μήτε κλάμα βουβό να την μουσκεύει.
Αρχέγονες μονάχα αιτιάσεις
που δεν βαρέθηκαν τον άνθρωπο
ορμητήριό τους να ΄χουν.
Κι εγώ να σου ψιθυρίζω σαν βραδινό
αεράκι του καλοκαιριού
ό,τι φοβάμαι να σου πω.
Κι εσύ μόνο να με προσέχεις.
Με υφάσματα δαμασκηνά της Προύσας χρυσοκέντητα
έγραψε μες στις λέξεις της το σώμα
σαν παραμύθι στις κινήσεις του ενέδωσε
και νίκη έδωσε στα βήματα κατακτητή.
Να μ' αγαπάτε, είπε,
με τα λόγια που φορώ για ν' αντέχω στο κρύο.
Να μ' αγαπάτε, ίσως, γιατί με λέξεις ανυπόδητες
Θ' ανέβω τη ζωή μου ως την κορφή.
Στο στήθος τ' απαλό κρατάει το χέρι
και στο βουνάκι η κόρη ανηφορίζει.
Λευκό το φόρεμα της σει τ' αγέρι
και το γιαλό που αγνάντια κυματίζει.
Κερήθρα είν' η καρδιά της· κι έχει φέρει
των πόθων το μελίσσι που βουίζει...
Εκάθισε· τη θάλασσ' αντικρίζει,
κι ερωτικά στενάζει ως περιστέρι.
Λαχταριστά μέσ' απ' τον κόρφο βγάζει
ένα χαρτί. Τα δυο του φύλλα ανοίγει,
κοιτάει τριγύρω, κι ύστερα διαβάζει.
Κι ενώ η χαρά του αισθήματος την πνίγει,
τρέμει η καρδιά της, τρέμει τ' ανοιγμένο χαρτί,
σαν περιστέρι σκλαβωμένο.
Δεν θέλω να με κλείσεις
στη μνήμη του κινητού σου.
Μοιάζει με τεφροδόχο.
Καλύτερα σ΄ ένα πρόχειρο χαρτάκι
λευκό, σκισμένο, έτοιμο να χαθεί
-μοιάζει με τάφο λευκό
που ίσως κάποιος τον επισκεφθεί.
Το ίδιο απόγευμα στο σπίτι. Το τηλέφωνο χτυπάει δύο φορές. Η κυρία τρέχει του σκοτωμού να το προλάβει και τρώει.. πόρτα. Αρχίζει να ρίχνει καντήλια στην τηλεφωνική εταιρεία που της δημιουργεί συνεχώς και περισσότερα προβλήματα.
- Γαμώ την καντεμιά μου γαμώ, φωνάζει.
Το τηλέφωνο σε λίγα λεπτά ξανακτυπάει.
-Ναιαιαι, ακούγεται από την άλλη γραμμή.
-Τι κάνεις αγόρι μου;
Ακολουθεί διάλογος επί παντός και ξαφνικά εκείνος με μια απίστευτη ψυχραιμία της αποκαλύπτει ότι την ώρα που εκείνη τραβιόταν στο σούπερ μάρκετ με την άσχημη και το τζόβενο ούτε λίγο ούτε πολύ την.. κεράτωνε.
- Με απάτησες δηλαδή;
- Ναι, αλλά ήταν σκατά..
- Γιατί τα έκαψες;
- Έτοιμα τα πήρα.
- Και πώς ήταν;
- Καυτερά και πήρε φωτιά ο κώλος μου.
-Καλά δεν σου έχω πει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φας καλύτερα μαγειρεμένα λουκάνικα από τα δικά μου.
-Το ξέρω…
Το βράδυ αργά. Η γυναίκα ετοιμάζεται για ύπνο. Ανοίγει την ντουλάπα της και βγάζει έξω τα εσώρουχά της.
-Μπα … ακατάλληλα μου φαίνονται όλα...
Κάθεται στον υπολογιστή και παραγγέλνει ό,τι πιο προκλητικό και σκοτεινό βρίσκει. Κλικάροντας για την αγορά βγάζει έναν αναστεναγμό.
-Τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις, αγόρι μου. Για να καταλάβεις το βάρος της πράξης σου. Την επόμενη φορά θα καθυστερήσεις να φας λουκάνικα. Πρώτα θα εξερευνήσεις το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου και μετά αν σου έχει μείνει αντοχή .. βλέπουμε για τα λουκάνικα.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι και αρχίζει να το σχεδιάζει. Της είχε πει κάποτε ότι λαχταρούσε πάντα μια «απευθείας» υποδοχή. Ευκαιρία λοιπόν να του ικανοποιήσει τ΄ όνειρο. Με τη μυρωδιά, όμως, από τα αγαπημένα του λουκάνικα να παίζει κλεφτοπόλεμο. Για να μάθει άλλη φορά να την απατάει.
Δεν κατάφερα –και ούτε πρόκειται-
να γίνω το άλλο σου μισό
παρ΄ ότι μερικές φορές αυθαίρετα
όνειρα με προοπτική επέκτασης έχτιζα.
Παρ΄ ότι τον εαυτό μου συνέλαβα να στρώνει
Το τεράστιο του κρεβατιού σου κάλυμμα
με πάθος και με φόβο
μη τιναχτούν στον αέρα και σκορπίσουν
τα λυτρωτικά αστέρια της ευχαρίστησης.
Τώρα που το σκέφτομαι λέω
καλύτερα που τ΄ όνειρο δεν επεκτάθηκε
κι ευτυχώς που να σε αναλώσω
δεν πρόλαβα.
Έτσι θυμάμαι πάντα με χαμόγελο
τα σκόρπια ρούχα και τις μπότες
καταμεσής στο πάτωμα.
Το χαμόγελο αυτό κρατάει
την καρδιά ζεστή
κι εμποδίζει το στόμα να στραβώνει.
Λοιπόν, υάκινθος λυγίζω από το βάρος
της προσμονής σου
καθώς ο ήλιος γέρνει το απόβραδο
και μια αχτίδα λάμψης
περιέρχεται κατευθείαν στην κατοχή μου
Με τις νησίδες της αύριον βυθισμένες
Αλλάζουν τοπία οι ψυχώσεις
και γίνονται κάκτοι ανήμεροι
φυλλώματα κι εσπεριδοειδή που
οδεύουν στη μνήμη.
Ω Αθήνα, λησμονημένη και άχραντη
Ο καθηγητής μου μιλάει μια γλώσσα
σαν τη δική μου. Από το βάδισμά του
φαίνεται. Πώς προσέχει σε κάθε του βήμα
Διαπερνά ο άνεμος τα φύλλα της λεμονιάς
Την ευωδιά της τελειότητας σκορπάει
αφού προηγουμένως ο Eliot με θορυβεί
με τ΄ αγγλικά του, με τις βιγόνιες θρυμματισμένες
και η Virginia Woolf ξαγρυπνώντας
μηνύματα στέλνει και θάλλει
σε παρουσίες μυστικές
Ω των θαυμάτων ο τοποτηρητής!
Προλέγοντας Ιερουσαλήμ απόρθητη πόλη
καθώς συρράπτω κομμάτια ιστορίας
κι οι Καρχηδόνες πέφτουν από στρατιές
πολεμιστών, φροντίζοντας
του τελευταίου Οδυσσέα τις πληγές
άγος θυμίζουν οι κατακτήσεις
Ω Αθήνα των ιερών οραμάτων!
Σε τιμή ευκαιρίας οι ωδίνες της πεμπτουσίας σου
Φως ανέσπερο ο πρόσκαιρα άπελπις νόστος
Με ταυτότητα πλέον εισχωρείς σε σύνορα
που δεν υπάρχουν
Μια στιγμή πριν τα δημόσια έργα τελειώσουν
και στην κυκλοφορία δοθεί
η υπερσύγχρονη των όπλων τεχνολογία
Ημέρες κι άλλες ημέρες
και πάλι σε θυρίδες θησαυροφυλακίων
και σε κορμιά ανένταχτα
αετών αγέρηδων
Μες στην απέραντη νύχτα των πλαστικών ειδώλων
στον αγώνα τον μάταιο
της λέξης που αποχωρισμένη
από σάρκα και οστά θρηνεί
μεταγγίζουμε το αίμα μας
σε αόρατος συντρόφους
Πιο κει άλλοι γάμοι, άλλες γιορτές
Όταν εις βάρος μας χαρές και γέλια
και η ζωή η ίδια στα πλην καταμετράται
εμείς, πιο συγγενείς με τ΄ όνειρο
Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
Ώσπου ν΄ αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.
Τετράγωνο περίπου σαν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής.
Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι
τα κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.
Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.
Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.
Και μεις τι τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.