21.3.10

Ημεδαπός εξόριστος



Η πόλη αλλάζει κι ίδια μένει, χωνευτήρι
των Βαλκανίων – πλέον των δύο αιώνων -,
Ρώσων, Κινέζων, μαύρων απ’ τη Νιγηρία.
Και ο Ημεδαπός Εξόριστος, στο παραθύρι,
σαν θέατρο προγόνων κι επιγόνων
της πόλης ξεδιπλώνει μια ιστορία.

Στον ίσκιο της Ακρόπολης, σαν όπως
που του Ψυρρή η μόνη χουρμαδιά
από τη γέφυρα φαινόταν του Ιλισού
- κι έπειτα, πλήθος Βαυαρούς ο τόπος
πλημμύρισε, με σχέδια αρχιτεκτονικά -
κι η πόλη, ως την Πύλη τ’ Αδριανού.

Κι αργότερα, μπουλούκια εξ επαρχίας,
στα χίλια εννιακόσια κι ο Καβάφης
κι ο Παλαμάς, να γράφουν στην Αθήνα.
Δεντρόφυτη η πλατεία Ομονοίας,
μια συνοικία να μοιάζει της Ανάφης,
στο Ζάππειο κυρίες μ’ ομπρελίνα.

Απ’ το ειδύλλιο, η νέα καταστροφή
(λίγο μετά αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης):
Πρόσφυγες μύριοι από τη Μικρασία
κι η πόλη απλώνει τόσο, παρεπιδημεί.
Σε παραγκούπολη τα σπίτια της ανάγκης,
Βύρωνας, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία.

Μιλιούνια ανθρώποι, κατεβαίνουν ολοένα
και ερημώνουν τα ορεινά χωριά.
Βουνίσιοι και καμπίσιοι, τώρα αστοί.
Κι η πόλη, να επεκτείνεται αφρισμένα,
σαν κύμα στα παράλια, στα βουνά,
να καταπίνει ολόκληρη Αττική.

Μα ο αχός της ιστορίας στα Βαλκάνια
και στην Ευρώπη της Ανατολής ξυπνάει.
Το ντόμινο αρχίζει με το Τείχος,
στα σύνορα οι ανθρώποι, στα λιμάνια,
πλήθος που όλο τα φράγματα περνάει
- κι εντέλει, ο αστικός μας μύθος :

Στις γειτονιές τις ίδιες, των κατατρεγμένων,
τόσους αιώνες θέλει να γυρνάνε,
γύρω απ’ την πρώτη αρχαία χουρμαδιά.
Στη ρίζα της Ακρόπολης, στων ξένων
τις συνοικίες τώρα αλβανικά μιλάνε
και τρέμουν, μην τους ψάξουν τα χαρτιά.

Κι ο Ημεδαπός Εξόριστος γυρίζει
τις νύχτες, ίσκιος στο Μεταξουργείο,
στα ρώσικα μιλάει στους μετανάστες,
ενώ το χωνευτήρι εξαφανίζει
της ιστορίας κάθε ίχνος και στοιχείο
- αλλά ποτέ τις τάξεις και τις κάστες.