27.11.12

Θέρος


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Κλαδεμένες ιτιές στο ηλιοβασίλεμα.1888.

Το φως κυλά
στην κατολίσθηση της πέτρας
και η κρυψώνα του φιδιού
λαθραία περνάει και βυθίζεται
κάτω απ' την καμπάνα του ήλιου
μια ακτίνα σιωπής:
ποτέ δεν άκουσα ουρλιαχτά
τις χασμωδίες της αντανάκλασης
-τ' αυτιά μου είχαν ματώσει
από το σάλεμα του τζίτζικα-
κι όπως του δέντρου ο μαρασμός
προσκύνησα το καλοκαίρι.

Είδα τα ρούχα μου καμμένα σαν χαρτί
τραύμα το στόμα μου χάρτης του κόσμου
πλήγματα έβαλα και δαγκωνιές
σε όσον ίσκιο μού περίσσευε
να γίνει τρόμος
μην μου τον κλέψουν
όσοι παλεύανε το ρίγος τους
μέσα σε καύματα
και σκύλου δόντια.

O πυρετός κι αν μας νικά
τα χέρια δυναμώνει
με μιαν ανάκρουση
παλμών κι ερώτων:
εκεί που ούτε χορτάρι
δεν βλασταίνει
σμίγει κι αφήνεται
κάμπος ονείρων
και δράκος τρυφερός.

Δίψα δεν έσβησε κανείς
όσο το ποίημα που γιατρεύτηκε
απ' την κακή του σκέψη.