Χώρεσες στην πλάτη της θάλασσας
τον τοίχο απ’ το στενό σου δωμάτιο
Είπες,
καμιά φορά μοιάζεις με θάλασσα
που τρέχει ν’ αγγίξει την άνοιξη,
όμως, κάποτε
αγκιστρώθηκες στο πρώτο κεραμίδι
και φώλιασες εκεί
σαν μικρό χελιδόνι
να περάσεις τη νύχτα
Θα μου λείψεις, μου είπες
Θα μου λείψεις
σαν ήλιος
με ορθάνοιχτη πόρτα,
κι όταν η θάλασσα
γίνει φθινόπωρο
θα φωλιάζεις
αθόρυβο χνώτο
στην πρώτη βροχή
που θα γλυκοφιλά
το τζάμι που κοιτάς.