29.8.11

Επεισόδια στο αγροτεμάχιο 2



Αξύριστοι και πεινασμένοι
ή όπως ο Πλάτων αναφέρει
κλητοί και άκλητοι, παράσιτοι, σκιαί
παίρνουν το θλιβερό σαρκίο απ' τα δείπνα
και μπαίνουν με τα κλοπιμαία τους στο χωραφάκι.

Τότε είναι που τρελαίνονται τ' αηδόνια
και σταματάνε το τραγούδι τους
για να τσιμπήσουν από της χλεύης το πανί

ενώ στην Πιερία νοτισμένες οι κλεψύδρες
τα άγρια στοιχήματα αναλαμβάνουν περί χρέους.

13.8.11

Ούτε και δω



Ούτε και δω στην ξενητιά που μ’ έχει ρίξει,
καθώς με συγκυλά, της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα την ταφική τού ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τάχη η μαύρη δίψα φρίξει
κι’ αν η φωνή μου απ’ την κραυγή του πόνου σβήνη,
μα πάντα θάμαι του όνειρου ταστείο θύμα.
Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκα άθελά μου.
Κοίτομαι εμπρός σου κι’ ονειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σαν απ’ αυτά που θέλει ο μύθος
και δεν κυττάζω πως θεός στη ζωή μπαίνεις
Εσύ, και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου...

11.8.11

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει



Εγώ εδώ και εσύ αλλού το ξημερώνουμε
πέντε μερόνυχτα η καρδιά μου περιμένει
δε βρήκες λόγια να μου πεις ότι τελειώνουμε
κι έχω χαθεί εκεί που τ' όνειρο πεθαίνει.

Εγώ εδώ και εσύ αλλού το ξημερώνουμε
μα στη καρδιά μου τη μορφή σου θα κρατάω
σώμα με σώμα με το πόνο θ' ανταμώνουμε
και εγώ ο τρελός που τόσο ακόμα σ' αγαπάω

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει
κι η καρδιά μου δραπετεύει
σαν σκιά μεσ' τη σκιά σου αλητεύει
μέσα στου μυαλού τη ζάλη
δε συγκρίνεσαι με άλλη
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι

δε ξέρω πια αν ειν' αλήθεια η παραίσθηση
όμως αυτή ή ερημιά μ' έχει διαλύσει
δε το πιστεύω ειλικρινά δεν έχω αίσθηση
πώς τόσο απλά χωρίς μιλιά βρήκες τη λύση

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει
κι η καρδιά μου δραπετεύει
σαν σκιά μεσ' τη σκιά σου αλητεύει
μέσα στου μυαλού τη ζάλη
δε συγκρίνεσαι με άλλη
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει
κι η καρδιά μου δραπετεύει
σαν σκιά μεσ' τη σκιά σου αλητεύει
μέσα στου μυαλού τη ζάλη
δε συγκρίνεσαι με άλλη
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι.

5.8.11

Σαν νερό στην επιφάνεια του κόσμου

Σαν απομίμηση της περασμένης νεότητας
Σαν τασάκι για τη στάχτη του χαμένου παρόντος
Εγώ.
Μπ.

Βίνσεντ βαν Γκογκ. Νυκτερινό καφέ στην Πλατεία Λαμαρτίνου στην Αρλ. 1888.


Κάθεται μόνος, στην άκρη του μπαρ.
Εκεί που κάθεται κανέναν δεν προσμένει
Το μαρτυράει του σώματος η στάση
η εγκατάλειψη μέσα στο ποτό
η ξεχασμένη καύτρα που καίει σαν σκέψη
και πεθαμένη προσγειώνεται το επόμενο λεπτό.
Oμως κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα
με ελπίδα, γιατί, γυρνάει τάχα το κεφάλι;
Αν όχι από συνήθεια, τι να προσμένει ο γέρος τούτος πάλι;
Γυναίκες στολισμένες κι ολόδροσα κορίτσια αδιάφορα χαζεύει
ενδόμυχα φοβάται αλλά στο βάθος πάντα ελπίζει
πως το δικό του φάντασμα ένα βράδυ
20 χρόνια νεότερο την πόρτα αυτή θα διασχίσει
μπροστά του θα σταθεί για τελευταία φορά
και θα τον χαιρετίσει.


Τραγουδάνε.
Τραγουδάνε λες και είναι η τελευταία φορά
λες κι είναι η τελευταία νύχτα
«Μ' έκαψες που να καείς
σαν το κεράκι της αυγής».
Ο νεότερος θα 'ναι 70 χρονών οι άλλοι ανεβαίνουν ακόμα.
Τραγουδάνε στην κορυφή της χώρας
λες κι είναι η κορυφή του κόσμου
ενώ ο κόσμος αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη του νησιού
Τραγουδάνε τη ζωή τους σε μια νύχτα
τη μέρα τους στη θάλασσα, στην κουζίνα, στ' αμπέλι,
το μόχθο τους που νύχτωσε κι έγινε μια φωνή βραχνή
από τα σπλάχνα της γης βγαλμένη.
Ρίχνουν κατόπι βήματα ανακατεμένα στο χορό
σαν να 'ναι τράπουλα της μοίρας.
Με μαντινάδες ζαλίζουνε το χάρο,
με το συρτό τον ξεγελούν.
Με γέλια, και λίγα δόντια που έμειναν γερά,
Ζωή δαγκώνουν και με κρασί την καταπίνουν.