31.7.13

H μητέρα μου

Ζωρζ Σερά. Απόγευμα Κυριακής στο νησί Γκραντ Ζατ. 1884-1886.

[Η μητέρα μου και οι αδελφές της]

Περπατώντας γυμνόποδοι πάνω στο γρασίδι
Ήταν μια τελετουργία αγάπης
Η γη
Χάιδευε το δέρμα των αισθήσεών μας
Το γρασίδι χάραξε τα δάκτυλα των ποδιών μας
Ένα μικρό συμβόλαιο με την ευτυχία.

[Εγώ και η μητέρα μου]

Είπες:
Όταν καθόμασταν στο τραπέζι του Σαββάτου
Φορούσα το καλύτερό μου φόρεμα, τους καλύτερούς μου τρόπους.
Ήταν μια τελετουργία ευτυχίας.
Ψιθύρισα: μητέρα
Ακόμη κρατάς τη χαρά των μικρών πραγμάτων
Σαν η χαρά αυτή να είχε προστατευθεί
Από έναν χρόνο που ήταν δικός σου,
Από έναν χρόνο που δεν τον κούρσεψε η θλίψη.

[Συνομιλία]

Ένιωσα κάποιον άνθρωπο χωρίς διαστάσεις
Να περπατά μέσα στη νύχτα μου.
Εκείνη ρώτησε: πιστεύεις στον Θεό;
Εσύ απάντησες: η σκέψη πως ο Θεός υπάρχει
Πονά τόσο όσο η σκέψη ότι δεν υπάρχει.
Αδελφέ, ψιθύρισε εκείνη:
Είσαι άνθρωπος που ο Θεός τον βασάνισε.
Σιωπηλός άγιος.

[Σαν αστείο]

Έλεγες:
Υποφέρουμε επειδή ο κόσμος είναι ατελής.
Ο Θεός όφειλε να τελειοποιήσει τη δημιουργία
Κατά την έβδομη ημέρα.
Στο κάτω κάτω, είχε μια ολόκληρη αιωνιότητα

Για να ξεκουραστεί.
Μτφρ: Σ. Ροζάνης

24.7.13

Mediterraneo

Ταβίκ Φράντισερ Σιμόν. Κορίτσι στη θάλασσα. 1903.

Δεν είμαι πράσινη, γαλάζια, κυανή;
περίκλειστη, μικρή, νεροταξίδευτη καλόπνευστη με αύρες;
όχι;
Ωραία ναυάγια, θησαυροί;

Δεν είμαι, εκεί μέσα,
το Αγκριτζέντο εκεί μέσα και η Κατάνη και
η κοιλάδα των ναών και
το στεφάνι με τα ρόδα και τα κρίνα; - όχι;

Δεν είμαι το άστρο-πόλεμος κι όταν νυχτώνει αγάπη
κι ύστερα πάλι αυγερινός η Αστάρτη η Αστραδενή,
η Αφροδίτη-Αφρούλα; Πώς;
Πώς δεν;

Δεν είμαι επτά νότες, επτά παύσεις, επτά αξίες που και στην Κίνα ακόμα
αν θα πας, άλλες δεν έχει; - όχι;
Έχει;

Δεν είμαι η αίγια η κότσιηνη, ωριά θωριά κατάφυτη, η μαύρη γη κατάφυτη,
φούλια τριφύλλια κλωστικά και χέννα η λάγια - βάψτε με! η θεριακή,
η αντίδοτη, βάψτε με και στολίστε με! κι όλα τα αντίθεα ποτά χαλάλι της
να πείτε θολώνει που επιθύμησε στης δαγκωνιάς το κέντρο, πράσινα όλα
πράσινα, ζεστό φιλί επιθύμησε και σκουροζώνιν ρίφιν
- όχι χαλάλι;
Όχι μου;

Δεν είμαι ο ρηχός βυθός, ο παφλασμός, eros, himeros, pothos, η γλώσσα
φλοίσβος γλώσσα του νερού, υγρή φωνή, η προγονή του ωκεανού με το
παλάτι μάρμαρο, με το παλάτι ολόλευκο και τα άλογα ζεμένα στον θυμό
του κοσμοσείστη, εδώ σταθείτε, κατεβείτε οι ουρανοί, καθρεφτιστείτε,
στεριές οι δασωμένες, οι στεγνές, οροσειρές, οι λαξευτοί, διώροφοι από
τα Μύρα της Λυκίας οι τάφοι, περίτεχνοι φιλάρεσκοι οι τάφοι, μικρή Ασία,
εγγύς Ανατολλή, το χέρι μου να ξεχαστεί ποτές μου αν σε ξεχάσω...;
Να ξεχαστεί;
Το χέρι;

Δεν είμαι σπίτι και κατάρτι και κουπιά -χρυσό αρματωμένο κάτεργο-
όχι;
Δεν είμαι κάτεργο;

ωωω!

9.7.13

Πρωινό τραγούδι

Ελίζαμπεθ Φρέιζερ. Φίλα την αγελάδα. 2009. 

Η αγάπη σε κούρντισε σαν βαρύ χρυσό ρολόι.
Η μαμή χτύπησε τις πατούσες σου και η γυμνή κραυγή σου
πήρε τη θέση της ανάμεσα στα στοιχεία.

Οι φωνές μας αντιλαλούν, μεγεθύνοντας τον ερχομό σου. Καινούριο άγαλμα.
Σ' ένα παγερό μουσείο, η γύμνια σου
σκιάζει την ασφάλειά μας. Στεκόμαστε τριγύρω ανέκφραστοι σαν τοίχοι.

Δεν είμαι περισσότερο μάνα σου
από το σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντανακλά τη δική του αργή εξαφάνιση στο χέρι του ανέμου.

Όλη νύχτα σαν πεταλουδίτσα η ανάσα σου
πεταρίζει ανάμεσα στα λεία ροζ τριαντάφυλλα. Ξυπνώ ν' αφουγκραστώ:
μια μακρινή θάλασσα σαλεύει μες στ' αυτί μου.

Μια κραυγή και σκουντουφλώ απ' το κρεβάτι, βαριά σαν αγελάδα και λουλουδιασμένη
μες στο βικτωριανό μου νυχτικό.
Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν του γατιού. Το τετράγωνο του παράθυρου

Ξασπρίζει και καταπίνει τα θολά του αστέρια. Και τώρα δοκιμάζεις
μια φουχτίτσα νότες˙
τα ξεκάθαρα φωνήεντα υψώνονται σαν μπαλόνια.


Μτφρ: Κλαίρη Σωτηριάδου