Το μεσημέρι περνούσε
ρυθμίζοντας τον ύπνο του πελάγους
με τη θηλύτητα του κύματος
χαμηλώνοντας στο μέγεθος της απουσίας.
Αν στενεύουν οι ρίζες
είναι γιατί συνωμοτούν με την ακινησία
γυρεύοντας ν΄ αφουγκραστούν
σμίγοντας τον αναστεναγμό της γης
που πάλλει από κάτω τους.
Κάτω απ΄ το στήθος μου κανείς δεν ξεκουράζεται
μαστοί αυροφίλητοι, ένας στιλπνός ιστός
όπου σφριγούν αυτά τα δέντρα
μια κρυμμένη κιονοστοχία
που μετρά τα παραπτώματα, τους γογγυσμούς
μια φυλλωσιά να σε κρατήσει
που θα πέσεις
όταν το κενό αποκτήσει διάσταση.
Ούριος έφτασες στο κρεβάτι της φύσης μου
σαν υπνοβάτης ανέγγιχτος, σ΄ αυτό το ύφυγρο πέπλο
ως να σ΄ αδράξει ήρεμος
ίμερος δίβουλος, ήχος πυκνός
σάλπισμα ζωηρό αυτής της ιστορίας
που λυγίζει τους αγκώνες μου
σε ένα νεύμα, αγχόνη του καιρού
σκουριασμένο κανόνι έτοιμο να διαλυθεί
με μια βροντή ακόμη.
Ασθένεια δεν υπάρχει·
μόνο μια σαθρή αυτοτέλεια
που χάνεται στο νόστο
καθώς ο καβαλάρης των ονείρων
διάφανος, πυρπολείται στην απόγνωση
γιατί τα χαρισμένα γίνονται φορές λεπίδια
και το καράβι σχίζεται να καταπιεί τα χρώματα.
Ο θόρυβος που ακούγεται είναι από τα κύματα.
Κάτω απ΄ το φύλλωμα της σιωπής
θα ψαύσεις
τα ιδρωμένα βότσαλα
που συνθλίβουν τις αδυναμίες
κι αν ξεπερνώντας τις ρίζες
φτάσεις
το πολύκαρπο του οράματος που σε λυτρώνει
τότε θα ιδείς
το αποτύπωμα της συντριβής
στο χαμόγελο που δεν έχει ακόμα σβήσει.