.
Παιδιά, στην πατρίδα, μεσημέρι κι απόγευμα
τρέχαμε στα πηγάδια. Κάτω στο μαύρο νερό.
Το κοιτούσαμε
και φούντωνε το κόκκινο των σωμάτων μας.
Μετά, σαν πηγαίναμε, ξενιτεμένοι,
στην πατρίδα
με το χλωμό μας πρόσωπο και την καρδιά μας
ώρες, μιλούσαμε με τους πνιγμένους.
.
-
Έχεις ακούσει ποτέ σου σαύρα;
Άρα, η σαύρα, δεν υπάρχει για την ακοή.
Κι ίσως ούτε για την όραση.
Όταν την δεις, επάνω στα πλακάκια της κουζίνας
από την αηδία σου,
τρέχει, τρέχει,
βγαίνει απ΄ τον φωταγωγό,
αναλήπτεται.
Η σαύρα υπάρχει μόνο για την όσφρηση.
Γάλα μυρίζει, αχνών θηλαστικών
που δεν συλλήφθηκαν ποτέ.
Και φώτα ζητάνε και σώματα.
Και σιωπή μέσα στα σώματα
και μπορούν να ονειρεύονται.
Είναι γλυκιά η μυρωδιά
που αφήνει στην κουζίνα,
βγαίνοντας.