12.8.09

Οι δρόμοι που αγάπησα


Οι δρόμοι που αγάπησα ήταν πάντα γεμάτοι ζέστα και φως.
Οι δρόμοι που αγάπησα ανέβαιναν πάντα στα ψηλά.
Πόσοι τέτοιοι δρόμοι γεμάτοι σταλαματιές ελπίδας μες στην τρυφερή αυγή
Πόσοι δρόμοι μεσημεριάτικοι όπου κυλούσε ο ήλιος και άσπριζε τις πέτρες.

Πίσω από κάθε τους στροφή περίμενε η μεγάλη αυλόπορτα του πατρικού σπιτιού
η αυλή με τις δροσερές πλάκες, η κάτασπρη ακακία
και μια γιαγιά στο ξύλινο μπαλκόνι, ένας αμέτρητος θησαυρός αγάπης.

Κι όμως καμιά στροφή δε μου φανέρωσε τη μεγάλη πόρτα που με περίμενε
κανένας δρόμος δε με πήγε στο σπίτι που ήτανε δικό μου και με ήξερε δική του-
κι εκείνη η γιαγιά που κρατούσε αξόδευτη για μένα την αγάπη της
ακόμα θ΄ αγναντεύει στο μπαλκόνι πλάι στην ακακία
εικόνα τέλεια, ιδανική, ανεκπλήρωτη,
δική μου, η μόνη που στ΄ αληθινά μου ανήκει.