μου
αυτά με στερούν
κάνουν από μένα ένα πλοίο πάνω σ΄ ένα ποτάμι από πέτρες
αν δεν είναι η φωνή σου
μοναχική βροχή στη σιωπή μου από πυρετούς
εσύ μου ξεδένεις τα μάτια
και παρακαλώ
να μου μιλάς
πάντα.
Μτφρ: Β. Λαλιώτης

15.8.12

Άνδρας Υ


Πάμπλο Πικάσο. Πολ, Γιος του Πικάσο, σαν Πιερότος. 1925.

Εσύ, φυσικά, δεν είσαι εκεί. Ποτέ δεν θα 'σαι.
Μετακινείσαι με τον ρυθμό του κιβωτίου που έφτιαξα για να σε βάλω.

Μτφρ: Κ. Γλυνιαδάκη

31.7.12

ex ομολογούμενο



Βασίλι Καντίνσκι. Νύχτα. 1907.

Νύχτωσε
και τους είπα τους ανόητους!
Αφού μου επιβάλατε τη νύχτα για τον πόνο
αφήστε μου τουλάχιστον
τη μέρα να προσποιούμαι
τη χαρούμενη. 

24.6.12

Άτιτλο του έρωτος


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Το κίτρινο σπίτι.  
(Το σπίτι του Βίνσεντ στην Αρλ). 1888.

Των ορέων μορφές 
γέννες της πέτρας 
το είδος μου. 

Στο σπίτι μας όλοι 
διαφωνούσαν με τα ρολόγια 
ασπρίσαμε το σπίτι. 

Ανέβαιναν όλο 
ανέβαιναν οι πεθαμένοι 
και έσπρωχναν προς τα πάνω
άνθιζε όλες τις εποχές ο κήπος μας 
εκεί, τα θάβαμε όλα. 

Σαν να παίζαμε με καθρεφτάκια 
επιθετικά μου επέστρεψες 
όλο το φως μου. 
Με τύφλωσες κακέ
σου φώναξα και δεν σε ξαναείδα πια. 

Aποχαιρετιστήκαμε 
πριν το ταξίδι σου 
σαν να 'χα και 'γω 
κάπου να πάω.

10.6.12

Εκτός κιβωτού


Δωμάτιο με θέα. © Στη Μπάντα. 2010.

Εκείνες τις μέρες που τα νερά ανέβαιναν,
τα μωρά έκλαιγαν
αλλά κανείς δεν έσκυβε πάνω από το κεφάλι τους,
τα αγόρια δεν κοιτούσαν τα κορίτσια,
τα κορίτσια δεν φιλούσαν τους καθρέφτες,
οι γέροι δεν ζήλευαν τους νέους,
οι νέοι μισούσαν τα νιάτα τους,
τα ζώα έφευγαν κοπάδια-κοπάδια για τα βουνά,
τα σπίτια κρατούσαν τις ανάσες τους,
τα δέντρα αποφάσισαν να γίνουν φύκια.

Εσύ μου είπες: "το ξέρεις πως πάντα σ΄ αγαπούσα".
Εγώ δεν είπα τίποτα γιατί ήδη πνιγόμουν.
Οι οθόνες μάς τραγούδησαν για τελευταία φορά, καληνύχτα.

Ο Θεός κοίταξε το έργο του κι έμεινε ευχαριστημένος.

16.5.12

Και στάθηκα μπροστά


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Αυτοπροσωπογραφία (λεπτομέρεια). 1887.

Και στάθηκα μπροστά σε δυο μάτια με δίχως ταίρια,
ωραία σαν λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
που μου μηνούσαν την αυγή, μα ωιμένα ήταν αστέρια
που μου είχαν ρίξει λίγο φως κι αυτό διαβατικά.

9.5.12

Καληνύχτα στ' όνειρό μου

Πωλ Σεζάν. Οι λουόμενες. 1890.

Καληνύχτα στ' όνειρό μου 
Καλημέρα στ' όνειρό μου 
Ήρθες στα άσπρα 
και φεύγεις στα μαύρα 
Οι κουρούνες 
μαυρίσαν τον ουρανό. 
Ο ήλιος δεν είχε καμία διάθεση 
να εμφανιστεί. 
Πώς ν' αστράψει ως βασιλιάς; 

Κατέβηκα να κάνω ένα τσιγάρο 
με τον Άδη 
να πιούμε ένα κρασί 
στην υγειά του ήλιου. 
Αρνησικυρία του σκότους. 
Όταν ανέβηκα απάνω 
ήσαν όλα πλυμένα. 
Ο ήλιος έσκαγε χαμόγελα
κι εγώ πήγα να χορέψω ένα rondo 
στον πίνακα του Σεζάν.

26.4.12

Ωμό κρέας

Hardcore Hobbies. Heart tatoos.

Κι αν μπορούσες να δεις την καρδιά μου τώρα
θα την έβρισκες μόνο κάτω από τον τύπο 
της πονεμένης ερώτησης ωμό κρέας.

21.4.12

Liberty


Απόψε μην ξεχάσεις ν΄ απλώσεις το κόκκινο πανί.
Πού ξέρεις; Μπορεί να ξαπλώσει κάποιο αστέρι.
Μπ.

Όρθια, στην αποβάθρα 
σήκωσα το χέρι μου 
γνέφοντας ασυναίσθητα 
στο άπειρο. 

 Μέσα μου νοερά 
αποχαιρετούσα 
 όλα τα ποιήματα 
 που ξέφυγαν από μένα.

19.4.12

Τα πάθη της βροχής


Παιχνίδι της βροχής με το χέρι μου. Commercial Photography. © independentonly

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ’μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

1.4.12

Mυθικός έρωτας


Ο Αχιλλέας σκοτώνει την Πενθεσίλεια. Αθηναϊκός μελανόμορφος αμφορέας.6ος αι. π.τ.ε. Βρετανικό Μουσείο. Λονδίνο.


Η Πενθεσίλεια είπε:
Μόνον αυτόν που θα με νικήσει
θα ερωτευτώ

Κι ο Αχιλλέας τη σκότωσε
Κι από τότε ο έρωτας έγινε
πεδίο μάχης

Όμως στην αναμέτρηση ομοίων
υπάρχει νικητής;

Ποιος;
Εγώ;
Εσύ;
Εγώ;
Eσύ;

25.3.12

Tabula Rasa


Εμφύλιος πόλεμος. Νίκος Εγγονόπουλος. 1948.

... σε μια χώρα που λασπώθηκε

πού να πατήσεις χωρίς να λερωθείς;
(take me back
to my very first white).

Πού τελειώνει η στάχτη
μητέρα;

Kατά πού να βήξω την καπνιά
που στάθηκε στον ιστό του λάρυγγα;
(take me back
to that very bright before).

19.3.12

«H σφίγγα»


Μανάβικον «Ο Απόλλων». Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας.1938.


Έχουν μπουκάρει εδώ
Πάνω από οκτώ φορές
Εκεί που κοιμάμαι
Αφήνουν τις πατημασιές τους
Όλο λάσπη, λιμασμένοι
Και κακόμοιροι
Τους λυπάμαι
Γιατί κι εγώ δεν έχω να τους δώσω
Τι άλλο από ψωμί και φέτα κι ελιές

Την πρώτη φορά ήταν ένας ξένος
Μισερός και μαύρος
Μισόκλαιγε και κράταγε ένα μαχαίρι
Του 'δωσα και την κουβέρτα μου
Κι άλλα τέτοια

Αυτά, τ' άγρια χαράματα

Τη νύχτα όμως είμαστε εδώ
Ανάκτορο
Ολωνών το δρόμο διασταυρώνουμε
Και βλέπουμε
Πούθε έρχονται, ποιος τους περιμένει
Πόσο χώμα τρύπησε τις σόλες τους
Αν έσκισαν τα λάστιχα, τα πουκάμισα
Ή τα μάτια τους

Δεν ρωτάω πολλά
Καμιά φορά και τίποτα
Όμως πάντα μου αποκρίνονται
Και ξαναφεύγουν

Όπως ο διπλοραμμένος
Με τη βέρα στο δεξί
Και την ξανθιά αγκαζέ
Μάσαγε σαν κυνηγημένος
Κοιτώντας πάνω απ’ τον ώμο

Τους θυμάμαι όλους
Μόλις ξαπλώνω
Πίσω από τον πάγκο
Φέρνω τα μούτρα τους μπροστά
Και τους χορεύω

Το βίντεο δεν το 'χω για τη θύμιση
Ούτε μην μου κλέψουν τις πορτοκαλάδες
Και τα ψιλά
Να τους κουρδίζω θέλω
Να αναρωτιούνται τι κρύβω
Να σπρώχνονται στο παράξενο
Κι εγώ να το γράφω και να το ξαναπαίζω

Και να γελάω μονάχος

6.2.12

Απουσία


Πρόσωπο ρίχνει μια πέτρα σε ένα πουλί. Χουάν Μιρό.1938

Όταν μου λείπεις, θυμάμαι ένα πεύκο.
Στην κορυφή του κελαηδάει
το φως: κρυστάλλινο πουλί. Βαθιά στη γη,
μαρμάρινες παρθένες περιμένουν
τον πρίγκιπα ασπάλακα στο υπερώο του Άδη.
Στην εύοσμη καρδιά του ρετσινιού,
το μυρμήγκι θησαυρίζει τον χειμώνα του
κι ο τζίτζικας διαβάζει αρχαίους τραγικούς,
αποστηθίζοντας την ένδοξη πενία του.

Όταν μου λείπεις, ξέρω
πως είναι ωραία να μου λείπεις·
είναι ωραία: σαν ζωή.

5.2.12

Αφότου έφυγες


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Λιόδεντρα. 1889.

Ραδιόφωνα
καλύπτουν τους οδυρμούς
του φονικού σου

3.2.12

Χρώμα έρωτας


Χρώμα στον κόσμο
που να το λένε έρωτα
δεν υπάρχει
και όμως είμαι από αυτό
όλη βαμμένη


Μτφρ: Α. Μακρυδημήτρης

19.1.12

Ραντεβού με μιαν άγνωστη



Τι θα φοράς συνεννόηση
να σε γνωρίσω
ώστε να μη χαθούμε πάλι
μες στους πολυπληθείς σωσίες σου;