6.2.10

Για δύο


Ανέβαινε τις σκάλες γρήγορα.
Τα σκαλοπάτια κυμάτιζαν
σαν τα πλήκτρα του Μάνου
σε νεοϋρκέζικες αντανακλάσεις.
Η πόρτα παραδομένη στη διάρρηξη
στεκόταν με τα κλειδιά
στο μεγάλο στόμα της
έτοιμη να σφραγίσει τον δικό της κόσμο.
Τα ρούχα στον καλόγερο, τα παπούτσια
στο ντουλάπι, η τσάντα στη γωνιά του γραφείου.
Όλα εκεί που κάθε μέρα παραφυλάνε
για την επόμενη έξοδο στον κόσμο των άλλων.
Κάποιος, πρόσφατα, της είπε πως μόνο οι χήρες
τρώνε μόνες τους, κι από ΄κείνη τη μέρα
στρώνει το τραπέζι για δύο.
Δύο ποτήρια, δύο πιάτα, δυο πιρούνια,
όλα δύο. Σαν τα χέρια της, τα πόδια της,
τα μάτια της, τ΄ αυτιά της.
Άγρυπνα όργανα ν΄ αρπάξουν την παραμικρή
υποψία του δεύτερου,
καλοδεχούμενου όπως –όπως.
Του ενός μοναδικού δεύτερου
μα πρώτου στη ζωή της.