14.12.09

Μια αγάπη στο πεζοδρόμιο



«Στους ανθρώπους που αγαπάς πρέπει να δείχνεις την αγάπη σου». Με αυτή τη νουθεσία σφηνωμένη στο μυαλό η Άλκηστη, σηκώθηκε, ντύθηκε μηχανικά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη –δεν το συνήθιζε άλλωστε- κατέβηκε τις σκάλες, φόρεσε τις μπότες της, κοίταξε την τσάντα της αν είχε τα κλειδιά τράβηξε την πόρτα μαλακά και την εξώπορτα το ίδιο και βγήκε έξω. Από τα παράθυρα φαινόταν φως, πάντα το άφηνε αναμμένο στην αρχή για να νομίζει ότι κάποιος την περιμένει κι έπειτα για να αφήνει το σπίτι να ζει.

Ακολούθησε τη διαδρομή προς το κεντρικό δρόμο, με σκυμμένο κεφάλι προσδοκώντας ίσως να βρει κάτι ενδιαφέρον στο πεζοδρόμιο ή στην άσφαλτο. Από μικρή την είχε αυτή τη συνήθεια. Την πρώτη μάλιστα φορά που βρήκε ένα γράμμα γεμάτο ανορθόγραφες λέξεις αγάπης, αισθάνθηκε ότι διάβηκε ένα μυστικό πέρασμα σε μια άλλη ζωή. Ένας άντρας έγραφε τόσο όμορφες λέξεις σε μια γυναίκα που όμοιές τους δεν έχει διαβάσει μέχρι σήμερα. Εκείνο το γράμμα περιείχε και τη νουθεσία για την αγάπη, δεν περιείχε όμως καμιά υπόσχεση. Ήταν όλα τόσο φυσικά δεδομένα, όπως μόνο μια ανάγκη για τον άλλον μπορεί να εξασφαλίσει. Αγράμματοι άνθρωποι, απλά πράγματα, σκέφτηκε τότε.

Στο δρόμο, τη μια στιγμή σκεφτόταν ότι πρέπει να δείχνει την αγάπη της, την άλλη την ενοχοποιούσε. Ο αέρας είχε κάνει την παρουσία του, γόμα να σβήσει κάθε προβληματισμό κι εκείνη τράβηξε γύρισε την κάπα στο πρόσωπο. Πάντα πίστευε ότι ο αέρας μπαίνει από το στόμα και κάνει άνω κάτω ότι κυκλοφορεί μέσα της. Εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή ακριβώς που αντιμετώπιζε το βοριαδάκι, η λέξη «απώθηση» ήρθε να κάτσει στο μυαλό της σαν την άμμο στην καλοκαιρινή παντόφλα. Ο Γρηγόρης πάλευε να απωθήσει κάτι; Γιατί όμως; Θεωρούσε κατάχρηση να δεχτεί τόση αγάπη ή φοβόταν τη δική του; «Αυτό λοιπόν», μονολόγησε η Άλκηστη, « αυτό είναι ό,τι μπορεί να ανατρέψει την παλιά καλή συμβουλή, να δείχνεις την αγάπη σου. Μόνο αυτό και μόνο όταν ο αποδέκτης δεν έχει καταλάβει. Δεν έχει καταλάβει τίποτα», μουρμούρισε πιο δυνατά. Ο γενειοφόρος ηλικιωμένος συνδιαβάτης γύρισε την κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του και χάιδεψε μια στοίβα βιβλία που κρατούσε. Φάνηκε να συμφωνεί.

Ο αέρας κάτι κατάφερε τελικά και οι σκέψεις έφυγαν για λίγο. Ή τουλάχιστον όση ώρα αναγκάστηκε η Άλκηστη, εκ των κοινωνικών πραγμάτων, να παρακολουθήσει τις συζητήσεις μιας γυναικείας συντροφιάς. Από ένα σημείο και πέρα η κουβέντα παρουσίαζε ενδιαφέρον. «Κοίτα να δεις, φίλε μου», είπε από μέσα της. «Καμία μα καμία δεν είναι ικανοποιημένη. Καμία μα καμία δεν δέχεται να προσδιορίσει την αμαρτία, την ενοχή». Όλες νέες και ώριμες συμφωνούσαν απόλυτα σε αυτό που ίδια είχε οδηγηθεί από τα εφηβικά της χρόνια όταν ο παχουλός τύπος με τα γένια και το σπινθηροβόλο βλέμμα κρυμμένο πίσω από έναν βαθύ συλλογισμό την ξενάγησε σε μια άλλη θεώρηση της ζωής.

Ο Γρηγόρης ήταν μακριά, επιδίωκε να είναι ακόμη πιο μακριά και αποζητούσε να είναι κοντά. Η Άλκηστη σκεφτόταν, σκεφτόταν συνεχώς. Σηκώθηκε καληνύχτισε και τράβηξε στο δρόμο με τις στολισμένες βιτρίνες. Απόψε είχε κατακλυστεί από τα παιδικά της βιώματα. Τότε που έκλαιγε με λυγμούς όταν διάβαζε τα παραμύθια του Άντερσεν. Τότε που προσπαθούσαν να την πείσουν ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης κι εκείνη απαντούσε: «όχι, γιατί δεν υπάρχει κανένας άγιος». Είδε τα ελαφάκια, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα χρυσά πακέτα, όλα αυτά που θέλουν να γυαλίσουν τις ζωές μας, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. «Μια παγκόσμια κακομοιριά όμως δεν αφήνει τούτη τη χρονιά να λαμπρύνει», σκέφτηκε. Σε μια βιτρίνα η κούκλα φορούσε ένα βυσσινί φόρεμα, και στο πόδι της ήταν ακουμπισμένο ένα σικάτο ετικετάκι με την τιμή. «Φόρεμα: 980€», έγραφε! Ένα ζευγάρι που κοιτούσαν κι αυτοί τη βιτρίνα είχαν χάσει το χρώμα τους. Είπε εκείνη: «Μα καλά, από τι είναι φτιαγμένο και κάνει τόσο;». «Από έναν μισθό», απάντησε αυθόρμητα η Άλκηστη και γέλασαν και οι τρεις.

«Ανάμεσα στο μ΄ αγαπάς και σ΄ αγαπώ, άνεμος απ΄ αστέρια και σύγκρυο λουλουδιών….». Η Άλκηστη ανατρίχιασε από την ψύχρα αλλά και από τους στίχους που της ήρθαν στον μυαλό. «Καλά πώς έγινε αυτό;», σκέφτηκε. Τότε πέρασε μπροστά της η εικόνα του γέρο διανοούμενου που συνάντησε νωρίτερα. Μα ναι πάνω-πάνω στα βιβλία του καμάρωνε ένας Λόρκα! Το βιβλίο που της είχε δώσει ο Γρηγόρης τα «Έντεκα σονέτα του σκοτεινού έρωτα».

Εκείνος, εξακολουθούσε να γεμίζει το μυαλό της. Ήταν ώρα να επιστρέψει. Μπορεί να την αναζητούσε. Ήταν σίγουρη πως θα την αναζητούσε. Περπάτησε με το μυαλό καθαρό. Έφυγαν αυτές οι παράξενες σκέψεις. Ήταν βέβαιη ότι η απρόσμενη φυσική γόμα έκανε τη δουλειά της. Ήξερε ότι έτσι θα είναι πάντα. Πότε έτσι, πότε αλλιώς. Τα έχει αυτά ο έρωτας, κι αν είναι και σκοτεινός δηλαδή πιο γοητευτικός, θα έρχονται τα τσουνάμια συχνά. «Ο Γρηγόρης εξάλλου περνάει το λούκι. Εκείνος είναι που επιφορτίζεται την ενοχή όλων για όλα. Μόνο που επιμένω δεν έχει καταλάβει και πρέπει να βρω τρόπο να τον κάνω να γαληνέψει. Γίνεται όμως;», ξαναμουρμούρισε.

Το πιο ταπεινό δημιούργημα του ανθρώπου, το ευτελέστερο κατασκεύασμα, εκείνο που το πατούν, το κλωτσούν, το φτύνουν, το κατουράνε και το χέζουνε όλοι, ακόμη και οι σκύλοι και οι γάτες, το πεζοδρόμιο, ήρθε να δώσει την απάντηση. Αυτό το εξαθλιωμένο, μαύρο και άραχνο κατασκεύασμα που και η ίδια το πατούσε μπροστά στα μάτια της έγινε φιλόξενο στρώμα για μια αγάπη. Δυο τριαντάφυλλα, δυο κίτρινα τριαντάφυλλα ήταν ξαπλωμένα επάνω του, μέσα στο πλαστικό ασημί σκέπασμά τους. Εκεί ακίνητα, αλώβητα από τον αέρα, τρομακτικά όμορφα για να πατηθούν μοιράζονταν τη δροσιά που τους είχε απομείνει. Κάποιος τα πέταξε γιατί δεν ήξερε να αγαπά, ή δεν άντεχε τόση αγάπη. Κι εκείνα έμειναν να διατηρήσουν την αγάπη αυτή.

«Ο Γρηγόρης δεν θα το έκανε ποτέ αυτό», σκέφτηκε η Άλκηστη, ενώ απαθανάτιζε το τρυφερό κίτρινο ζευγάρι «θα τα κρατούσε έστω και μαραμένα. Είναι τόσο έτοιμος να απολαύσει και να εισπράξει την αγάπη που κάποιες φορές φοβάται ότι θα την χαλάσει. Αλλά είναι άντρας και οι άντρες έτσι σκέφτονται. Να μην πληγώσουν ανεπανόρθωτα…»

Γύρισε σπίτι. Εκείνος την αποζήτησε. Φόρεσε την κόκκινη μπλούζα του, τις παντόφλες του και άνοιξε το βιβλίο που της χάρισε προχτές. Σήμερα τον αγαπούσε περισσότερο. Σήμερα ήξερε ότι αφού μπορεί ένα βρώμικο πεζοδρόμιο να φροντίσει μια αγάπη δεν μπορεί εκείνη;