Μανάβικον «Ο Απόλλων». Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας.1938.
Έχουν μπουκάρει εδώ
Πάνω από οκτώ φορές
Εκεί που κοιμάμαι
Αφήνουν τις πατημασιές τους
Όλο λάσπη, λιμασμένοι
Και κακόμοιροι
Τους λυπάμαι
Γιατί κι εγώ δεν έχω να τους δώσω
Τι άλλο από ψωμί και φέτα κι ελιές
Την πρώτη φορά ήταν ένας ξένος
Μισερός και μαύρος
Μισόκλαιγε και κράταγε ένα μαχαίρι
Του 'δωσα και την κουβέρτα μου
Κι άλλα τέτοια
Αυτά, τ' άγρια χαράματα
Τη νύχτα όμως είμαστε εδώ
Ανάκτορο
Ολωνών το δρόμο διασταυρώνουμε
Και βλέπουμε
Πούθε έρχονται, ποιος τους περιμένει
Πόσο χώμα τρύπησε τις σόλες τους
Αν έσκισαν τα λάστιχα, τα πουκάμισα
Ή τα μάτια τους
Δεν ρωτάω πολλά
Καμιά φορά και τίποτα
Όμως πάντα μου αποκρίνονται
Και ξαναφεύγουν
Όπως ο διπλοραμμένος
Με τη βέρα στο δεξί
Και την ξανθιά αγκαζέ
Μάσαγε σαν κυνηγημένος
Κοιτώντας πάνω απ τον ώμο
Τους θυμάμαι όλους
Μόλις ξαπλώνω
Πίσω από τον πάγκο
Φέρνω τα μούτρα τους μπροστά
Και τους χορεύω
Το βίντεο δεν το 'χω για τη θύμιση
Ούτε μην μου κλέψουν τις πορτοκαλάδες
Και τα ψιλά
Να τους κουρδίζω θέλω
Να αναρωτιούνται τι κρύβω
Να σπρώχνονται στο παράξενο
Κι εγώ να το γράφω και να το ξαναπαίζω
Και να γελάω μονάχος
Έχουν μπουκάρει εδώ
Πάνω από οκτώ φορές
Εκεί που κοιμάμαι
Αφήνουν τις πατημασιές τους
Όλο λάσπη, λιμασμένοι
Και κακόμοιροι
Τους λυπάμαι
Γιατί κι εγώ δεν έχω να τους δώσω
Τι άλλο από ψωμί και φέτα κι ελιές
Την πρώτη φορά ήταν ένας ξένος
Μισερός και μαύρος
Μισόκλαιγε και κράταγε ένα μαχαίρι
Του 'δωσα και την κουβέρτα μου
Κι άλλα τέτοια
Αυτά, τ' άγρια χαράματα
Τη νύχτα όμως είμαστε εδώ
Ανάκτορο
Ολωνών το δρόμο διασταυρώνουμε
Και βλέπουμε
Πούθε έρχονται, ποιος τους περιμένει
Πόσο χώμα τρύπησε τις σόλες τους
Αν έσκισαν τα λάστιχα, τα πουκάμισα
Ή τα μάτια τους
Δεν ρωτάω πολλά
Καμιά φορά και τίποτα
Όμως πάντα μου αποκρίνονται
Και ξαναφεύγουν
Όπως ο διπλοραμμένος
Με τη βέρα στο δεξί
Και την ξανθιά αγκαζέ
Μάσαγε σαν κυνηγημένος
Κοιτώντας πάνω απ τον ώμο
Τους θυμάμαι όλους
Μόλις ξαπλώνω
Πίσω από τον πάγκο
Φέρνω τα μούτρα τους μπροστά
Και τους χορεύω
Το βίντεο δεν το 'χω για τη θύμιση
Ούτε μην μου κλέψουν τις πορτοκαλάδες
Και τα ψιλά
Να τους κουρδίζω θέλω
Να αναρωτιούνται τι κρύβω
Να σπρώχνονται στο παράξενο
Κι εγώ να το γράφω και να το ξαναπαίζω
Και να γελάω μονάχος