Χτύπα με να τιναχτούν τα ποιήματα
πριονίδι από θαυμάσια λάμψη
χτύπα να συναντηθούμε στο μακελειό
να περάσεις μέσα κι ακόμα πιο μέσα
εκεί που δεν κρύβω αυταρέσκεια
σε περίσσευμα τρόμου να καρφώσεις το γάντι
ν΄ αντηχήσει παντού το βαθύ ουρλιαχτό.
Σε κάθε ζωή είναι μια δυο στιγμές.
Σε κάθε ζωή ένα δωμάτιο – κάπου.
Στο μέτωπό σου ένα τρεμούλιασμα από φως.
Μπούκλες υγρών μαλλιών στο πρόσωπό σου.
Θυμάμαι τα χέρια σου.
Διαφορετικά κι απορημένα.
Η αναπνοή σου
Η αναπνοή μου
εδώ κι εκεί
παντού λάμψεις
ενώ η γλυκύτητα του καλοκαιρινού απογεύματος
γεμίζει από το ανοικτό παράθυρο
ένας εμβριθής ήχος
που δεν λυτρώνει τη βίαιη λαχτάρα μας για μουσική.
Και ο ποιητής:
«Το μάτι μου στέκεται στο φύλο της Αγαπημένης μου.
Θυελλωδώς, γαλάζιο εμπιστεύεται τον έρωτα στην υπαγόρευση
Αναζητάει τη λέξη που θα σε εγκολπώσει.
Μεγεθυσμένα από αιφνίδιες εκπλήξεις έλκονται τα βλέμματα.
Ανυποψίαστοι κορυδαλλοί μάς θερίζουν το στήθος.
Μαγεμένες ρυτιδιάζουν οι μοβ ρώγες μου
όταν η θάλασσα τυφλή σε κοιτάζει.»
Δειλινό
μετά το πρώτο βράδυ.
Ένας ύπνος μακρύς απερίσπαστος
τρέφει τα βρέφη.
Α, να κοιμηθείς υγρός
Μέσα σε υγρά σώματα που κοιμούνται
ώσπου
τα αγάλματα να λάμψουν και πάλι
παράταιρα μέσα σε κίνηση
ώσπου
η νύχτα να γίνει βαθιά
και γεμάτη μυστήριο.
Δεν θα ξανακλάψω ποτέ.
Ούτε ένα μήλο.
Ούτε ένα ρόλο πράσινο και σφαιρικό.
Δεν θα ξανακλάψω ποτέ για τα όσα έκλεψα άπειρα δάκρυα.
Έχω ένα μεγάλο λογαριασμό με το σύμπαν.
Ανοιχτό.
Γιατί δεν θα του επιστρέψω ποτέ ως το συν το πλην.
Έκανα μια μεγάλη κλοπή.
Υποθέσεων.
Ρόλων.
Ήταν όλοι συγκινητικοί.
Στη σκηνή κοιτούσα αφηρημένη το μήλο.
Ένα φίδι σφύριζε οριστικές έριδες.
Ο Αδάμ μου εδίδασκε το χρόνο σε έτη φωτός.
Χωρίς ήλιο.
Με επιθυμούσε.
Το κακό είναι.
Το έμαθα αυτό.
Αν θα ήταν δυνατό μόνο να το έχω πάλι.
Το εβένινο κεφάλι με το υπερβολικό λουλούδι στα μαλλιά.
Με τα κρυστάλλινα μάτια.
Και τα κροκοδείλια δάκρυα.
Τα έκλαψα όλα.
Και μετά χαμογέλασα.
Και με το μαχαίρι στο χέρι μου προσέφερα αίμα.
Σ΄ αυτόν τον εκτός νόμου Θεό.
Τον εαυτό μου.
Μου είπες πως είμαι
γεννημένη ποιήτρια
Κι εγώ σε ρώτησα
αν αυτό είναι καλό.
Κι εσύ μου είπες
πως είναι το χειρότερο
πράγμα
που θα μπορούσε
να μου συμβεί.
Μέσα στην κατοικημένη σκέψη
η μοναξιά της απουσίας
και το γυμνό σου πρόσωπο
ράγισμα της νοσταλγίας γυάλινο.
Ούτε ποτέ, νωρίς, ούτε ποτέ αργά,
μα θα υπάρχει πάντα η δική σου κίνηση
στον τόπο των Παλμών,
με εκείνο το Πι να κομματιάζεται στο άφατο.
Κι η αναζήτηση στις φλέβες σου να στραγγίζει,
ψάχνοντας στις γωνιές
τα ίχνη των ρόδων, τ΄ άγρυπνα,
με τις οσμές τους εσαγήνευσαν
αγέρα τρικυμισμένο σε φλογερές διαδρομές.
Στεναγμός της θάλασσας και απουσία σου
η βλάστηση της νύχτας από λάβα.
Μέσα στη λίμνη της ψυχής μου
κρύβω το χρηματοκιβώτιο της εξέλιξής μου
όπου καθημερινά καταθέτω θησαυρούς.
Εκεί θα βρεις το ασημένιο νόμισμα της Σελήνης
και το χρυσό φλουρί του Ήλιου,
περιδέραια από άλικα ρουμπίνια της αγάπης
και βραχιόλια με σμαράγδια της ελπίδας.
Σκουλαρίκια με μαργαριτάρια δάκρυα
δουλεμένα μ΄ εμπειρίες του πόνου ή της χαράς.
Δαχτυλίδια αμέτρητα απ΄ τις καταθέσεις της καρδιάς
στολισμένα με ζαφείρια και διαμάντια
και μ΄ αμέθυστο απ΄ τη χώρα των ονείρων,
λαμπυρίζουν και φωτίζουν το βυθό της λίμνης της ψυχής μου.
κι όταν πλημμυρισμένη φως η σκέψη μου αγρυπνά
ταράζονται της λίμνης τα νερά και σπάνε τη σιωπή.
Τότε οι καταθέσεις πληθαίνουν σαν αστέρια λαμπερά
κι έρχεται το Σύμπαν για να κλείσει τη θυρίδα ερμητικά.
Μέσα στη λίμνη της ψυχής μου
φυλακίζω έναν πλούσιο από εμπειρίες κόσμο μαγικό!
Να πιω το κελάιδισμά σου
να πάει στις πτέρνες και στ΄ ακροδάχτυλά μου
να γίνω νερό κι αέρας ν΄ ανασαίνεις
πέτρα να δυναμώσεις
να σκέφτεσαι το πώς και το γιατί
πάντα
να ρωτάς το αύριο.
.
Ήρθες και γύρω σου το βρόχινο σκηνικό
παραμόρφωνε με το θαμπό υποβλητικό φωτισμό
του
το ήδη απατηλό άγγιγμα της χάρης σου.
Έκρυβες την ασχήμια απ΄ τα μάτια μου
πίσω απ΄ το παραπέτασμα της πιο άπλετης
ομορφιάς.
Και το νερό που μαλακά κυλούσε γύρω σου
ασημένιο φόντο,
παράσερνε και έλιωνε μία μία τις αναστολές μου.
Καθηλώθηκα απ΄ τη σαγήνη των αρπακτικών
που φώλιαζαν στις απάνεμες κορφές των ματιών
σου
μα οι λάμιες χόρευαν κάτω απ΄ τα πέπλα σου
και το κεφάλι της Μέδουσας φύτρωνε στην
καρδιά σου
και πέτρωνε κάθε εμβρυακή ομορφιά που
φιλοδοξούσε ν΄ ανθίσει.
Καταστροφικοί αγέρηδες και λυσσαλέοι Τυφώνες
χύμηξαν
στα αναιμικά αισθήματά σου και τίποτα
δεν έμεινε απ΄ τον κατακλυσμό.
Και γω ατσάλι και γρανίτης, στόφα σκληρή,
αλώβητη,
που ο πόνος και η άχραντη μοναξιά είχαν χρόνια
χαλκεύσει
μ΄ αντάρτικο αίμα μέσα μου να αντίκειται και
ν΄ αντέχει,
δείλιασα μπρος στο χαράτσι τω ματιών σου!
Ζω στις σπηλιές, δίπλα στη θάλασσα,
Όταν η θάλασσα με καλεί
να απολαύσω το κορμί μου
βγαίνω
και κολυμπώ σαν γοργόνα.
Μόλις με απολαύσει,
τα κύματα με βγάζουν στη στεριά της.
Τότε μπαίνω στις σπηλιές μου
Περιμένοντας το επόμενο κάλεσμα.
Η άπειρος καταγραφή της Άμμου
εν μέσω αντικατοπτρισμών
υπήρξε αυτοσκοπός των.
Μόρσιμος Λήθη γνώσεως της Ερήμου.
Πράσινο Θυελλώδες
Όνειρο των Καραβανιών
Στις εσωστρέφειες των Οδών
Διόδια Πάθους
Οριοθετεί
Η ένδεια της Οράσεως
Δεν έχεις ρυθμό
γι΄ αυτό δεν έχεις τέλος.
Δίπλα στη θάλασσα προχωράμε απλά
ο κόσμος μας είναι εικόνες
Δίπλα τους ανασαίνουμε απλά
και δεν ξεχνάμε πια τα βήματά μας.
Ό,τι αγαπάμε το φέρνουμε εκεί
ν΄ ακούσει το σκοτάδι.
Όλα με το ίδιο θέμα
μεγαλώνουν και πληθαίνουν
Πού θα φτάσει αυτός
ο ήχος;
Με το φως θα περπατάμε χέρι-χέρι
Και θα ΄σαι εκεί και θα κοιτάς
Θα λες: αυτός είναι ο κόσμος.
Το πηγάδι γέμισε τόσο νερό
που πλησίασε την πηγή του κι αστράφτει
Θα σε καθίσω δίπλα και θα σε κοιτάω
Ο κόσμος είναι ζωντανός.
Όταν μιλάς
γίνονται καλύτερες οι κινήσεις μου.
Γέμισα τ΄ αυτιά μου με θάλασσα
Ύστερα γύρισα και σε κοίταξα
Για να συγκρίνω τους ήχους.
Κοιμήσου, είναι σιωπή ο ύπνος
Μες στη σιωπή ο κόσμος
Κουβεντιάζει.
Σε γέμισα νερό
μα δεν το πρόσεξες
Τώρα κι ας μην το θέλεις
είσαι αλλιώς.
Ζήτησε λοιπόν και πάρε
Μην το σκέφτεσαι
Ο κόσμος είναι τρίτο πρόσωπο.
Γραμμές και εικόνες
Πας παντού όλο γραμμές
και εικόνες.
Δυνατό το σκοτάδι σε οσμίζεται
Σκύβει από πάνω σου και πίνει θάλασσα
Ακούω παντού τους ωραίους σου ήχους.
Όλα με το ίδιο θέμα
μεγαλώνουν και πληθαίνουν
Ως πού θα φτάσει αυτός ο ήχος;
Το πηγάδι γέμισε τόσο νερό
που πλησίασε την πηγή του κι αστράφτει
Θα σε καθίσω δίπλα μου και θα κοιτάω
Ο κόσμος είναι ζωντανός.
Θα μετρήσω τα χαμόγελά σου
και τα χαμόγελά μου
Να φτιάξω ένα πλατύ σκοτάδι.
Μου φτάνει να ΄χω
την ψυχή μου μέσα μου
Ο κόσμος δουλεύει μόνος του.
Είμαι έτοιμη λοιπόν.
Ο χρόνος είναι ακαθόριστος.
Εσύ, όμως, πρέπει πάντα να κινείσαι
σε χρόνο καθορισμένο.
Δεν μπορείς να ξεπεράσεις τα όρια.
Αν ναι, τότε περνάς σε άλλη διάσταση.
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δε θέλω να τη νοιώση.
Δεν θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι΄ αυτό να την πληγώση.
Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο
χωρίς καμιά σκιά στην όψη.
Καμμιά ηδονή δεν επεθύμησε
Να το φιλήση να το κόψη.
Έχω ένα ρόδο που ζυγίζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα
κ΄ είναι σα νάγινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.
Μια μαργαρίτα πούνε αμφίβολη
μ΄ όλο το ναι που λέει η καρδιά της.
Μόνον αφίνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.
Παίρνεις αλεύρι.
Προσθέτεις νερό.
Σιγά σιγά.
Σιγά σιγά.
Πρέπει να το ανοίξεις.
Κολλά ανάμεσα στα δάχτυλα: το αίσθημα της πάπιας.
Πρώτα να γίνει ελαστικό.
Με δέρμα τρυφερό και νοτισμένο.
Θα χαϊδέψεις την επιφάνεια με λευκή σκόνη.
Πασπαλίζω, Πασ-πα-
- Ακουμπώ.
Πρέπει να το ανοίξεις:
(να είναι ελαστικό και κάπως στρογγυλό).
Από το ένα χέρι στο άλλο (όγδοος μήνας της ζωής).
Από το ένα χέρι στο άλλο και
επιστροφή.
(Στους ώμους σου διακρίνω δυο ραγισματιές
Που κλείνουν σ΄ ένα τρίγωνο ντεκολτέ- Μπαμ! Τον κάνει ο κυνηγός τρέεχει
τρέχει ο λαγός)
Μα πρέπει να μπει από πάνω ο πλάστης (ο Πλάστης)
ή ένα μπουκάλι (une bouteille?)
ΒΑΘΙΕΣ ΡΑΓΙΣΜΑΤΙΕΣ ΜΑΣΣΑΛΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΄93
ΨΕΜΑΤΑ (ΑΣΕ…)
Ο λαγός, κλειδωμένος και νεκρός.
Οι απαγορευμένες λέξεις.
Οι από οθόνης περιορισμοί.
Έπρεπε, έπρεπε να το απλώσεις.
Να γίνει λεπτό.
Τι το φοβάσαι;
… θα ξεδιπλώσει, τότε το γεώδες άρωμά του.
(νότες, υπόκρουση, κλειδοκύμβαλο, βιολί…)
μια κάποια ύφεση-
Ακόμα κι όταν η συνέχεια γίνεται ασύλληπτη
Δώσε μια παράταση, ως εξής:
Γονατίζεις μπροστά στον καιρό
Και ακουμπάς (ακουμπάς;) το μέτωπο
Αγγίζεις το έδαφος με το μέτωπο
(έχεις φροντίσει να εξασφαλίσεις θεατές)
Φρικιά η νύχτα· μες στα ερέβη
σε προσκαλώ, Αδάμ, να με χορέψεις
(φάρμακο για την πλήξη μια καντρίλια).
Μ΄ αυτό το χέρι θέλω να με στέψεις
δέσποινα της σκιάς· έχω στα χείλια
το σχήμα της αβύσσου που σου πάει.
(Το φίδι μια ωραία προσωδία·
τυλίγεται σ΄ εκείνον που αγαπάει.)
Εμπρός λοιπόν. Απ΄ την ευδία
της σαρκός δρέψε
Φάε το μήλο, ακριβέ.
Τα σημαινόμενα του χάους
δεν θα μάθεις
αν δεν πάθεις.
Εδώ κατοικώ. Σ΄ αυτό το αλώνι
ανάμεσα σ΄ ένα σωρό
από νύχτες κι ερωτηματικά.
Ήρθαν πραγματικότητες στρεβλές,
αντάμωσα με τον σκληρόν
αέρα του τόπου.
Όπου φως και λαβωματιά.
Έτσι σε συνάντησα.
Να λάμπεις και να πληγώνεις
Και χάνομαι στο άβατο.
Δεν κάνω ερωτήσεις.
Είσαι δίπλα μου η σιωπή και η δίψα.
Κι εγώ σ΄ αγαπώ, έτσι
όπως αγαπούν τα νεογέννητα
προσέχω τον ύπνο σου μετρώ
το χρόνο με την ανάσα σου.
Να μην σε βρουν
οι δυσκολίες του κόσμου
ζαρκαδάκι του λογισμού μου.
Το πώς σ΄ έθρεψα
το ξέρει ο άνεμος
-μαζί του οδοιπορώ,
έρχεται κι αυτός απ΄ τα βάθη-
αλλά εσύ μου λες, πως είμαι μονάχα
ένα κλαδί ελιάς για προσάναμα
ένα μικρό κι ωραίο τίποτα
που το αγγίζεις και χάνεται.
Α, καθόλου δεν στέριωσα στα χέρια σου
έφυγα και μου λείπεις,
ακόμη κι αν είμαι
ένα χαμένο απόγευμα
που αναλώθηκε για να γραφτεί ένα ποίημα.
Αγάπη, πώς να σου το πω, είναι στιγμή που τόσο
μ΄ ανοίγεις την καρδιά μου,
που θα ΄θελα στα χέρια σου να γύρω, να ξαπλώσω,
στη λύπη, στη χαρά μου….
Απ΄ έξω μαίνεται ο βοριάς, αριές οι βροχοστάλες
στα τζάμια τα κλεισμένα,
μα της καρδιάς μου ολόφλογα, καθώς ντάλιες μεγάλες,
τα φύλλα τ΄ ανοιγμένα…
Κι ως τρέμει στον ακρόκλωνο πουλάκι τρομαγμένο
σε γύμνια φθινοπώρου,
όμοια τρεμίζει μου η καρδιά, μα βλέπει ερειπωμένο
το δρόμο τ΄ οδοιπόρου…
Αγάπη, πώς να σου το πω, είναι στιγμή που τόσο
μ΄ ανοίγεις την καρδιά μου
που άλλο δε μένει τίποτα δικό μου να σου δώσω,
παρά δυο δάκρυά μου.
Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
– Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.
Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»
Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…
Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
«Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.
– Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη. Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
– Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
– Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.
Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
– Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…
Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!
[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]
Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
«Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»
Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!
Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σ΄ αβράδυαστη μέρα σ΄ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σ΄ ουρανούς δίχως σύνορα.
Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.
Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απ΄ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση
Σ΄ όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.
Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απ΄ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τ΄ ανθρώπινα ποίμνια.
Δείξε σ΄ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απ΄ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.
Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τ΄ αμάξια
Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο
Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ‘ναι του Ανθρώπου.
Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί
Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απ΄ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.
Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στ΄ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.
Αυτός ο δρόμος με την απαράδεκτη σύγχυση
τα ραγισμένα τζάμια
τα οδοφράγματα
είναι λιγάκι και δική μου και δική σου ευθύνη.
Είναι ό,τι απόμεινε απ΄ τον πανικό
τη φούρια της άμυνας
το άγχος της απολογίας
από τα ξόρκια στους τοίχους
τους άχρηστους ηρωισμούς
και λίγους σκόρπιους στίχους
ανυπεράσπιστους.
Το ΄χω καημό ένα κοινό περπάτημα σ΄ αυτό το δρόμο.
Κρίμα που πάει χαμένο τέτοιο φθινόπωρο
και μη σε νοιάζει αν μας προλάβουν
έρποντας ξοπίσω μας
οι μαυροφόρες με το δάχτυλο προτεταμένο.
Βραδιάζει
και τα λόγια περιττά
εμείς -απτόητοι μέχρι το τέρμα·
τι να τους πεις και τι να καταλάβουν
που και το πένθος σήμερα φοριέται αλλιώτικα
δυο πόντους κάτω από το δέρμα.
Είναι σπουδαίο στη φυγή του χρόνου
να πίνεις απ΄ της νιότης το ποτήρι,
στη σκοτεινιά του μυστηρίου της νύχτας
να διαβάζεις τον έναστρο ουρανό.
Είναι σπουδαίο να κοιτάς μακρύτερα
απ΄ ό,τι μπορεί το μάτι σου να βλέπει
και να φωτίζεις την επίγεια ζωή σου
με τις προαισθήσεις της ψυχής.
Έχει σημασία ν΄ ακούς το αίμα σου
στο άγγιγμα του έρωτα πως παφλάζει
και με το ξέσπασμα του γέλιου σου
ν΄ αγγίζεις την καρδιά των αστεριών,
να γίνεται καμπαναριό η ύπαρξή σου
σαν δοξάρι να φθονεί τον ουρανό,
κι όμοια με τον άνεμο
που εισχωρεί στο διάστημα,
έχει στ΄ αλήθεια τεράστια σημασία,
να γίνεται η ψυχή σου ρίζα
μόλις στο χώμα πέσει η βροχή!
Χαρτοκιβώτια μεγάλα
μ΄ εφτά μποτίλιες γάλα
αποβραδίς έξω τ΄ αφήνουν
και πίνουν, και πίνουν
στης νύχτας τις κλειστές τις πόρτες
του ύπνου φύλακες κι ιππότες !
Σκορπίζουνε χιλιάδες βέλη,
κοιμήσου και να μη σε μέλει...
στα δάση μέσα τ΄ ουρανού
είναι ό,τι βάζεις με το νου.
Χαρτοκιβώτια μεγάλα
γεμίσανε τη σάλα
μ΄ έξι σπαθιά κι ένα βαπόρι,
μικρό μου αγόρι,
με ναύτες και με καπετάνιο
που πλατσουρίζει μες στο μπάνιο,
Μα η θάλασσα έχει γίνει μέλι
κοιμήσου και να μη σε μέλει...
στα δάση μέσα τ΄ ουρανού
είναι ό,τι βάζεις με το νου.
Επιλεκτικά καθυστερεί το φως
στα πάνω φύλλα του απογεύματος
στον τυφλό τοίχο που διάφανος τώρα
τυλίγει τον ανεμοδείκτη
σε χρυσή περιστροφή
Σκοτάδι στα χαμηλά κλαδιά
Το οικείο φαντάζει ξένο
Εσένα θέλω, φως του δειλινού
να μ΄ επισκέπτεσαι
που είσαι όραση και αφή
Σ΄ εσένα μιλώ, ρόδινο δέρας
πριν γίνεις τρόμος τυφλός.
Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ΄ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βροχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ΄χει σταθεί
μπροστά σ΄ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
-χοντρή σταγόνα μοιάζει-
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ΄ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα-
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ΄ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κάτω από το φως της σεληνιακής νύχτας ένας σκυφτός και σιωπηλός άντρας ρίχνει τα χαρτιά. Το πρόσωπό του έχει την επίμονη έκφραση του παίκτη, όμως, χαμένος μες στους υπολογισμούς, συλλογίζεται με τη μεγαλύτερη διακριτικότητα την ημέρα.
Είναι η ωριμότητα ή η σύμπτωση που με σπρώχνει κοντά του, όση ώρα διαρκεί ο περίπατος στα βάθη της πόλης που του ανήκει.
Σκόρπιες λέξεις, παραβιάσεις, τραντάγματα καρδιάς, και γενικότερη αταξία, κι Εκείνη, που άξεστη και θλιβερή χτυπώντας με στο πρόσωπο, δαγκώνει τα χείλη μου αναζητώντας τι;
«Μητέρα», ψελλίζω κατάκοπη, «δεν φταίω εγώ αν χάθηκα σε κόκκινη ομίχλη. Δες!»
Αυθυπαρξία μοναδική.
Κάποτε γράφουν γράμματα γιατί γνωρίζουν
ότι αυτές θα είναι οι τελευταίες που αγαπήσαν
τον ήχο μιας σελίδας καθώς ξεδιπλώνεται
τον ήπιο τρόπο των χεριών που την αγγίζουν
το ίδιο φως απ' το παράθυρο
τη σύμβαση των τυπικών εκφράσεων
την έλλειψη μιας μονολεκτικής απάντησης
την πιθανότητα να ξαναδιαβαστούν σ' άγνωστο χρόνο
την προοπτική τους να γεράσουν με τον παραλήπτη
τη διαιώνιση της διαδρομής από τη μνήμη στην επιθυμία
τη μοναξιά περίπλοκων υπογραφών
τον κίνδυνο όσων αποσιωπήθηκαν
την τρέλα που ενεδρεύει πίσω απ' το μελάνι.
Ένα φλιτζάνι γάλα
κουμπωμένο το παλτό
κι ένα φιλί.
Τα συνοδεύουν ως την πόρτα του ταχυδρομείου.
Άφησέ με νά ΄ρθω μαζί σου,
εκλιπαρεί ο ποιητής
Κι εκείνη φεύγει χωρίς αυτόν
Και γι΄ αυτό φεύγει
Για να φύγει χωρίς αυτόν.
Θα πάω λέει μακριά.
Σε μια άσπρη χώρα.
Σε μια άμμο χώρα.
Σε ένα άσπρο σπίτι.
Με μια ζεστή φωτιά να καίει την νύχτα.
Σπινθηρίσματα για ακοές και το φύσημα
του ανέμου του λίβα το ξέσπασμα. Θα πάω
Σε μια απέραντη έκταση νύχτας
Από χιόνι ή άμμο. Μόνη
Στο άσπρο της χώρας
Που θα την ονομάσω Αλάσκα
αλλά θα την πω και Μαρόκο. Εκεί
ανάμεσα ουρανού και άσπρου
θα ατενίζω μόνο το λευκό.
Κι όταν δω μια μαύρη κηλίδα
Μακριά.
Εκεί που το παιχνίδι της χώρας του ματιού ορίζεται
και ξεχωρίζει το άσπρο χώρας γης
απ΄ το γαλαζωπό της χώρας ουρανού
κι ύστερα πάλι από το βαθύ το μπλε της νύχτας.
Όταν θα δω εκεί μακριά μαύρη κηλίδα στον ορίζοντα
παράφωνη ν΄ ακούγεται σαν γρέζι του λαιμού που ηχεί
στο μέλι της φωνής. Να πω
Άνδρας πως έρχεται μπορεί αυτός.
Να προετοιμαστώ να τον δεχτώ.
Στο χνότο του μη ξαφνιαστώ.
Ακόμη κι αν κρατάει μαχαίρι
λουλούδι θα μοιάζει πορφυρό
στην λευκή όψη του κόσμου.
Άφησέ με νά ΄ρθω μαζί σου, μου είπες.
Κι από πάνω το φεγγάρι επέμενε
πανσέληνα αδιάφορο
ότι όποιος θέλει νά ΄ρθει μαζί σου
Να διανύσει οφείλει το λευκό
μαύρη κηλίδα στον ορίζοντα πρώτα αφού γίνει
Ότι αυτός
σημάδι μόνο είναι της ζωής
που αντιπαρέρχεται τον θάνατο.
Στην χώρα που ονόμασα Αλάσκα
αλλά την είπα και Μαρόκο
στιλπνός αέρας κοκκινίζει το δέρμα μου
Αγριεύει η ψυχή μου
Ζώο που τήκεται στον ήλιο σέλας της νυκτός.
Δέντρο, ποτάμι, σταθμοί, νερά, γέφυρες,
δρόμος, χρώματα, αναχωρήσεις, πέτρες,
όχθες, κτήρια, μυρωδιές, έδαφος,
ουρανός, άνεμος.
Δύο ποιήματα. Αρχίζουν και τελειώνουν.
Δεν περιμένουν τίποτα.
Μια ιστορία.
Μια φωτογραφία.
Και ενδιάμεσα λέξεις.
Θα φτιάξω την εικόνα σου μ΄ άγνωστο φως ακόμα
φθινόπωρ΄ ολοκίτρινο –λιποθυμιά στη φύση
μια ζουγραφιά σου ανάγλυφη με τελευταίο χρώμα
και… τάχα με μια δύση.
Και … νάρχονται τα σύννεφα μουγκά, παραμυθένια
με σχήματα ανεξήγητα καθώς απ΄ άλλου κόσμου
καθώς κι εμέ τα μάτια μου θα λιώνουνε κερένια
από μια θλίψη εντός μου…
Φθινόπωρο νοσταλγικό, με καταχνιές και ρίγη
θα στρώσω τα τοπία σου. Στο σπαραγμό του απείρου
μια πινελιά παράφρονη τον δρόμο πώχει φύγει,
το Φως κάποιου μου ονείρου.
Και κάπου σε μιαν άκρη σου μ΄ αιώνια σημασία,
απάνω από την Άβυσσο της Λήθης κρεμασμένο
Χαλκίδα με νεκρές μπογιές, πληγή και φαντασία
το κάδρο σου βαμμένο.
Και τάχα εγώ υπνοβάτισσα, νύχτες χωρίς αστέρια
στα στοιχειωμένα πάρκα σου Σκιά θα τριγυρίζω
τους σπόρους των ονείρων μου με πεθαμένα χέρια
ά-νανθους να θερίζω.