Οι δρόμοι αυτοί έχουν πάντα κάτι να μου πουν.
Ένας ψίθυρος με σκεπάζει κάθε φορά που τους διαβαίνω.
Κοιτάζω δεξιά, αριστερά, κάτω, πάνω. Τίποτα και όλα.
Ύστερα χαμογελώ και ο ψίθυρος ανταποκρίνεται
με ένα λαθραίο παρατεταμένο αλλά συγκαταβατικό γελάκι,
που με ακολουθεί σαν να βγαίνει από πάνω μου.
Τότε βγάζω τα κλειδιά από τις τσέπες και περνάω
τον κρίκο στο μικρό δάκτυλο του αριστερού χεριού.
Είναι ο μόνος τρόπος να τους δείξω ότι είμαι εδώ και θα είμαι εδώ.
Ποτέ δεν έπεσαν από το χέρι μου με τον τρόπο αυτό
ποτέ δεν πλήγωσαν το κουβεντολόι τους.
Είναι γερά δεμένα εκεί.
Απόψε πήρε βοριαδάκι και δεν άφησε στο δρόμο
ούτε μια σταγόνα ούτε ένα σκουπιδάκι.
Έτσι ξεχρέωσε ο καιρός τις βροχερές μέρες που προηγήθηκαν.
Τα λιθόστρωτα γυάλιζαν, προκαλώντας το αποκαμωμένο φεγγάρι,
οι ψίθυροι πιο καθαροί, διέκρινα να συνωμοτούν για Εσένα,
ανοίγοντας έναν νέο κύκλο επιβεβαίωσης.
Η μικρή τσιγγάνα ζητιάνευε με τεντωμένο το βρώμικο χεράκι της.
Τη ρώτησα αν ακούει κάτι, ένα όνομα, μια συζήτηση μακρινή.
Στριφογυρίζοντας τα γυμνά της ποδαράκια, αφουγκράστηκε
βάζοντας μια κοκκαλωμένη τούφα, πίσω από το αυτί της
που ήταν όμηρο σε ένα μεγάλο χρυσό σκουλαρίκι.
Ξέρεις, από ΄κείνα που γεννιούνται μαζί τους.
Ύστερα με κοίταξε με τα μαύρα γυναικεία μάτια της,
παράταιρα στην παιδικότητα, και μου είπε το όνομά Σου.
Μόνο που δεν το άκουγε. Το έβλεπε, λέει, γραμμένο στα δικά μου μάτια.
Πήρε το χάρτινο ταλιράκι, το έχωσε σε μια τσέπη χαμηλά
στη φούστα της που έμοιαζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο και
χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στην κατηφόρα, μόνη αλλά ευτυχισμένη.
Ένας ψίθυρος με σκεπάζει κάθε φορά που τους διαβαίνω.
Κοιτάζω δεξιά, αριστερά, κάτω, πάνω. Τίποτα και όλα.
Ύστερα χαμογελώ και ο ψίθυρος ανταποκρίνεται
με ένα λαθραίο παρατεταμένο αλλά συγκαταβατικό γελάκι,
που με ακολουθεί σαν να βγαίνει από πάνω μου.
Τότε βγάζω τα κλειδιά από τις τσέπες και περνάω
τον κρίκο στο μικρό δάκτυλο του αριστερού χεριού.
Είναι ο μόνος τρόπος να τους δείξω ότι είμαι εδώ και θα είμαι εδώ.
Ποτέ δεν έπεσαν από το χέρι μου με τον τρόπο αυτό
ποτέ δεν πλήγωσαν το κουβεντολόι τους.
Είναι γερά δεμένα εκεί.
Απόψε πήρε βοριαδάκι και δεν άφησε στο δρόμο
ούτε μια σταγόνα ούτε ένα σκουπιδάκι.
Έτσι ξεχρέωσε ο καιρός τις βροχερές μέρες που προηγήθηκαν.
Τα λιθόστρωτα γυάλιζαν, προκαλώντας το αποκαμωμένο φεγγάρι,
οι ψίθυροι πιο καθαροί, διέκρινα να συνωμοτούν για Εσένα,
ανοίγοντας έναν νέο κύκλο επιβεβαίωσης.
Η μικρή τσιγγάνα ζητιάνευε με τεντωμένο το βρώμικο χεράκι της.
Τη ρώτησα αν ακούει κάτι, ένα όνομα, μια συζήτηση μακρινή.
Στριφογυρίζοντας τα γυμνά της ποδαράκια, αφουγκράστηκε
βάζοντας μια κοκκαλωμένη τούφα, πίσω από το αυτί της
που ήταν όμηρο σε ένα μεγάλο χρυσό σκουλαρίκι.
Ξέρεις, από ΄κείνα που γεννιούνται μαζί τους.
Ύστερα με κοίταξε με τα μαύρα γυναικεία μάτια της,
παράταιρα στην παιδικότητα, και μου είπε το όνομά Σου.
Μόνο που δεν το άκουγε. Το έβλεπε, λέει, γραμμένο στα δικά μου μάτια.
Πήρε το χάρτινο ταλιράκι, το έχωσε σε μια τσέπη χαμηλά
στη φούστα της που έμοιαζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο και
χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στην κατηφόρα, μόνη αλλά ευτυχισμένη.