5.8.11

Σαν νερό στην επιφάνεια του κόσμου

Σαν απομίμηση της περασμένης νεότητας
Σαν τασάκι για τη στάχτη του χαμένου παρόντος
Εγώ.
Μπ.

Βίνσεντ βαν Γκογκ. Νυκτερινό καφέ στην Πλατεία Λαμαρτίνου στην Αρλ. 1888.


Κάθεται μόνος, στην άκρη του μπαρ.
Εκεί που κάθεται κανέναν δεν προσμένει
Το μαρτυράει του σώματος η στάση
η εγκατάλειψη μέσα στο ποτό
η ξεχασμένη καύτρα που καίει σαν σκέψη
και πεθαμένη προσγειώνεται το επόμενο λεπτό.
Oμως κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα
με ελπίδα, γιατί, γυρνάει τάχα το κεφάλι;
Αν όχι από συνήθεια, τι να προσμένει ο γέρος τούτος πάλι;
Γυναίκες στολισμένες κι ολόδροσα κορίτσια αδιάφορα χαζεύει
ενδόμυχα φοβάται αλλά στο βάθος πάντα ελπίζει
πως το δικό του φάντασμα ένα βράδυ
20 χρόνια νεότερο την πόρτα αυτή θα διασχίσει
μπροστά του θα σταθεί για τελευταία φορά
και θα τον χαιρετίσει.


Τραγουδάνε.
Τραγουδάνε λες και είναι η τελευταία φορά
λες κι είναι η τελευταία νύχτα
«Μ' έκαψες που να καείς
σαν το κεράκι της αυγής».
Ο νεότερος θα 'ναι 70 χρονών οι άλλοι ανεβαίνουν ακόμα.
Τραγουδάνε στην κορυφή της χώρας
λες κι είναι η κορυφή του κόσμου
ενώ ο κόσμος αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη του νησιού
Τραγουδάνε τη ζωή τους σε μια νύχτα
τη μέρα τους στη θάλασσα, στην κουζίνα, στ' αμπέλι,
το μόχθο τους που νύχτωσε κι έγινε μια φωνή βραχνή
από τα σπλάχνα της γης βγαλμένη.
Ρίχνουν κατόπι βήματα ανακατεμένα στο χορό
σαν να 'ναι τράπουλα της μοίρας.
Με μαντινάδες ζαλίζουνε το χάρο,
με το συρτό τον ξεγελούν.
Με γέλια, και λίγα δόντια που έμειναν γερά,
Ζωή δαγκώνουν και με κρασί την καταπίνουν.