28.2.10

Υπόσχεση



Μέσα από την καταχνιά
όπου βυθίστηκε ο κόσμος
και δεν ήξερες πια αν θα τελειώσει
η αγάπη φωτίζει πάλι τον ουρανό
Κύματα της θάλασσας
φέρνουν στην ακτή το άρωμά της
μυριάδες στίγματα χρωμάτων
κατακλύζουν τον ορίζοντα

Σε βρίσκω ξανά
να έρχεσαι με τον αέρα
της τελευταίας ώρας της μέρας
να πλημμυρίζεις τη στεγνή μου κοίτη
να μου υπόσχεσαι
νύχτες με πλήθος γαλαξίες.

27.2.10

Συλλαβισμός


Αν δεν κρατούσες με τόσο πείσμα
στα χείλια και στα δόντια τα σύμφωνα,
σαν στρείδι
που κλείνει στον κίνδυνο μπροστά,
ίσως περνούσα μέσα σου
την απαλή ανάσα δυο φωνηέντων.
Στου έρωτα τον συλλαβισμό
ακόμα λαχταρώ
να προφέρουμε μαζί
έστω μια λέξη...

26.2.10

Ντεκαφεϊνέ




Προσβεβλημένη βαριά από π-ιό που καταλήγει σε νόσο σπάνια πλην ιάσιμη


Απόψε με κέρασες καφέ
αντάμα στη χαρά μου
στη νύχτα έκανες σεφτέ
να στρώσει τα όνειρά μου.

Είδες πώς σε κοίταζα
σα να ΄μασταν μονάχοι
και σίγουρα σου θύμιζα
πως είμαστε μονομάχοι.

Και ύστερα σαν έφευγα
σε είδα να σωπαίνεις
και μόλο που δεν έκλαιγα
ήθελες με συντροφεύεις.

25.2.10

Showman



Εσύ μπήκες στη ζωή μου
σαν να ήσουν showman,
πίστα θέλεις την καρδιά μου
κι εγώ να φωνάζω "αμάν".

Πίστα την καρδιά μου θέλει
να χορεύει τσιφτετέλι
κι εγώ να τον καμαρώνω
κι όταν φεύγει να πληρώνω.

Μου 'πανε πολλά για σένα
βρε καρδιοκατακτητή,
ότι κάνεις τις βραδιές
show σ' εκατό καρδιές.

Τώρα όμως έχεις μπλέξει
κι απ' τους δυο όποιος αντέξει
άντε ρώτα και για μένα
πόσοι τα 'χουνε χαμένα.

24.2.10

Ριμέικ

Της άρεσε να μένει μόνη στο σπίτι. Ως τότε, δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ, πώς περνούσε τις ώρες της. Ήταν σούρουπο όταν γυρνούσα. Την έβρισκα καθισμένη κοντά στο παράθυρο. Νομίζω ότι πάντοτε κοιτούσε το ίδιο σημείο, την ακακία δίπλα στην πόρτα του κήπου από την πλευρά της ανηφόρας προς το παλιό σανατόριο που το αγόρασε πρόσφατα μια μεγάλη εταιρεία και τώρα είπαν θα το φτιάξουν ξενοδοχείο.
Στο τραπεζάκι δίπλα της, πάντοτε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Συνήθως την ώρα που έφτανα άκουγε το κοντσέρτο για τσέλο του Έλγκαρ, και ας αγόραζε κάθε τόσο καινούρια CD. Δεν ξέρω πότε τα άκουγε. Ποτέ μπροστά μου. Ούτε και την είδα ποτέ να διαβάζει, αν και είμαι σίγουρος πως όταν έλειπα έπαιρνε βιβλία απ' τη βιβλιοθήκη, αλλά πάντοτε φρόντιζε να τα βάζει στη θέση τους. Το κατάλαβα όταν δυο τρεις φορές διαπίστωσα ότι κάποια είχαν αλλάξει προσωρινά θέση ή δεν ήταν καλά χωμένα στο ράφι, λες και ήθελε να προλάβει να τα βάλει πίσω, προτού επιστρέψω.

Δεν ξέρω πότε έβγαινε, και είν' αλήθεια ότι δεν με είχε απασχολήσει ως τότε. Μου αρκούσε που όταν γυρνούσα, ήταν όλα στην εντέλεια. Δεν ήθελε να πάρουμε άνθρωπο να τη βοηθάει στις δουλειές και στον κήπο, δεν ήθελε παιδί, μια φορά που έμεινε έγκυος έκλαιγε μέρα νύχτα, αμίλητη, απελπισμένη μέχρι την ώρα που την πήγα στον γιατρό πλημμυρισμένη στα αίματα. Δεν το συζητήσαμε ποτέ, θυμάμαι μόνο το βλέμμα της, που γύρισε και με κοίταξε καθώς βγαίναμε από την κλινική. Τόσο παράξενο.

Θέλησα να την αποκτήσω από την πρώτη στιγμή που την είδα. Κάπνιζε μ' έναν περίεργα αγέρωχο τρόπο, στο τραπέζι της ήταν ακουμπισμένο ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Δεν πρέπει να είναι από τα μέρη μας, ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Διέσχιζα, θυμάμαι, τη διάβαση που κατέληγε μπροστά στο γωνιακό καφενείο. Ήταν άνοιξη, μια από τις περίεργες εκείνες ημέρες που σε κάνουν να θες να μιλήσεις. Καθώς την κοίταξα, νόμισα πως μου είχε χαμογελάσει. Πολύ αργότερα πρόσεξα πως αυτή η σύσπαση ήταν κάτι που επανερχόταν χωρίς λόγο στο πρόσωπό της. Την άλλη μέρα ξαναπέρασα. Ήταν εκεί. Πήγα και κάθησα μέσα από την τζαμαρία για να μπορώ να την παρατηρώ ανενόχλητος. Είχε κάτι το ψυχρό και σχεδόν υπεροπτικό που με κέντριζε. Δεν ξέρω καν αν κοιτούσε τους περαστικούς. Όταν άρχισε να βραδιάζει, σηκώθηκε κι έφυγε προς το πάρκο, σαν αερικό. Και σαν να χάθηκε μες στο σούρουπο. Δεν την ακολούθησα. Ούτε και τις επόμενες μέρες ήρθε κανείς να τη συναντήσει. Ρώτησα τον σερβιτόρο μήπως ήξερε κάτι παραπάνω. Όχι, τίποτα, ήξερε μόνο αυτό που έβλεπα. Δεν ήταν μεγάλη η πόλη μας. Όποιον κι αν ρώτησα, κανείς δεν είχε κάτι να μου πει.


Ήταν μια Τρίτη θυμάμαι που αποφάσισα να της μιλήσω. Πλησίασα στο τραπέζι της και πριν καν συστηθώ μου ένευσε αδιάφορα καθήστε. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας. Ήταν απίστευτα λιγομίλητη. Ποτέ δεν έμαθα από πού ερχόταν, πού έμενε, πώς ήταν το πραγματικό της όνομα. Μπορείτε να με λέτε Αλεξία μου είχε πει μόνο. Ό,τι και να τη ρωτούσα με κοιτούσε μ' αυτό το ανεπαίσθητο χαμόγελο και σαν να μην άκουγε, απορροφημένη λες σε δικές της σκέψεις. Πολλές φορές. Στα χρόνια που ακολούθησαν αναρωτήθηκα αν πραγματικά σκεπτόταν ποτέ κάτι. Συναντιόμασταν καθημερινά στην ταράτσα του γωνιακού καφενείου. Έπαψα να τη ρωτάω.

Ένα βράδυ της είπα να πάμε στο σπίτι μου. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Προτιμώ τα ξενοδοχεία, μου είπε. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως εδώ όλοι γνωριζόμασταν. Δεν φάνηκε να τη νοιάζει, σαν να μην καταλάβαινε. Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, άρχισε αμέσως να γδύνεται με μια φυσικότητα που δεν την είχα ξανασυναντήσει. Νομίζω πως της άρεσε. Είχε ένα μικρό άφημα. Ακόμη και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι πραγματικά της άρεσε, παρ' όλο που ποτέ δεν είχε δυσφορήσει. Άλλωστε, πολύ γρήγορα έπαψε να με απασχολεί το πως ένιωθε. Μετά τα ξενοδοχεία -γιατί κάθε φορά πηγαίναμε σε διαφορετικό- την άφηνα στη διασταύρωση του καφενείου κι έφευγε μόνη προς το πάρκο και πάντα σαν να χανόταν. Δε θέλησε ποτέ να τη συνοδεύσω. Η απόσταση που κρατούσε απέναντι μου τότε με μαγνήτιζε. Πολύ γρήγορα της πρότεινα να την παντρευτώ. Φοβόμουν μήπως τη χάσω. Δεν δέχτηκε τον γάμο. Μια μέρα όμως τη βρήκα να με περιμένει στο γνωστό μας στέκι με μια μικρή βαλίτσα. Στο χερούλι της ήταν δεμένο ένα ψάθινο ανοιχτό πράσινο καπέλο. Αν θέλεις, μπορώ να έρθω να μείνω μαζί σου, μου είπε. Έτσι, τόσο απλά. Ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη φράση που μου είπε ποτέ. Ήθελα να κάνω τη γύρα όλων των ανθοπωλείων να πάρω όσα λουλούδια είχαν και να της τα προσφέρω, να γιορτάσω τη νίκη μου. Αλλά δεν το έκανα. Μήπως για να μην πάρει θάρρος, σκέπτομαι τώρα. Οι δικοί μου ξέρω ότι στην αρχή είχαν ντραπεί, να μην έχουν κάτι να διηγηθούν γι' αυτήν. Ύστερα τη συνήθισαν, δεν υπήρχε και τίποτα να της προσάψουν. Άλλωστε σε όλους αρέσουν οι σιωπηλοί ακροατές. Τους βλέπαμε δυο φορές τον μήνα. Ο πατέρας μου μας μιλούσε για τον πόλεμο, η μητέρα μου για συνταγές και διαμαρτυρόταν που τα υλικά δεν είναι πια όπως παλιά. Περνούσε η ώρα. Εγώ τους έλεγα για τη δουλειά. Η Αλεξία μάζευε το τραπέζι. Φεύγαμε νωρίς για να προλάβουμε την απογευματινή παράσταση στο σινεμά. Ήταν ο μόνος χώρος όπου ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Ποτέ άλλοτε. Ποτέ δεν ανοίχτηκε. Ποτέ κάτι παραπάνω από εκείνο το χαμόγελο. Η κοινή ζωή μας κυλούσε ήσυχα. Δεν βλέπαμε κανέναν, τους φίλους σιγά σιγά τους είχα απομακρύνει. Μου αρκούσε αυτό το λίγο από κείνην. Ήταν δεκτική, υπάκουη θα έλεγα. Ποτέ δεν κατάλαβα αν ήταν ψυχρότητα, αδιαφορία ή συστολή. Πολύ γρήγορα έπαψα και να αναρωτιέμαι πως νιώθει, αν ήταν ευχαριστημένη, αν περνούσε καλά. Λες και δεν με αφορούσε. Η παρουσία της ήταν δεδομένη. Πίστευα και η αφοσίωση της. Κατά βάθος θεωρούσα πως θα 'πρεπε να με ευγνωμονεί.

Ώσπου μια μέρα παρατήρησα κάτι διαφορετικό στη συμπεριφορά της, μια περίεργη νευρικότητα ελεγχόμενη στην αρχή, αλλά με τον καιρό πιο έκδηλη που έμοιαζε με ανυπομονησία. Τη ρώτησα μερικές φορές, έλεγε όχι τίποτα δεν συμβαίνει, αλλά όταν γυρνούσα αργά το απόγευμα δεν σηκωνόταν πια από την πολυθρόνα της, συνέχιζε να κοιτάει από το παράθυρο την ακακία του κήπου, λες και δεν με άκουγε που έμπαινα και όταν την πλησίαζα και την άγγιζα τιναζόταν. Κατά τα άλλα, όλα ήταν ίδια, όλα εκτός από την προσπάθεια που έβλεπα ότι έκανε για να είναι όλα ίδια. Είχε χαθεί η ισορροπία, αν και όχι πάντα, ώρες ώρες ξεχνιόταν και ήταν όπως πριν, μόνο κάπως πιο αφηρημένη και μελαγχολική. Και, ύστερα από τόσο καιρό, για πρώτη φορά από τότε που ήμασταν μαζί, με κατέλαβε ένα άγριο συναίσθημα περιέργεια, κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ γι΄ αυτήν, ίσως επειδή, παρά το μυστήριο που περιέβαλλε τη ζωή της και που είχε τροφοδοτήσει τον ερωτά μου, την ένιωθα υποταγμένη. Κι αυτό με καθησύχαζε.

Είχε μπει το φθινόπωρο. Σ' εμάς το φθινόπωρο πιάνει αέρας, ο ουρανός είναι συνέχεια γκρίζος και κάθε τόσο ξεσπάνε, τόπους τόπους, βροχές, σαν ν' αδειάζουν από ψηλά χιλιάδες κουβάδες νερό και απότομα τίποτα, πάλι το γκρίζο. Άρχισα να την παρακολουθώ πολύ μεθοδικά. Ήταν μια από τις περίεργες εκείνες ημέρες που σε κάνουν να θες να μιλήσεις. Τον πρώτο καιρό πήγαινα το πρωί στη δουλειά μου και μια ώρα αργότερα έφευγα. Τα πρωινά λοιπόν συνήθως κατέβαινε στην αγορά. Τίποτε το ιδιαίτερο: ψώνια για το σπίτι, βόλτες καμιά φορά στα μαγαζιά και πάντα σχεδόν μια στάση στο κατάστημα με τους δίσκους. Ωστόσο, κάποιες στιγμές έχανε αυτό το αδιάφορο ύφος και γινόταν ανήσυχη, κοιτούσε δεξιά αριστερά, λες έψαχνε κάτι. Και ύστερα γυρνούσε. Το περπάτημα της μόνο είχε κάπως αλλάξει, είχε γίνει ακόμη πιο ανάλαφρο. Όταν έβρεχε γινόταν μούσκεμα, αλλά ποτέ δεν επιτάχυνε το βήμα της, κοιτούσε ψηλά τα σύννεφα, θυμάμαι τώρα πως κάποτε είχε πει μισώ τον ήλιο που με κυνηγά. Αλλά, κατά καιρούς, έλεγε και διάφορα άλλα ασυνάρτητα, όπως κοίταξε εκείνη τη σκιά δεν μοιάζει με τετράποδο πουλί ή σαν χειραψία δεν είναι το τραπεζομάντιλο. Όμως δεν έδινα σημασία. Όχι, τίποτα αξιοπρόσεκτο δεν συνέβαινε σ' αυτό το κομμάτι της μέρας. Μ' ευχαρίστηση μάλιστα ανακάλυπτα ότι τα πρωινά της έμοιαζαν λίγο πολύ με των άλλων ανθρώπων. Τα απογεύματα όμως; Μήπως άραγε τα απογεύματα; Άλλαξα ωράριο.

Την πρώτη μέρα τίποτα. Την επομένη τον είδα. Ήταν άγνωστός μου τελείως. Αδιάφορο μου φάνηκε το παρουσιαστικό του. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του. Ανέβαινε τον δρόμο μπροστά από το σπίτι χωρίς να βιάζεται. Ύστερα από λίγο, η Αλεξία Βγήκε και τον ακολούθησε. Όταν εκείνος πλησίασε στο παλιό σανατόριο σταμάτησε και την περίμενε να τον φτάσει. Και τους είδα να μιλάνε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Την έβλεπα του μιλούσε. Άραγε να γνωρίζονταν από παλιά; Ήταν ή της θύμιζε κάποιον παλιό έρωτα που είχε εξαφανιστεί από καιρό ή που είχε ίσως πεθάνει; Ο νους μου δεν πήγε στο αυτονόητο. Το μόνο που με ταλάνιζε είναι τι έλεγαν. Τι μπορεί να του έλεγε; Ύστερα μπήκαν μέσα στην οικοδομή και τους έχασα. Περίμενα αρκετά μέχρι να τους ξαναδώ.

Δεν βλεπόντουσαν καθημερινά, ούτε και μπόρεσα να διαπιστώσω κάποια σταθερή περιοδικότητα. Τη φανταζόμουν όρθια στο παράθυρο να τον περιμένει με ανυπομονησία να φανεί. Πάντοτε νωρίς το απόγευμα, την ώρα που ο δρόμος είναι εντελώς έρημος. Στον γυρισμό έφευγαν μαζί, έπειτα εκείνη ξεμάκραινε πρώτη κι αυτός κοντοστεκόταν, την κοίταζε και μετά από λίγο έφευγε από έναν κάθετο δρόμο. Τους παρακολούθησα πολλές φορές από μακριά. Ώσπου πήρα την απόφαση να κρυφτώ μέσα στο παλιό σανατόριο. Δεν ήταν εύκολο, ο χώρος ήταν μεγάλος και σε πολλά σημεία ήταν κανονικό γιαπί. Δεν μπορούσα να ξέρω σε ποιο κομμάτι του πήγαιναν. Ύστερα από ένα σωρό αποτυχημένες προσπάθειες τους εντόπισα. Πήγαιναν στον πάνω όροφο, σ' ένα δωμάτιο με μεγάλο μπαλκόνι προς τη μεριά του βουνού. Κρυμμένος στο αποπάνω μπαλκόνι τους άκουγα και από μια μεγάλη ρωγμή μπορούσα να τους βλέπω. Το πρόσωπο του ήταν άσκημο, σχεδόν αποκρουστικό, όμως η φωνή του σ' έκανε να το ξεχνάς. Κι εκείνη τον κοιτούσε. Η φωνή του ήταν γλυκιά, η δική της αλλαγμένη, ευχάριστη. Έλεγαν πράγματα καθημερινά, τι έφαγες, πώς κοιμήθηκες, όμορφη που είσαι και άλλα που μου έφερναν στον νου παλιά διαβάσματα, μυθιστορήματα εποχής, ταινίες που είχα δει. Της μιλούσε και ο τόνος του ήταν σαν να ήθελε να την προστατέψει από κάθε είδους απειλή, να την προφυλάξει από κάτι. Εκείνη του απαντούσε, μιλούσε για τον εαυτό της, τα λόγια της κυλούσαν σαν αίμα, μια απίστευτη οικειότητα, η γλώσσα της είχε λυθεί, την άκουγε σχεδόν ευλαβικά, όταν είχε αέρα μιλούσαν δυνατά για ν' ακούγονται, μου έφευγαν λέξεις, ποτέ δεν μ' εμπιστεύτηκε, άραγε εγώ της είχα επιβάλει τη σιωπή, αυτή τη διαφάνεια της ύπαρξής της γιατί του την προσέφερε, ποιο μυστικό μοιράζονταν που ποτέ δε μου το αποκάλυψε, γιατί αυτά που ήθελα να μάθω δεν μου τα είχε πει ποτέ; Τα μάτια της ζωήρευαν, το πράσινο σίγουρα γινόταν πιο βαθύ. Μια μέρα που έβρεχε, άπλωσε το χέρι της, γέμισε η φούχτα της νερό και του έδωσε να πιει. Ποτέ δεν την είχε πει με το όνομα που εγώ ήξερα. Την έλεγε Ευφροσύνη ή Αύρα κι εκείνη τον έλεγε Γερανό. Της διηγιόταν ιστορίες για την πόλη του, για την παιδική του ηλικία, για ταξίδια που είχε κάνει. Εντελώς ξαφνικά, την ώρα που μιλούσε, τον διέκοπτε, α, κοίτα, έλεγε με χαρά μικρού παιδιού, κοίταξε εκείνο το σύννεφο, δεν μοιάζει με σκαντζόχοιρο; Και το πρόσωπό της φωτιζόταν και η φωνή της είχε κάτι τόσο γενναιόδωρο. Ή μα δες αυτό το πουλί κι ήταν απλώς ένα τυχαίο σπουργίτι και η φωνή της έβγαινε λες και μια σκιά την απειλούσε, λες και ξανάλεγε αυτή την τόσο παλιά απόγνωση του ανθρώπου. Και γελούσε κοιτάζοντάς τον και κάθε τόσο τον αγκάλιαζε και την ώρα που κάναν έρωτα μιλούσαν. Της έφερνε ένα λουλούδι κάθε φορά, ποτέ δεν τα είδα κάπου στο σπίτι, ποιος ξέρει πού τα έκρυβε. Μαζί μου ήταν απαράλλαχτη όπως πριν, μόνο που τώρα ήξερα πως αυτή η νευρικότητα που δεν μπορούσε να την κρύψει κάποια βράδια ήταν όταν εκείνος δεν ερχόταν. Μια φορά έκανε μέρες να φανεί. Πήγαινε μόνη και τον περίμενε στο μπαλκόνι. Την άκουγα να σιγοτραγουδάει έναν άγνωστο σ' εμένα σκοπό, κάτι ανάμεσα σε μοιρολόι και νανούρισμα. Τότε πρώτη φορά κατάλαβα τι θα πει πόνος. Άρχισε να μου γίνεται έμμονη ιδέα να τη σκοτώσω, να πάω πίσω της κρυφά και να τη σπρώξω να πέσει. Περνούσα ώρες, καταστρώνοντας σχέδια. Δεν πρόλαβα. Ήρθε και τη συνάντησε ένα απόγευμα με βροχή. Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο. Τους είδα ν' αγκαλιάζονται. Της είπε για ένα όνειρο. Το κεφάλι της πανέμορφο να πλέει γαλήνια χωρίς κορμό σε μια λίμνη με νούφαρα και το σώμα της έξω στην όχθη να το ντύνουν και να το στολίζουν με λατρεία χέρια που κινιόντουσαν σαν μικροσκοπικά ανθρωπάκια που έκοβαν τα φορέματα από τα κλαριά των δέντρων σαν καρπούς. Έβγαλε από την τσέπη του και κάτι της έδωσε, κάτι που έμοιαζε με κλειδί. Έφυγαν μαζί, χωρίστηκαν όπως πάντα στην κορυφή της ανηφόρας. Είδα που του έπιασε το κεφάλι και του χάιδεψε το πρόσωπο και με τα δυο της χέρια σαν να του τράβηξε κάτι. Ναι, το βράδυ θα της μιλούσα, θα της ζητούσα συγγνώμη που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα πραγματικά γι' αυτήν και ίσως να καταλάβαινε. Αυτή η περίεργη αισιοδοξία που μας πιάνει πριν από το τέλος ή την παραίτηση. Αργότερα, όταν γύρισα, δεν τη βρήκα στο σπίτι. Βγήκα κι άρχισα να την ψάχνω σαν τρελός στο παλιό σανατόριο, στους δρόμους, στο πάρκο, στον σταθμό. Άφαντη. Πουθενά. Αργά, ξημερώματα, γύρισα πίσω. Πήγα και κάθησα στην πολυθρόνα της πλάι στο παράθυρο. Πρέπει να με πήρε για λίγο ο ύπνος. Όταν άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες αχτίνες του πρωινού, το φως έπεσε πάνω στο τραπεζάκι όπου ακουμπούσε το τασάκι και το κρασί της. Αντί γι' αυτά, αφημένο κάτι περίεργο που έμοιαζε με λαστιχένια μάσκα. Ανατρίχιασα. Ήταν το πρόσωπό του, η αποκρουστική ασκήμια του. Κι εκείνη να μου λέει...

23.2.10

Επανάληψη




Όλα επιστρέφουν
Ο άνεμος, η ήλιος, η βροχή
Και τα λουλούδια της ερήμου
Που πότιζε ο ιδρώτας μας
Θα ξανανθίσουν πάλι
Και πάλι θα πετρώσουν.

Ακίνητο ένα θεόρατο φεγγάρι
Θα φωτίζει πάλι τον ίδιο εκείνο δρόμο
Των καραβανιών που πήρες μία νύχτα
Έφυγες …

Νήμα η σκιά σου φωτεινό
Σε μιας οάσεως μακρινής χορεύει
Πάνω στο απατηλό νερό
Τα δέντρα τραγουδούν απαρηγόρητα
Στη νύχτα τη νεκρή
Μια παλιά μπαλάντα, ερωτική

Εκείνη που την έχεις ήδη ξανακούσει,
και την κρατάει η μνήμη ζωντανή
με τον μαγνήτη των κρυστάλλων.

Και θα επιστρέψεις
Κάποτε όλοι επιστρέφουμε
Στη σκιά των ξανθών ημερών.

22.2.10

Σκωπτικόν του έρωτα


Για να γελάσεις

Σκνίπες, ψύλλοι και κοριοί
ακάρεα εν γένει
να ζώσουν θέλουν το κορμί
μα πάντα δεν τους βγαίνει.

Μα ένα δικό του τσίμπημα
τα βάζει όλα κάτω
φτερωτό μοιάζει το χτύπημα
και θέλει παρακάτω.

Τι να σου κάνουν τα αεροζόλ
τα φάρμακα τι να γιάνουν
όταν τα πάντα μοιάζουν φελιζόλ
και τα κορμιά στενάζουν;

Είναι ο έρωτας τσιμπηματιά
το είναι μας κεντάει,
κι όταν μας ρίξει μια ματιά
δια βίου μας τυραννάει.

21.2.10

Το πρέπει




Πρώτα-πρώτα, θα σας πω τι δεν έχει το Πρέπει. Το Πρέπει δεν έχει μάτια, δεν έχει μύτη, δεν έχει στόμα, δεν έχει χείλια.
Και τώρα θα σας πω τι έχει το Πρέπει. Το Πρέπει έχει μονάχα ένα τεντωμένο δάκτυλο –τον δείκτη. Μ΄ αυτό τα καταφέρνει κι επιβάλλεται στους πάντες. Εκείνο που κυρίως του αρέσει, είναι να στήνει ενέδρες πίσω από τις σκοτεινές γωνιές και να τρομάζει αυτούς που τρέχουνε, χαρούμενοι και ξένοιαστοι.

Να κι ένα ποίημα για το Πρέπει:

Το Πρέπει είναι απρόσωπο
γιατί δεν έχει πρόσωπο
μονάχα ένα τεντωμένο δάκτυλο
-τον δείκτη.
Είναι ένα τρίτο πρόσωπο
-απρόσωπο-
Που μπαίνει ανάμεσα σε σένα και σε μένα.

20.2.10

Η ποίηση μ΄ οδήγησε σωστά




Η ποίηση μ΄ οδήγησε σωστά
ίσια καταπάνω σου
μ΄ ένα σκοτάδι ολόγιομο
σαν αστραπή να με στραβώνει.
Δε λάθευα ποτέ
γιατί οι λέξεις έρχονταν
μέσ΄ απ΄ την αναίσχυντη
απόγνωση
της άστατης αφής σου
και το τσόφλι της γνώσης
έσπαζε με κρακ
στο τοιχάκι του θώρακα
από μέσα.
Χωμένη στα ρήματα
πρόβλεπα τις κινήσεις σου
πριν τις ολοκληρώσεις στον αέρα,
ενώ το θείο επίθετο
διάλεγε τα χρώματα
πριν τα φορέσεις.
Α! Τι ωραία που ήταν τότε
σαν μου ΄λειπες
κι ήσουν παρών στο ποίημα πάντα
που σ΄ έφτιαχνα
και μ΄ έφτιαχνες
αιώνια λυπημένη!
Όμως η ποίηση το αισθάνεται
σαν πας να την κουράσεις
σαν η συγκίνηση σκληραίνει
από το πάθος
και γίνεται μαστίγιο
και πονάει.
Αποσύρεται τότε το ποίημα
από τα άβολα καθίσματα
της θλίψης
και μένω μόνη με τη φοβερή παρέα:
το άφωνο αντικείμενο
ή το στιλπνό σου βλέμμα
με τα λίγα κρεατάκια
που σκεπάζουν την έρημο
της ψυχής σου
τους αστραγάλους σου παλιά
αστραφτερά σημάδια αναφοράς
των ποιητών τη νύχτα.

19.2.10

Τρέχα γύρευε



Πότε-πότε μας θυμάται το μέλλον
όσο μακριά κι αν βρίσκεται,
όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,
γραμμένο πάντα βιαστικά
γιατί διαρκώς αναχωρεί
για πιο μακριά ακόμα.
Τι να το κάνεις;
Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα.
Κανείς δεν ξέρει από μας
να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.
Παρεκτός κάτι ελάχιστες
γραμματιζούμενες ελπίδες.
Τρέχα γύρευε.

18.2.10

Η νυχτικιά του θείου Κάρολου


Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι ο κόσμος βούλιαξε,
οι άνθρωποι πέθαναν, ή ζουν πεθαμένοι,
τα αισθήματα αποθηκεύτηκαν σε κουτιά
για μελλοντική ιδιωτική χρήση
και οι εναπομείναντες ιππότες της ζωής
έχουν γίνει ένα με τις πανοπλίες τους.
Στην ποίηση συμβαίνουν αυτά.
Στην πραγματικότητα τίποτα δεν χάθηκε.
Οι άνθρωποι παραμένουν μαλακοί, ζεστοί,
έτοιμοι να ερωτευτούν, να ιδρώσουν,
να αγαπηθούν και ν΄ αγαπήσουν
σ΄ ένα κόσμο πλήρη φαινομένων,
χρωμάτων και πλασμάτων.
Είναι γεγονός ότι συνεχώς μπερδεύουμε
την απουσία με την μοναξιά,
όπως και την καρδιά με το πάθος.
Άλλο το ΄να, άλλο τ΄ άλλο.
Ο λόγος άγνωστος ακόμη κρυμμένος
στον κώδικα κατασκευής μας,
και στις ανόητες εκβιαστικές παραδόσεις μας.
Πάντως ένα όμορφο ρούχο από ΄κείνα
που η δαντέλα διακόπτεται για να δημιουργήσει
δρόμο στο χέρι Σου, είναι ό,τι καλύτερο
για να αρχίσει ένας νέος κύκλος ζωής.
Μικροί κύκλοι που φτιάχνουν μια αλυσίδα.
Ο θείος Κάρολος για αλυσίδα δεν μίλησε;

17.2.10

Όταν έρχεσαι…



Όταν έρχεσαι
αρχίζει η κατάρρευση.
Πέφτουν οι τοίχοι
πέφτει το χαλί
πέφτει ο πίνακας με την γυμνή κοπέλα.
Ανοίγεις τα χέρια
πέφτει το δέρμα μου.

16.2.10

Κορνίζα

.
Έρχεσαι, πηγαίνεις
ακάματος ταξιδευτής
στην καθημερινή μας τρέλα,
με 'κείνο το γέλιο του νόστου,
κορνίζα της.

15.2.10

Χαρταετός β΄


Δεν έχουν να μου πουν πολλά
τα πολλά ποιήματα πια.
Ξεκουρδίστηκαν οι λέξεις
χαλάρωσε η τεχνική
γίνηκε σαλονάκι ανύπαντρης
ορφανής επαρχιωτοπούλας
η σκέψη.
Ούτε τα ντυσίματά τους
και τα φτιασίδια τους
μου λένε κάτι.
Ανούσιοι πειραματισμοί
σε χρώμα και σε σχέδιο
ίσα για να κρύψουν τη
γύμνια του πνεύματος.
Εκείνος όμως, ο φλεγόμενος
χαρταετός, καλά μου τα ΄πε.
Ανέγγιχτος βγήκε από τη φωτιά
και κάθισε να καμαρώνει
στο ψηλό δέντρο απέναντι
κουνώντας τα ζύγια του
στην αγωνία των ανθρώπων
να φέρουν πίσω το φως.
Αλήθεια πόσο αστείοι και μικροί
φάνταζαν, καθώς έσκυψε
να ξύσει την ουρά του,
που φαγούριζε από τα χνώτα τους.
Πάνω από τα καλώδια ποτέ τους
δεν κοίταξαν.
Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι
φοβούνται τον ουρανό.
Όχι επειδή δεν έχουν φτερά,
αλλά επειδή έχουν πιστέψει
ότι κάποτε θα κατοικήσουν εκεί.
Ίσως γι΄ αυτό περιορίζουν τη ζωή
τους από τις σόλες
μέχρι τις ταράτσες.
Η δική σου κούραση
και μόνο να τους βλέπεις
είναι μια παρηγοριά.

14.2.10

Περιμένω


Ολονυχτίς
στον καναπέ
λες και θα ακούσω νέα σου
στο τελευταίο δελτίο.

Πώς τάχατε
νυχτώθηκες σε χώρα λωτοφάγων
και μόλις ξεμυτίσει λίγη μνήμη
θα γυρίσεις.

13.2.10

Στο σπίτι της ψυχής




Στη φαντασία μου είμαι μια χαρά, ζώντας τη ζωή μου,
αλλά στην πραγματικότητα πλαγιάζω στο σπίτι της ψυχής.
Εδώ μου φανερώνονται άνθρωποι κι όχι άγγελοι. Μιλούν με ανθρώπινη φωνή και λένε: «Καλημέρα, πώς πάει;»
Και λέω: «καλά, ευχαριστώ, βλέπω πράγματα».
Κάθε ημέρα κοιτάω, όχι στη λάμψη, στο φως της ημέρας ή του δειλινού
στα σχήματα και τα χρώματα,
όλες τις άγιες σκιές ανάμεσα στον Θεό και τον Σατανά, αλλά σε κανένα απ' αυτά.

Αγγίζω απαλά το πρόσωπό της τόσο όσο
αν ο Κάιν δεν θα μπορούσε να είχε δολοφονήσει τον Aβελ,
ευτυχισμένος χωρίς τις εξάρσεις του.
Έχω τόσο κοινότοπες αυταπάτες (τη μυρωδιά από το γρασίδι και το τιτίβισμα των χελιδονιών)
που ο γιατρός βαριέται να μ' ακούει.
Ξαφνικά ανοίγει το χάσμα του στόματός του,
και μου λέει ότι αυτά τα συμπτώματα
θα εξαφανιστούν σύντομα
και μετά δεν θα 'χω τίποτα.
«Δεν θα έχεις τίποτα», με διαβεβαιώνει.


Μτφρ: Ε. Τσιριγωτάκη

12.2.10

Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο


Άγονη πλήξη μιας ζωής, δίχως έρωτα
της ερημιάς μου τέρας, της πόλης μου θηρίο μη με φοβάσαι
αλλοπαρμένη έκφραση οι τοίχοι σου θυμίζουν τον πρώτο σου έρωτα
οι πιο πολλοι αδιάφορα κενοί, σε λυγίζουν όπου και να 'σαι
στα σκοτεινά δρομάκια οι σκιές γλιστράνε επικίνδυνα

Στα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα οι γυναίκες μισοκρύβονται πίσω απ' τη λήθη
Στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου οι αστυνόμοι
οι πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι
μάσκες ακάλυπτες μικρές στο γύρο του θανάτου
που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή τον δαίμονα
στις άκρες των δακτύλων τους, ξημέρωμα Σαββάτου

Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς
στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω
δεν άντεξαν μαζί και χάθηκαν μακριά
κρύφτηκαν στις σπηλιές χαμένων παραδείσων

Ό,τι αξίζει πονάει, κι είναι δύσκολο
για να μην υποφέρεις φύγε μακριά μου, κρύψου από μένα
δεν ξέρω αν φεύγεις, τώρα, για το λίγο μου
ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ
πολύ για σένα, πολύ για σένα

Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς
στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω
δεν άντεξαν μαζί και χάθηκαν μακριά
κρύφτηκαν στις σπηλιές χαμένων παραδείσων

Ό,τι αξίζει πονάει, κι είναι δύσκολο...

11.2.10

Εσύ


Δεν σε παρομοιάζω. Γιατί άλλωστε;
Είσαι Εσύ, και δεν χρειάζεται να
φορτωθείς τα κάλλη της φύσης.
Έλεγες, πως δεν θα αντέξω.
Άραγε τι δεν μπορώ ν΄ αντέξω τώρα
που η αντοχή γλυκάθηκε απ΄ την αγάπη;
Δεν είπες ποτέ, μην φεύγεις,
μα τα παράθυρα άνοιξες
και κούρνιασες στην καρδιά μου,
σύντροφος στο δρόμο μου.
Από ΄κει σ΄ ακούω να φωνάζεις
πως υπάρχεις, ακόμη, συνέχεια
για πάντα.

10.2.10

Παραλλαγές



Είμαι
ένα κοχύλι αφημένο στον ήλιο,
μια επιθυμία χωρισμένη στα δυο,
γύρη στα πόδια μιας πεταλούδας,
λέξη μετέωρη στο ποίημα.

9.2.10

Χαρακτηρισμοί


Να σε ρευστοποιήσω θέλω
να γίνεις σάρκα από τη σάρκα μου
συμπληρώνοντας ηδονικά
ό,τι η φύση προνόησε να αφήσει άδειο.
Να σε μετρήσω με τα χείλη μου
να αναρριγείς σε κάθε άγγιγμα
καταθέτοντας το μυαλό
και να χαίρεσαι που το κάνεις.
Να σε νιώσω να ψάχνεις
το άνοιγμα του ρούχου μου
αναζητώντας ν΄ ανταποδόσεις
τον δικό μου περίπατο επάνω σου.
Εσένα θέλω
Ρευστό
Γλυκό
Παντού.

8.2.10

Ω!


Γύρισες γρήγορα
και ήθελα να γράψω
στίχους που ξεκινούν
με ένα θριαμβευτικό
ωμέγα.
Θα έχεις προσέξει
την ομοιότητά τους
με ρούχα που φωνάζουν
μπαούλο.

Έφερες χαρά
σε βαλίτσα γεμάτη
φερμουάρ
έτοιμα να ξετυλιχθούν
στον πρώτο αναστεναγμό.
Θα έχεις διαπιστώσει,
την ασημαντότητά της
όταν στερείται
ανοιγμάτων.

Στάσου έτσι
να σε χαρώ.
Ξέρεις πώς.

7.2.10

Στην αχρηστία


Δεν έχουν νόημα πια στα
κενά μου τα πλαίσια.
Σαν το δυικό αριθμό
κι αυτή η διάλεκτος
στην αχρηστία περνάει.

6.2.10

Για δύο


Ανέβαινε τις σκάλες γρήγορα.
Τα σκαλοπάτια κυμάτιζαν
σαν τα πλήκτρα του Μάνου
σε νεοϋρκέζικες αντανακλάσεις.
Η πόρτα παραδομένη στη διάρρηξη
στεκόταν με τα κλειδιά
στο μεγάλο στόμα της
έτοιμη να σφραγίσει τον δικό της κόσμο.
Τα ρούχα στον καλόγερο, τα παπούτσια
στο ντουλάπι, η τσάντα στη γωνιά του γραφείου.
Όλα εκεί που κάθε μέρα παραφυλάνε
για την επόμενη έξοδο στον κόσμο των άλλων.
Κάποιος, πρόσφατα, της είπε πως μόνο οι χήρες
τρώνε μόνες τους, κι από ΄κείνη τη μέρα
στρώνει το τραπέζι για δύο.
Δύο ποτήρια, δύο πιάτα, δυο πιρούνια,
όλα δύο. Σαν τα χέρια της, τα πόδια της,
τα μάτια της, τ΄ αυτιά της.
Άγρυπνα όργανα ν΄ αρπάξουν την παραμικρή
υποψία του δεύτερου,
καλοδεχούμενου όπως –όπως.
Του ενός μοναδικού δεύτερου
μα πρώτου στη ζωή της.

5.2.10

Θέατρο



Δεν ζω στη φύση
Γι΄ αυτό γνωρίζω τη σιωπή των ουρανών
Που καταλήγει στη μύτη της πένας
Ενός καταπονημένου ποιητή
Που η καρδιά του χτύπησε για πρώτη φορά
Σε προχωρημένη ηλικία.
Ξαφνιάστηκε τότε πολύ
Γιατί οι στίχοι του
Έγιναν μεμιάς ειλικρινείς
Σα το μονόλογο της Ιουλιέττας.
(Ο ποιητής χρόνια τώρα έψαχνε το φύλο του.
Ένας του φίλος είχε πει: «Όλοι οι ποιητές είναι γυναίκες»
Όμως τι γίνεται με την αληθινή Ιουλιέττα,
Εκείνη την άλλη, την τρελή Οφηλία,
Τη σκιερή Τιτάνια,
Την Πόρτσια την πολύτροπη.
Την παραλογισμένη Λαίδη Μάκβεθ;
Ποιος ράφτης ράβει τα κοστούμια της,
Τώρα που τα μαλλιά της άσπρισαν,
Από τις έγνοιες μιας ακατάληπτης ζωής.
Χωρίς των στίχων την προσωρινή παρηγορία;
Τώρα που αυτή ηθοποιός ώριμα πια,
Τις κολακείες απορρίπτεο
Του συνένοχου στη δυστυχία της κοινού,
Και μια βαθιά ρυτίδα χαραγμένη
Ανάμεσα στα φρύδια της,
Ψάχνει τη νιότη την οριστική,
Την πλέον τετελειωμένη,
Αυτήν που παραλείπει τον υπομνηματισμό της Αληθείας
Και ανεβαίνει στη σκηνή Γυμνή,
Χωρίς το τρακ του καλλιτέχνη,
Να πει αυτό που το κοινό
Μέσα στην οκνηρία του χειροκροτήματος ίσως παρεξηγήσει,
Καθότι απροκαλύπτως αληθές;
Ladies an Gentlemen! Εγώ δεν παίζω: Ξέρω.

4.2.10

Χαρταετός


Μασκαρεμένη περισσότερο από άνδρα ηθοποιό
την Αντιγόνη σαν έπαιζε σε αρχαίες αγορές,
ήταν η σκέψη μου απόψε.
Άδικα την κατηγόρησα και βιάστηκα να τη ξεβάψω,
την ώρα που σου κράταγα το χέρι γλιστρώντας
στα λιθόστρωτα μιας άλλης αγοράς.

Δεν έχει νόημα να προσυμφωνήσω το μέλλον
μονάχα να συμμαχήσω με το παρόν.
Την άλλη φορά όμως που θα βάλει
ή επιθυμία τ΄ αποκριάτικα,
θα την ακουμπήσω σε έναν μεγάλο
χαρταετό να ταξιδέψει κοντά σου.

3.2.10

Ένας μικρός πολεμιστής


Μόλις σκοντάψει ένα παιδί
στη σκάλα των αγγέλων
και δει από κάτω
στα χίλια χρόνια μια φορά
το παραμύθι
ξεφεύγει από το μύθο του.

Τα χερουβείμ τότε στα γρήγορα
γυμνώνουν την αλήθεια
με το ραβδί του χάους
χτυπούν τον αθωράκιστο
μετανιωμένο μάγο
κι όλα ξεγίνονται, ξεχύνονται
απ’ του παραμυθιού τα σπλάχνα
οι λεπτομέρειες περίοπτες.

Οι προβολείς ξανά
στης Μαίριλιν τα στήθη
διάφανη η θλίψη η αγάπη διάφανη
φωτίζουν μιαν αιμάτινη καρδιά
και τριάντα αντάρτικα φιλιά
στο στόμα της Χιονάτης
πριν το φαρμακωμένο μήλο
βάφουν τριαντάφυλλο άλικο
στον κρόταφο του ποιητή
όλα μαζί πώς στροβιλίζονται
περίστροφο βαλσάκι
ενός αυλού που σέρνει στον γκρεμό
ποντίκια και παιδιά.

Ποιοι χάνονται
ποιοι κρύβονται στο κόκκινο σκουφάκι
του τρομαγμένου λύκου
ποιοι πιάνονται ανύποπτοι
στου πειρατή το γάντζο
ποιους η μικρή νεράιδα ξεγελάει
με ψέματα γοργόφτερα
στη μύτη του Πινόκιο
ποιοι λιώσαν σα μολύβι με τη χρυσή καρδιά
του ευτυχισμένου πρίγκηπα
και το νεκρό του φίλο χελιδόνι.

Τ’ αριστερό γοβάκι της όμορφης
στη λάσπη πατημένο
κι η παγερή χλαμύδα της Μέδουσας
αφόρετη σαπίζει στον πάτο του βυθού
κι ο θάνατος που πέτρωσε
στη φτέρνα του Αχιλλέα.

Αφύλακτα τα μάτια του παιδιού
με ηδονή βυθίζονται στο Νικημένο
ως να κερδίσει το δικό του πόλεμο
ενάντια στο παραμύθι
την πρώτη ασήμαντη
δική του πύρρεια νίκη
Μεγαλώνοντας.

2.2.10

Εκδρομή



-Τώρα στη Γη
ήρθε άλλος μήνας.
Ο Φεβρουάριος.

Το Φλεβάρη
καρναβάλι
κι αετοί
μικροί μεγάλοι!

Τώρα,
φεγγαράκι μου,
τα παιδιά
στη Γη,
γλεντάνε
την Αποκρηά!
Πρέπει να βρεις
ρούχα να ντυθείς
κι εσύ μασκαράς!

-Αχ τι μπελάς!
φώναξε το φεγγάρι
κι έτρεξε στον κήπο
του Ουράνιου Τόξου
να μαζέψει χρώματα.
Ντύθηκε μασκαράς κι
έγινε αγνώριστο.
Κι ετοιμάστηκε
να κατέβει στη Γη.

-Στάσου! Του φώναξε
Ο πύραυλος. Που πας έτσι;
Θα γελάσει μαζί σου και το
παρδαλό κατσίκι!
-Πολύ ωραία τότε! Είπε
το φεγγάρι.
-Όχι καθόλου! Γιατί, όσο να
φτιάξεις εσύ τη στολή σου,
έφυγε ο Φλεβάρης!
Τέλειωσε το καρναβάλι,
φεγγαράκι μου!
-Και ξανάρθε ο Γενάρης;
-Όχι φυσικά! Ήρθε άλλος
μήνας. Ο Μάρτης!

1.2.10

Ευχαριστώ


Τώρα μπορώ να γυρίσω πλευρό.
Φωνή που σηκώθηκε ξανά
αντήχησε σαν σάλπιγγα στο εγερτήριο.
Ήσουν αλλού και μου φάνηκαν σαν
αναποδογυρισμένες χελώνες, οι μέρες.
Δεν μαντεύω. Ξέρω τώρα.