Ταβίκ Φράντισερ Σιμόν. Κορίτσι στη θάλασσα. 1903.
Δεν είμαι πράσινη, γαλάζια, κυανή;
περίκλειστη, μικρή, νεροταξίδευτη καλόπνευστη με αύρες;
όχι;
Ωραία ναυάγια, θησαυροί;
Δεν είμαι, εκεί μέσα,
το Αγκριτζέντο εκεί μέσα και η Κατάνη και
η κοιλάδα των ναών και
το στεφάνι με τα ρόδα και τα κρίνα; - όχι;
Δεν είμαι το άστρο-πόλεμος κι όταν νυχτώνει αγάπη
κι ύστερα πάλι αυγερινός η Αστάρτη η Αστραδενή,
η Αφροδίτη-Αφρούλα; Πώς;
Πώς δεν;
Δεν είμαι επτά νότες, επτά παύσεις, επτά αξίες που και στην
Κίνα ακόμα
αν θα πας, άλλες δεν έχει; - όχι;
Έχει;
Δεν είμαι η αίγια η κότσιηνη, ωριά θωριά κατάφυτη, η μαύρη
γη κατάφυτη,
φούλια τριφύλλια κλωστικά και χέννα η λάγια - βάψτε με! η
θεριακή,
η αντίδοτη, βάψτε με και στολίστε με! κι όλα τα αντίθεα ποτά
χαλάλι της
να πείτε θολώνει που επιθύμησε στης δαγκωνιάς το κέντρο,
πράσινα όλα
πράσινα, ζεστό φιλί επιθύμησε και σκουροζώνιν ρίφιν
- όχι χαλάλι;
Όχι μου;
Δεν είμαι ο ρηχός βυθός, ο παφλασμός, eros, himeros, pothos,
η γλώσσα
φλοίσβος γλώσσα του νερού, υγρή φωνή, η προγονή του ωκεανού
με το
παλάτι μάρμαρο, με το παλάτι ολόλευκο και τα άλογα ζεμένα
στον θυμό
του κοσμοσείστη, εδώ σταθείτε, κατεβείτε οι ουρανοί,
καθρεφτιστείτε,
στεριές οι δασωμένες, οι στεγνές, οροσειρές, οι λαξευτοί,
διώροφοι από
τα Μύρα της Λυκίας οι τάφοι, περίτεχνοι φιλάρεσκοι οι τάφοι,
μικρή Ασία,
εγγύς Ανατολλή, το χέρι μου να ξεχαστεί ποτές μου αν σε
ξεχάσω...;
Να ξεχαστεί;
Το χέρι;
Δεν είμαι σπίτι και κατάρτι και κουπιά -χρυσό αρματωμένο
κάτεργο-
όχι;
Δεν είμαι κάτεργο;
ωωω!