Το πεντηκοστό μου έτος
υποδέχεται το πουπουλένιο πάπλωμά μου,
στην ζεστή του αγκάλη με τυλίγει
δίχως κριτική, σχεδόν σαν μητρικό φιλί
το βράδυ σε φοβισμένο παιδί∙ ανάλαφρα βαρύ
κι ανεξίκακα αδιάφορο σαν άνδρας χορτασμένος
μετά τον έρωτα. Στα δεκαέξι ή και
στα σαράντα μου θα ούρλιαζα με τόσο λίγο.
Τώρα ευγνωμονώ αυτό το λίγο που είναι πολύ
και στη ζεστή του άπλα παραδίνομαι
δίχως κριτική αποδοχή, σχεδόν κύμα, περίπου θάλασσα.