22.4.11

Ραντεβού ΙΙ



Έτσι για να είναι ωραία η ζωή,
για να είναι ζωή,
περιμένω την επόμενη φορά
κρατώντας τη γεύση σου, νωπή…
Μπ.

Ήταν κιόλας αργά κι όμως δεν φεύγαμε
πικρή η συνομιλία και δεν τέλειωνε
και τι συνομιλία να πεις –φράσεις μισές
«τώρα πια μόνο…» ή «ποιος ξέρει αν…»

Αν εξαιρέσουμε τυχαία συναπαντήματα
είχαμε κοντά χρόνο να ιδωθούμε
ή μάλλον πιο πολύ, ναι, από τότε που…
και τώρα τι να πρωτοπείς, τι να…

όσο να με καλωσορίσει, όσο να παραγγείλουμε
είχε γυρίσει ο ήλιος, άλλαζε το φως
προχωρημένο πια φθινόπωρο κι έκανε ψύχρα
ίσως δεν έπρεπε να κάτσουμε σ΄ αυτό το τραπεζάκι.

17.4.11

Ένσταση για μια παύλα



Εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα
άργησες να στείλεις
τον πιο μακρύ χαιρετισμό σου.
Σαν το γέρικο χελιδόνι
που άφησε ξαφνικά
την παλιά σκεπή μου.
Κι όμως, η Άνοιξη
εξακολουθεί να έρχεται.
Η ζωή γιατί δεν γυρνά;
Μπ.

Κατά το «δοκούν» βιώνω,
ανήκοντας σε κάστα ικανή να αγνοεί
των συνανθρώπων ή της ανάγκης τα κελεύσματα.

Ακόμα κατά το «δοκούν» ευδαιμονώ,
των ημερών μου ηνίοχος,
διανύοντας ήρεμα τον προκαθορισμένο για μένα χρόνο,
εφοδιασμένη, πλην των ηνίων,
με τις προϋποθέσεις για μια συνετή διαδρομή.

Επίσης κατά το δοκούν ευδαιμονώ,
την αμβροσία με το ψωμάκι ταυτίζοντας,
το νέκταρ με το νερό και με του μη εφικτού την παραδοχή.

Κάποτε κάποτε πάλι ευδαιμονώ αιθεροβατώντας
πάνω σε μελιχρότατους μουσικούς φθόγγους ή
σε δεινών χειριστών της γραφίδας στίχους.

Θεϊκής απογείωσης ώρα, καθώς
ραβδοσκοπώντας το χώμα που πατώ ή
τον ουρανό που ατενίζω,
δαμάζω την βαρύτητα.

Κι όταν η ώρα του νόστου σημάνει,
την ωραία μελωδία, το βάθος ή το κελάρισμα
κάποιων στίχων αναπολώντας,
καθώς βαδίζω, υψηπετώ, οπότε επιτρεπετές
οι προεκτάσεις ή αμφισβητήσεις
σε αισθητηρίων μηνύματα.

Έτσι, ενίσταμαι για την πολυσήμαντη παύλα –
των ματιών μου ακίδα-
που αναμένει να συνδέσει την αρχή
με το ελευσόμενο κάποτε τέλος.

Δεν είναι άρνηση του αναπόφευκτου.
Όμως τα σήμαντρα στης Εδέμ τον πυλώνα
δεν έγιναν ποτέ προπομποί θλίψης.

11.4.11

Ξεφύλλισμα



Τις νύχτες βάζω τ΄ όνειρο σ΄ ένα βιβλίο
ν΄ ανακατευτεί με τα ξένα γραφτά
να βάλει νου και να συμμορφωθεί.
Όπως ακριβώς πρέπει.
Εκείνο με πείσμα κρατά τη μεγαλοσύνη του
κι όταν ξημερώσει βρίσκω τα γράμματα
έξω από τις σελίδες, καθισμένα γύρω του
σαν νήπια στο μεγάλο θέατρο.
Δεν ξέρω αν με βλέπεις όταν διαβάζεις.
Δεν ξέρω αν με βλέπεις καν.
Κάποια μέρα θα σου στείλω
όσα πέρασαν κι όσα περιμένω ακόμη.
Και τότε θα καταλάβεις πώς έμαθα
να λογαριάζω το χρόνο ανάποδα.

7.4.11

Απόθεμα



Οι τσέπες σου περιέχουν
μόνο τις φλούδες της ψυχής μου.
Άρωμα νερατζιού.
Αυτού που τρώγεται, γλυκό θα γίνει.
Καιρό θα στέκεται, ανέγγιχτο
και τελειωμένο στο βαζάκι της ζωής σου.

Γεύση γλυκιά.
Αποθέματα με το φόβο της πενικιλίνης
για κάθε πίκρα του τσιγάρου σου.
Κάθε πού αργοσβήνει
γλυκιά ανάμνηση αρχίζει.

Κι όταν θα το τελειώσεις,
λουκέτο στην πόρτα της καρδιάς μου
θα δεις.
Και δεν θα ξέρεις
πού να ψάξεις το κλειδί.