31.8.09

Άγνωστη


Πήρα το μάθημα του αίματος.
Όπως και της λογικής.
Μια παραισθητική μορφή
Καλύπτω την έκφρασή μου.
Πότε στέκομαι στην πόρτα.
Στην θέα του απογεύματος.
Πότε περνώ από τις καθημερινές ώρες.
Ήσυχη τακτοποιώ.
Ποτέ δεν αναγνωρίζομαι.
Ποια λύση θα με παρουσίαζε στο φώς;
Άγνωστη σαν σκιά
Διαρκώς καλύπτω
Την ίδια απόσταση
Από την ζωή μου.

30.8.09

Το τραγούδι της Σειρήνας



Πράσινα πλοκάμια μαλλιά
πράσινος ο μέσα ήλιος μου
προίκα βαρύτητας χωνεμένης
τον έφαγα μπουκιά μπουκιά
τότε που ήταν ακόμα χρυσός σαν μέλι.

Τώρα στον ανάποδο κόσμο
μαζεύω ίσκιους μετράω φυσαλίδες
μετεωρίζομαι
στον τόπο από λειωμένους καθρέφτες:
εδώ που δεν υπάρχουν είδωλα
και κάθε μορφή στέκει ανεπανάληπτη στο διηνεκές παρόν της.

Το στόμα πρέπει να μένει ανοιχτό
τα μάτια ακίνητα προσηλωμένα
εδώ διαλέγεις άγαλμα και το φοράς σαν ρούχο.

29.8.09

Τα βήματά σου


Τα βήματά σου, ω! τα βήματά σου
τα γνώριμα, τ΄ αγαπημένα
πόσον καιρό είναι σωπασμένα!
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια,
έχω διψάσει τα φιλιά σου,
μα ποια με σφάζουνε μαχαίρια
σα θυμηθώ τα βήματά σου,
που ως τ΄ άκουγα, με μιας ακέρια
βρισκόμουν μέσ΄ στην αγκαλιά σου…
Τ΄ αγαπημένα βήματά σου
στα ονείρατά μου τρομαγμένα
φτάνουνε κάποτε σε μένα!
Δεν ξεχωρίζω τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια,
δε με ζεσταίνουν τα φιλιά σου,
μα σα χαμένα περιστέρια
φτερουγιστά τα βήματά σου
ζυγώνουν, και με μιας ακέρια
βρίσκομαι μέσ΄ στην αγκαλιά σου.

28.8.09

Πρόβα


Μιλήσαμε, αλληλογραφήσαμε,
χαρήκαμε, αρπαχτήκαμε,
ζητήσαμε εξηγήσεις, πήραμε απαντήσεις.
Στο τέλος μας έμεινε το γέλιο.

Πόσο ωραία μπορούν να περνούν
οι νωθρές, δανεισμένες μέρες μας.
Πόση ανακούφιση είναι να υπάρχει
κάποιος να αγωνιά για σένα.

Όταν βγάζεις τα ρούχα σου
και αφήνεις το νερό να τρέχει,
σε μελωδία να μεταμορφώνεται,
ετοιμάζεις τ΄ όνειρο.

Αν ήξερες πόσο μου λείπεις…

27.8.09

Πορφυρό




Να, σε Άνοιξη πορφυρή
έλα και στάσου αρωγός προτού
η νύχτα η σκοτεινή επιστρέψει,
ν΄ ανασύρει τη μνήμη, ν΄αναιρέσει
το ναι, το αδύναμο, προς την ανθοφορία

κι ας είναι μόνο
της σιωπηλής μπιγκόνιας του σπιτιού.


[Eccoti scarlatta primavera]

Μτφρ: Κ. Κουτσουρέλης

26.8.09

Αύγουστος


Σκορπάει το κλήμα γύρω τους χυμούς του,
τρυγούν μέσα στ΄ αμπέλι τα σταφύλια
κι απ΄ τη γερτή του μπαλκονιού μας γρίλλια,
μέσα στ΄ απομεσήμερο του Αυγούστου,

η μυρουδιά του πατημένου μούστου
στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια,
κ΄ ηδονικά χαϊδεύει μας τα χείλια.
Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του

τριγύρω μας απλώνει πονηρά
τη μέθη με τα φλόγινα φτερά…
Δε φταίμε εμείς, αν μέσα στις καρδιές μας

ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας…
ζεστό τ΄ απομεσήμερο του Αυγούστου,
μεθυστικιά κ΄ η μυρουδιά του μούστου.



25.8.09

Τσαλακωμένο χαρτάκι



Βγήκα έξω ψάχνοντας να σε δω.
στην αρχή κοίταξα τον ουρανό-
πιστεύοντας ότι θα έχεις στείλει ένα αστέρι να σβήσει στα πόδια μου.

Τίποτα.

Μετά κοίταξα στη γη -
νομίζοντας ότι η σκόνη παρασυρμένη από τον αέρα γράφει τ΄ όνομά σου.

Τίποτα.

Μετά γύρισα μέσα και έψαξα στις σελίδες
τις αρμυρισμένες από τα δάκρυά μου.

Τίποτα.

Έγειρα στη φωτογραφία σου -
προκαλώντας σε να μου μιλήσεις.

Τίποτα.

Πέρασα με το χέρι μου όλες τις φωτεινές οθόνες -
και εκείνες σκοτείνιασαν.

Τίποτα.

Ήθελα να επιβεβαιώσω τη συγκυρία -
Υπήρχες. Αλλιώς θα το είχα καταλάβει.

Στο τέλος ένιωσα το ιδρωμένο χέρι σου ν΄ ανοίγει
και να πέφτει ένα τσαλακωμένο χαρτάκι.
Ήταν οι σκέψεις μου στα χέρια σου.

Και είχα τόση επιθυμία να σ΄ αγγίξω!
Κι εσύ φανταζόσουν το ζοφερό μέλλον σου
χωρίς εμένα.

Όχι! Όχι μ΄ αυτόν τον τρόπο.
Είσαι στον τοίχο. Μην τον αφήνεις
να μεγαλώσει.
Δίπλωσε το χαρτάκι. Μην το αφήσεις να ξαναπέσει.

Επειδή το έχεις ανάγκη.

24.8.09

Την επόμενη μέρα



Δεν ήθελε να φύγει ασυγχώρετος. Έτσι, όταν κατάλαβε πως πλησίαζε η ώρα του, έψαξε και τη βρήκε. «Η φυσική σου παρουσία δεν μου λείπει», είπε. «Σαράντα χρόνια έχω συνηθίσει να σου μιλάω δίχως να σε βλέπω». Μετά, η φωνή του χαμήλωσε. «Αν όλοι οι φίλοι μου χαθούν, θα νιώσω μόνος. Μα μόνο αν εσύ χαθείς θα νιώσω μοναξιά. Άσε με να πεθάνω στα χέρια σου.»

Άκουγε ταραγμένη αυτό το ερείπιο, φωταγωγημένο από ολόκληρη την ασχήμια του γήρατος και του γοργά επερχόμενου θανάτου.

«Μου ζητάς το υπεράνθρωπο», του είπε. «Πόσο ακόμη ν΄ αντέξω! Κι ακόμη με αναγκάζεις, εγώ, που από πάντα μου ήμουν τόσο περήφανη και ποτέ μα ποτέ δεν μίλησα σε κανέναν, τώρα πια να μιλήσω. Γιατί είσαι ο μόνος απ΄ όλον τον κόσμο που γνωρίζει την αρχή, τη μέση και το τέλος της θλιβερής μου ζωής. Γιατί εσύ το προκάλεσες.»

Σώπασαν και κοιτάχτηκαν βαθιά και τις επόμενες φορές μίλησαν για άλλα.

Ο καιρός κύλησε γρήγορα, με τον τρόπο που έχει ο θάνατος να ξεφεύγει της προσοχής σου, ακόμη κι όταν είναι τόσο παρών. Και μια γλυκιά φθινοπωριάτικη μέρα κηδεύτηκε αυστηρά μεταξύ των οικείων του.

Στο νωπό χώμα εμφανίσθηκε την επόμενη μέρα μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά. Η τσακισμένη της φιγούρα ήταν γονατισμένη στη θέση που ήταν το κεφάλι του νεκρού, και με τα χέρια έσκαβε λάκκο βαθύ και μαλακό. Έβγαλε απ΄ την τσάντα της κάτι που από μακριά έμοιαζε με νυστέρι και, αφού το έμπηξε στο μεσιανό της δάχτυλο, στο αριστερό πρώτα και ύστερα στο δεξί –το δάχτυλο ακριβώς με το οποίο ευλογεί ο Χριστός τα πλήθη-, τα ζούληξε να στάξουνε παχιές, πυκνές αιμάτινες σταγόνες. Κι αμέσως τάπωσε τον ανοιγμένο λάκκο μ΄ ένα κομμάτι γης που είχε φέρει μαζί της. Επάνω του ξεφύτρωναν εκείνα τα λουλούδια που μοναχά με την πανσέληνο ανοίγουν μια νύχτα μαγική.

Έσκυψε κι άλλο, έβγαλε απ΄ τον κόρφο της ένα μικρό βιβλίο και διάβασε αργά τα λίγα λόγια που ο τρομοκρατημένος νεωκόρος ήταν φύσει αδύνατο ν΄ ακούσει απ΄ τη γωνιά που έστεκε ώρα κρυμμένος και παρακολουθούσε τη σκηνή.

Νιώθοντας πως η άγνωστη δεν τον πήρε χαμπάρι, ξεγλίστρησε να τα πει του παπά, που αμέσως αντιλήφθηκε το νόημα της τελετής. «Κάποτε υπήρχε η πυρά για ετούτες», είπε σταυροκοπούμενος. Αλλά, παρ΄ όλη τη σπουδή του, δεν την πρόλαβαν. Η άγνωστη είχε χαθεί και η περιγραφή του νεωκόρου δε στάθηκε ικανή να εντοπίσουν οι αρχές την ύποπτη.

23.8.09

Τ΄ όνειρό μου


Τ΄ όνειρό μου
θάρθει απόψε.
Απ΄ τα παιδικά μου χρόνια.
Έτσι το περίμενα.
Ντυμένο την ευγένεια,
σαν μια κάθετη γραμμή
του Ελ Γκρέκο.
Ντυμένο την απλότητα
σαν το αγριολούλουδο.
Πολύ οδοιπορήσαμε
να βρεθούμε μαζί.
Ίσως όταν ανταμωθούμε
να μη γνωρίσει
ο ένας τον άλλον.
Τόσο ο χρόνος
Θα ΄χει αλλάξει την επιφάνεια.
Θα με κοιτάξεις με απορία.
κι εγώ θα σου χαμογελάσω
σαν κάποιο φιλικό πρόσωπο
να μου θυμίζεις.
Μα θα προχωρήσουμε,
ψάχνοντας ο ένας για τον άλλον…

22.8.09

Το δέντρο



Το μεσημέρι περνούσε
ρυθμίζοντας τον ύπνο του πελάγους
με τη θηλύτητα του κύματος
χαμηλώνοντας στο μέγεθος της απουσίας.
Αν στενεύουν οι ρίζες
είναι γιατί συνωμοτούν με την ακινησία
γυρεύοντας ν΄ αφουγκραστούν
σμίγοντας τον αναστεναγμό της γης
που πάλλει από κάτω τους.

Κάτω απ΄ το στήθος μου κανείς δεν ξεκουράζεται
μαστοί αυροφίλητοι, ένας στιλπνός ιστός
όπου σφριγούν αυτά τα δέντρα
μια κρυμμένη κιονοστοχία
που μετρά τα παραπτώματα, τους γογγυσμούς
μια φυλλωσιά να σε κρατήσει
που θα πέσεις
όταν το κενό αποκτήσει διάσταση.
Ούριος έφτασες στο κρεβάτι της φύσης μου
σαν υπνοβάτης ανέγγιχτος, σ΄ αυτό το ύφυγρο πέπλο
ως να σ΄ αδράξει ήρεμος
ίμερος δίβουλος, ήχος πυκνός
σάλπισμα ζωηρό αυτής της ιστορίας
που λυγίζει τους αγκώνες μου
σε ένα νεύμα, αγχόνη του καιρού
σκουριασμένο κανόνι έτοιμο να διαλυθεί
με μια βροντή ακόμη.

Ασθένεια δεν υπάρχει·
μόνο μια σαθρή αυτοτέλεια
που χάνεται στο νόστο
καθώς ο καβαλάρης των ονείρων
διάφανος, πυρπολείται στην απόγνωση
γιατί τα χαρισμένα γίνονται φορές λεπίδια
και το καράβι σχίζεται να καταπιεί τα χρώματα.

Ο θόρυβος που ακούγεται είναι από τα κύματα.

Κάτω απ΄ το φύλλωμα της σιωπής
θα ψαύσεις
τα ιδρωμένα βότσαλα
που συνθλίβουν τις αδυναμίες
κι αν ξεπερνώντας τις ρίζες
φτάσεις
το πολύκαρπο του οράματος που σε λυτρώνει
τότε θα ιδείς
το αποτύπωμα της συντριβής
στο χαμόγελο που δεν έχει ακόμα σβήσει.

21.8.09

My love


An empty street, an empty house, a hole inside my heart,
I'm all alone, the rooms are getting smaller,
I wonder how, I wonder why, I wonder where they are,
The days we had, the songs we sang together.

And all my love, I'm holding on forever,
Reaching for a love that seems so far.
So I say a little prayer and hope my dreams will take me there
Where the skies are blue, to see you once again, my love,
Overseas and coast to coast to find a place I love the most,
Where the fields are green, see you once again, my love.

I try to read, I go to work, I'm laughing with my friends.
But I can't stop to keep myself from thinking,
I wonder how, I wonder why, I wonder where they are,
The days we had, the songs we sang together.

And all my love, I'm holding on forever,
Reaching for a love that seems so far,
So I say a little prayer and hope my dreams will take me there,
Where the skies are blue, to see you once again, my love,
Overseas and coast to coast, to find a place I love the most,
Where the fields are green, to see you once again.

To hold you in my arms, to promise you my love,
To tell you from afar, you're all I'm thinking of.
Reaching for a love that seems so far.

So I say a little prayer and hope my dreams will take me there,
Where the skies are blue to see you once again, my love,
Overseas and coast to coast, to find a place I love the most,
Where the fields are green, to see you once again, my love.

Say a little prayer, my sweet dreams will take me there,
Where the skies are blue, to see you once again,
Overseas and coast to coast, to find a place I love the most,
Where the fields are green, to see you once again, my love.

Στίχοι του τραγουδιού "My love" των Westlife

20.8.09

Άμυνα



Πρέπει να μάθω να πελεκώ
Αυτή την πέτρα
Να ζωγραφίζω πάνω στην πέτρα
Να την κοιμίζω σαν μωρό
Στο κόρφο μου να τη ζεσταίνω
Με κάθε είδους συμπεριφορά
Με χίλιους τρόπους
Να μην ξυπνήσει η πέτρα μου
Κάποιο πρωί
Και με χτυπήσει


19.8.09

Πτηνοτροφεία ομίχλης




Άτεγκτα μ' έφερες Νοέμβρη εσύ
πάνω στο άσπρο παχνιασμένο στήθος σου

στήθος, τι λέω, κουτί που κροταλίζει
ένα κλουβί με κήπο και σαβούρα

μέσα ένα γέρικο πουλί κάθεται στο κοντάρι
μισό χειμώνας μισό χιονολουλουδιασμένος διάβολος

πώς με πήρες πώς ήρθα στην κοιλάδα
πώς με φοβέριζες και φεύγω μες στις βελανιδιές

η ανάσα σου λαχανιαστή στην αλέα πλέκει
γύρω από τα κλαδιά δίχτυα υγρά, λαβύρινθο

μισότυφλη είμαι το φως των πλευρών σου
και από αγάπη πιο μεθυσμένη σαν εσύ να 'χες

υφάνει για πάντα μουχλιασμένο κάγκελο
γύρω από το πουλί το αιωρούμενο μόριο, την καρδιά σου.


Μτφρ: Σ. Σουλιώτης

18.8.09

Το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο


μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται
στο διάστημα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,
τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε μένα ξένες.

ωραίες σαν το κεφάλι μου - εκσφενδονίζεται
συνένοχο.

17.8.09

Αλλαγές


Σα ν' άλλαξαν οι φωνές των βραδινών πουλιών
οι συνδυασμοί πιο πολύπλοκοι
τα κρωξίματα έγιναν κραυγές.
«Επίτηδες το κάνουν» λέω
«για να μην πιάνω πια κανένα μήνυμα».
Οι σιωπές τους αχανείς-
Προτιμούν να πετούν πάνω
από τα κύματα χωρίς ποτέ να κοιτάνε κατά δω.

Τάχυνε το βήμα του
στον ουρανό κι ο ήλιος-
λιμασμένος τρέχει να καταβροχθίσει
το γεμάτο νύχτα πιάτο του.

Απόψε πάλι τσακώθηκα με την ψυχή μου
που επιμένει να πιστεύει
πως το φως που ανατέλλει
σημαίνει μέλλον και γι' αυτή.

Σα ν' άλλαξε ο Δωδεκάλογος της ύπαρξης
του γύφτου εαυτού μου
προστέθηκαν άλλα λόγια
πιο πεζά, πιο ποταπά
ανίερα για τον έρωτα
ανιαρά χωρίς τα μάτια
κάποιου θεού.

Σα ν' άλλαξε και το «καλώς ήρθες»
που μου 'λεγε η φύση
κι ακούγεται σαν «κατευόδιο».

16.8.09

Οι ανυφάντρες δίχως άντρα

Να τες οι ανυφάντρες των πόντσος, σκάβοντας το χώμα μέσα στις πέτρες για να ξεθάψουν τα δέρματα που έχουν πια μουλιάσει. Τώρα θέλουν κοπάνισμα, που θα τις σκεπάσει με κόκκινη σκόνη, κι ύστερα θ΄ αρχίσουν το μάδημα. Οι τσούπρες θ΄ ανεβούν σε λίγο τη ρεματιά να κουβαλήσουν το νερό που χρειάζεται να βράσουν το μαλλί και να το ξεπλύνουν.
Είναι τα τελευταία δέρματα: λιγόστεψαν τα βιγόνια, λιγόστεψε και το κυνήγι των προβατοκαμήλων, γι΄ αυτό κι οι άντρες παν να βρουν δουλειά στο ζαχαροκάλαμο, κατά το Τουκουμάν, και στη Χιλή. Μπορεί να τους καλούν κι οι μάγισσες του Φαματίνα, τις ήσυχες νύχτες, όταν ακούγεται κείνο το τραγούδι, σαν πεθαμένου, που υπόσχεται το χρυσάφι και τον αμέθυστο, κρυμμένο μέσα σε πέτρα. Οι άντρες πιστεύουν πώς είναι το τραγούδι της αγάπης και του πλούτου, και τρέχουν. Φεύγουνε σαν δραπέτες, άλλο από το μονοπάτι του Ινδιάνου, άλλοι από του βοριά τα μέρη, μόλις μυριστούν τον Ζούντα, το ζεστό αγέρι, αρμυρό από τον ιδρώτα της γης.

Μια νύχτα που τις Ανσέλμα της φάνηκε πως άκουσε τις πατούσες του πούμα, βγήκε στο ξάστερο και είδε μια ξένη μάγισσα να χτενίζεται σιγοτραγουδώντας. Από το τραγούδι της κατάλαβε πως ήταν από το Φαματίνα. Στα μαλλιά της είχε χρυσαφένιες καρφίτσες, που σπιθοβολούσαν σαν του θειαφιού τη θράκα. Όταν η Ανσέλμα γύρισε στην καλύβα της, βρήκε τον άντρα της να ετοιμάζεται. Είχε χρυσά τσιμπήματα σ΄ όλο το κορμί και μάτια σαν καρφίτσες.
«Γιατί παίρνεις το γαϊδούρι;» τον ρώτησε. «Θα γυρίσω αμέσως», της απάντησε. Η Ανσέλμα όμως ήξερες πως πήγαινε για το Τσιλεσίτο και πως δε θα ξαναγυρνούσε.
Σε λίγο έφυγε και ο γείτονας, και τ΄ αδέρφια, και τα ξαδέρφια και τ΄ αγόρια του γείτονα. Ακόμα και τα κοπέλια, μόλις ξετινάζονταν λιγάκι, άρχιζαν να κοιτάζουν μακριά. Και μια κάποια νύχτα χάνονταν.
Δίχως άλλο, στο Φαματίνα υπήρχε χρυσάφι. Υπάρχει, χωρίς αμφιβολία. Το βρήκε ο Ανισέτο, αυτός που γκρεμοτσακίστηκε. Ακόμα και ο πέτρινος σταυρός, που σηκώσανε στη μνήμη του. Έχει μέσα του μια χρυσή φλέβα. Τα δισάκια του Ανισέτο ήταν φορτωμένα χρυσάφι, όταν κατρακύλησε στα κατσάβραχα που τον πλάκωσαν. Και ο Λεόνσιο είχε το ζουνάρι του γεμάτο κουκούτσι από χρυσάφι, όταν το έφραξε στη σπηλιά μιας μάγισσας ένα κοτρόνι του βουνού.

Ο Σίριλο φόρτωνε φτυαριές το χρυσάφι, κι αυτό ξαναγινότανε. Ένας αμούστακος, που πήγαινε για νερό, πρόφτασε και τον είδε, με τα πέντε μουλάρια του φορτωμένα, ψηλά στο μονοπάτι του Ινδιάνου, στην πλαγιά του Μιράντα. Τον είδε λίγο πριν γκρεμιστεί, με τα δισάκια του να βγάζουν σπίθες στον ήλιο. Κι αυτό του συνέβηκε γιατί δεν πήρε φυλακτό του την Παναγιά του Κάμπου, από φόβο μήπως θυμώσει το Βρέφος-Δήμαρχος [σ.τ.μ. θεότητα των Ινδιάνων], που πάλι ξέχασε να το πάρει, γιατί δεν ήταν της θρησκείας του. Ο αμούστακος είπε πως οι μούλες, τώρα λεύτερες, χλιμίντριζαν σηκωμένες στα πισινά τους, σαν κατσίκες, και πως καθώς ξύνονταν στα μαλαματένια βράχια, τους φύτρωναν γυναικεία μαστάρια. Μα, ποιος θα πιστέψει τους αμούστακους, που δεν είναι ούτε κοπέλια ούτε άντρες. Και δεν είναι μυστικό πως στο φως του φεγγαριού καθετί αστραφτερό τους φαίνεται γυναίκας κόρφος.

Λέγοντας και ξαναλέγοντας ιστορίες οι ανυφάντρες, τις κάμανε παράδοση. Λέγανε πως το Βρέφος-Δήμαρχος παρουσιάστηκε στη Σιγκισμούντα, με το σκήπτρο και το χρυσό του πόντσο, και της φανέρωσε πως ο άντρας της είχε παντρευτεί μιαν άλλη, από αυτές του Φαματίνα. Λέγανε πως μια νύχτα ο Αι Νικόλας, από τη Ριόχα, είπε στο αυτί της Ανατίλδε πως ο Αβελίνο, παραφορτωμένος όπως ήταν, γκρεμοτσακίστηκε στην Πλαγιά του Χουάκο. Πέφτοντας στον φεγγαρόκαμπο, τον παρέλαβε η Κυρα-΄Ισπα, τον έλουσε με ασημόνερο και τον στέγνωσε με τεμπεσίρι, για να καθαρίσει και το χρυσάφι του, και ν΄ αστράφτουν περισσότερο κι από τη φεγγαρίσια πέτρα.

Οι ανυφάντρες πλένανε τώρα το μαλλί, μα η μικρότερη, η Ουλόχια [σ.τ.μ. Ουλόχια, Ουσέβια, είναι τα ελληνικά ονόματα Ευλογία, Ευσεβία, κ.τ.λ., που μετέφεραν στη Ν. Αμερική οι καθολικοί ιερείς], μάδιζε ακόμα ένα δέρμα γεμάτο χώματα με τόση δύναμη, που το ΄σκισε στα δυο. Καλή της τύχη που ήταν προβατοκαμήλας, γιατί αν ήταν από βιγόνι, οι άλλες θα πέφτανε απάνω της, κι ένας Θεός ξέρει ως που θα φτάνανε. Όχι πως δεν το σκέφτηκαν· αλληλοκοιτάχτηκαν, όμως καμιά δεν θέλησε να κάνει την αρχή.
Απλώνουν τώρα το πλυμένο μαλλί πάνω στις πέτρες, να στεγνώσει, ένας κουρασμένο αγέρι, με μυρωδιά μακρινής χώρας, σιγοανεβαίνει. Στην καθεμία τους φέρνει θύμησες από τον άντρα της που, ζωντανός ή πεθαμένος, βρίσκεται ποιος ξέρει πού, και με ποιαν. Όσες είναι ακόμα κοπελιές, περιμένουν κάποιον άγνωστο, που μπορεί να ΄ρθει να τις ζητήσει, ή ονειρεύονται φευγάλες με κάποιον αμούστακο, απ΄ αυτούς που σιγά σιγά γίνονται άντρες. Μόλις όμως αντρωθούν, φεύγουν μόνοι τους και στο σκοτάδι.
Το απομεσήμερο προχωράει σίγουρο, σαν τα χέρια των ανυφάντρων, και ο ήλιος πάει να γείρει πίσω από τη μαύρη ράχη. Το μαλλί θα μείνει εκεί, στο ξάστερο, πάνω στις πέτρες. Το πρωί θα του δώσουν το τελευταίο κοπάνισμα για να το μαλακώσουν, κι ύστερα θ΄ αρχίσουν το κλώσιμο και το φάσιμο. Οι γυναίκες τώρα γυρνούν στις καλύβες τους, όπου δεν ακούγεται κλάμα μωρού. Το ασημένιο ποτήρι με τα μάτε φτάνει στα χέρια του αμούστακου, που τεντώνεται με τα μάτια γεμάτα δυσπιστία.
.


Πρώτες το άκουσαν αυτές που κάθονταν στις καλύβες του νότου. Τώρα όμως ακούγεται ν΄ ανεβαίνει απ΄ όλη την πλαγιά, σιγανό, ανέμελο, ένα σφύριγμα μακρόσυρτο, τεμπέλικο, σαν ένα λάσο, που κλωθογυρίζει και πέφτει στη χαράδρα, στο βάθος κάθε χαράδρας, για να σηκωθεί και πάλι, και πάλι ν΄ ακουστεί. Σφύριγμα διαπεραστικό, σφύριγμα σερνικό.
Οι ανυφάντρες βγήκαν στις πόρτες των καλυβιών τους, και σαν να τις τύφλωσε και να τις κούφανε το αστροπελέκι, πήρανε τον κατήφορο και φτάσανε στο δρόμο. Το σφύριγμα όσο πάει μεγαλώνει, μελωδικό, περήφανο, σαν τη φραγκοσυκιά, γλυκό σαν τον καρπό της, αντρίκιο σφύριγμα.
Τώρα οι γυναίκες σιωπάς και στραβοκοιτάζονται, γεμάτες υποψία. Οι νεότερες συγυρίζουν τα ξεβαμμένα φουστάνια τους, με τα επιδέξια χέρια που ξέρουν να φαίνουν πόντσος. Αν πήγαιναν, να φορέσουν το κυριακάτικό τους φουστάνι, αυτό που φυλάγουν στο σεντούκι, για τη μέρα που θα πάνε στη σπηλιά της Παναγιάς του Κάμπου; Μπορείς να ΄χουν ακόμα καιρό, όμως δεν τον αποφασίζουν. Το σφύριγμα φουντώνει, αγκαλιάζει τα βουνά. Η Ουλόχια έχει αυτή δεύτερο φουστάνι, κόκκινο, που το φυλάει κάτω από το κλινάρι του καλυβιού της. Το φουστάνι αυτό αφήνει ένα μεγάλο άνοιγμα στο στήθος. Γυρνάει ξάφνου τις πλάτες της, και με το μαχαίρι που κρατάει για τις φραγκοσυκιές, ανοίγει μια κοψιά στο φουστάνι που φοράει, ως τα μεστά της στήθια. Ένα σκοτεινό και υποψιασμένο αγέρι ανεμίζει τα μαλλιά και τις φούστες των άλλων γυναικών.
Η Ουλόχια είναι η πρώτη που τον είδε, σε μια στροφή του δρόμου. Οι άλλες αντίκρισαν τη ματιά του κι ανέβηκαν στα κοτρόνια για να δουν καλύτερα: ένας άντρας καβάλα σ΄ ένα γαϊδούρι. Τώρα το τραγούδι ανεβαίνει ηδονικό, ύπουλο, σφύριγμα που σκάει στις πέτρες και τα πουκάμισα των γυναικών, και τα κάνει να τρίζουν. Είναι ξένος. Δε μοιάζει με τους άλλους, που φύγανε σιωπηλοί, κοιτάζοντας μακριά, όλο μακρινότερα. Αυτός είναι πιο νιος, όσο ποτέ δεν ήταν οι άλλοι, και πρέπει να ξέρει πράματα καινούρια και παλιά, και ξέρει να τ΄ ανιστορεί. Στο ένα του χέρι κρατάει, σαν καμουτσί, μυροβότανο. Δεν βλέπουν να ΄χει ούτε λάσο ούτε μαχαίρι.

Κρυμμένες μέσα στους ξερούς βάτους τον βλέπουν να περνάει σφυρίζοντας, χωρίς να τις βλέπει. Κράαακ, η Ουλόχια σπάει με δύναμη ένα βροντόλαλο κλωνάρι, ο ξένος ωστόσο δε σταματάει, και μόνο γελάει από μέσα του, μόνο με τα μάτια.
Ύστερα το σφύριγμα, σιγά σιγά, γίνεται ψιλή κλωστώ, ατέλειωτη, σαν ποτάμι ζωγραφιάς, που δεν ξεραίνεται ποτέ του. Κάτι τέτοιο είναι κι ο ξένος.
Η Ουλόχια πετιέται από τη βίγλα της. Τώρα βρίσκεται στο δρόμο. Στραβοκοιτάζει τις άλλες. Απάνω της πέφτουν και βαραίνουν τα μάτια των άλλων. Ακόμα και οι γριές, σωστές ξυλόριζες, ρίχνουν ματιές δικαστή και ενωματάρχη. Η Ουλόχια προβαίνει ακόμα ένα βήμα. Είναι σα να πάτησε αλεποπαγίδα. Ανσέλμα και η Ανακλέτα, η Ουσέβια, η Σιγισμούνδα, η Ουχένια και η Αναστασία, πηδάν κι αυτές στο δρόμο. Η Ουλόχια περιμένει, βαριανασαίνοντας, όμως ήσυχη, καθώς το μακρινό, μισοσβησμένο, ξεμακραίνει, ζεστό, στερνή ανάσα του ήλιου, κάπου πιο κάτω, στα λαγόνια της γης.
Ύστερα, μόνο η κρύα νύχτα και η σιωπή, που την σπάζουν οι φωνές των άγριων πουλιών. Οι πιο γριές κι οι πιο μικρές, γυρνούν στα καλύβια τους, όμως η Ουλόχια, όπως και Αναστασία, στέκονται κει, επίμονα, και κρυφοκοιτάζουν η μια την άλλη. Το σκοτάδι βαστάει πιότερο από το φως…
T΄ αστέρια στραφταλιάζουν δυνατά, και στην καθεμιά τους λένε και μιαν ιστορία: για ξεραμένες κοίτες, για εκκλησιές με τρούλους καμωμένους από σφυρίγματα, για διαβόλους που γέρνουν πάνω στα μάτια των κοιμισμένων γυναικών, για τις αλοιφές που γίνονται με δάκρυα κατσικιών. Κρίμα, που δεν ακούγεται ούτ΄ ένα γέλιο στρίγγλας, ένα γέλιο, που ίσως και να το περίμεναν οι ανυφάντρες.

Κατά τα ξημερώματα ξανακατεβαίνουν οι γριές και οι κορούλες. Φαίνονται ακόμα πιο αδύνατες μέσα στο αδύνατο φως της χαραυγής, που μόλις αγγίζει την πλαγιά.
-Προχωρήστε, λοιπόν, τι χασομεράτε, μας περιμένουν τα μαλλιά κατάστεγνα. Είναι καιρός ν΄ αρχίσουμε το λανάρισμα. Κι ύστερα το γνέσιμο –είπε μια γριά.
Κουβαλούν τα σύνεργα και μοιράζουν τους κόπανους. Ξάφνου ακούγεται, πολύ μακριά, το σφύριγμα.
Αδύναμο τώρα και τρεμάμενο, σαν κραυγή φτωχού πουλιού, σε τούτο το ξημέρωμα χωρίς πουλιά. Είναι το ίδιο το χθεσινοβραδινό τραγούδι, όμως χωρίς ζωή. Οι γυναίκες στέκονται ακίνητες και αμίλητες. Ο ήλιος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια τ΄ ουρανού, όμως το τραγούδι σταματάει, κάπου σβήνει, σαν πουλί που ξεψύχησε στο πέταγμά του. Ύστερα, πάλι σηκώνεται, ξαναβρίσκει τα φτερά του.
Επιτέλους, στη στροφή του μονοπατιού φαίνεται καθαρά κάτι που προχωράει. Δεν είναι καβαλάρης. Πορεύεται πεζός, κουνιέται, το τραγούδι του δεν είναι καν σφύριγμα, τρέχει θολό νερό, πολύ αδύναμο για να γίνει σφύριγμα, φωνή σερνάμενη, κυματιστή… μια γυναίκα με κίτρινη μπλούζα, με φούστα και μαλλιά χρυσοκόκκινα, χρώμα που έχει το βρώμικο χρυσάφι, μια γυναίκα που ξαναγεννιέται μέσα στη σάρκα της και που τη χαίρεται, τραγούδι-ποτάμι με χρυσά λέπια, ποτισμένη ποταμιά γονιμοποιημένη, σερπετό με πράσινα μάτια, όχι το πράσινο της φραγκοσυκιάς, παρά το πράσινο φαρμάκι που έχει το χρυσάφι, που κάνει να σκάνουν οι πέτρες και οι άντρες.
-Μάγισσα, στρίγγλα, φώναξε η Ουλόχια.
-Στρίγγλα, στρίγγλα, ξανάπαν η Σιγισμούνδα και η Ανσέλμα, η Αναστασία και η Ουχένια κι ακόμη η Ανάκλετα και η Ουσέβια. Στρίγγλα, στρίγγλα, στρίγγλα, αντιλάλησαν οι πλαγιές, τα βουνά, οι γριές, οι κοπελιές, τ΄ αγριάγκαθα, η χαρουπιά κι η ξεραμένη ρεματιά. Στρίγγλα, γέλασε το ξεμοναχιασμένο αγριοπούλι, και μούγκρισαν οι πέτρες, κι η γυμνή από χώμα γης, κι οι ανυφάντρες κατέβαζαν τους κόπανους, που έκοφταν σφυρίζοντας τον αέρα, χωρίζοντάς τον σε ζεστές λωρίδες, κούρβουλα και κλωνιά σπασμένα πάνω στην ξωμερίτισσα, ρεματιά με ρυάκι μόνο για τον εαυτό της, γυναίκα-γυναίκα, πεσμένη, καταραμένη, που χύνει αίμα γλυκό στρίγγλας και σκόνη χρυσαφιού πάνω σε κατακαμένες σουβλερές πέτρες, σπαρταρώντας μες στ΄ αγκάθια, καθώς οι ανυφάντρες δίχως άντρα κοπανούν με τους κόπανους δυνατά, πιο δυνατά, εκείνη τη χαριτωμένη στρίγγλα που τώρα βογγίζει, γρυλίζει, αιματοκυλιέται…

-Εγώ σο το ΄πα, πως μια μέρα βρήκαμε μια στρίγγλα με φιδίσια γλώσσα, που σφύριζε, κεντρισμένη από το διάβολο. Να την κάψει το θειάφι, να γίνει αποκαΐδι, καταραμένη στρίγγλα…

Μτφρ: Γ. Χουρμουζιάδης

15.8.09

Η μάσκα


Ετούτη η μάσκα ακουμπάει πολύ βαθιά.
Είναι χτισμένη στον άγγελο,
στις γαλάζιες λέξεις της ομορφιάς.
Είναι απ΄ το χρώμα της καλοσύνης φτιαγμένη.
Το σκληρό γρανίτη προσπαθεί να ξεχάσει,
της καταγωγής της το σημάδι,
τα φύκια τα λασπωμένα απ΄ όπου αναδύθηκε.

Ετούτη τη μάσκα απ΄ ουρανό καμωμένη
προσπαθείς να εφαρμόσεις στο πρόσωπο.
Όμως τη σκίζουν τα σκοτεινά νερά της καρδιάς σου,
ένα μαχαίρι την ομορφιά της πληγώνει,
τα δάκρυα τρέχουνε από τις τρύπες
που τους ανθρώπους θέλανε να κοιτάζουν.
Πρόσωπο ετούτο δεν είναι.
Είναι κουρέλι που στα χέρια κρατάς και πονάς.

Όμως την κίνηση ετούτη μην πάψεις ποτέ,
τη μάσκα που διάλεξες να φέρνεις στο πρόσωπο.
ίσως μες στις σχισμές της,
ίσως μες απ΄ τη νύχτα -της ψυχής σου τη νύχτα-
κάποιοι κρίνοι ν΄ ανθίσουν γαλάζιοι.

14.8.09

Πώς ομορφαίνεις!


Πώς ομορφαίνεις, πόσο νέος γίνεσαι
μέσα στην αγκαλιά μου, πώς μυρίζεις!
Ως θάμνος ύστερ΄ από τη βροχή, αναδίνεις
χρώματα φρέσκα, αρωματικούς αχνούς
και «στο χαμόγελό σου νάρδος».

Αν είμ΄ εγώ σύννεφο που σε ραντίζει,
αν τ΄ αγέρι που σε ζωογονεί, να η καλή μου φήμη
να τα διαμαντικά κι ο πλούτος μου.

13.8.09

Άρνηση


Ανατολικά είναι ένας τόπος
που του αφοσιώνεται το περιστέρι.
Πηγαίνω εκεί πρωί και βράδυ.
Είναι ένας τόπος ανατολικά
που μ΄ αρέσει.
Μ΄ αυτό που κρατάω
και με το χτεσινό άνεμο
θα προχωρήσω
πίνοντας το ποτήρι που μου προσφέρεται
βασταγμένη από τοίχο σε τοίχο.
Να, μέχρι τους πρόποδες
του Αράκυνθου, στημένο τ΄ αφτί,
και το ποδάρι.
Πατώντας άσπρες θύελλες
φτάνω μέχρις εκεί
που αγγίζει ο λόγος μου.
Χρειάζεται πολύς καιρός
ν΄ αλαργέψει η σιωπή
μέσα στα κυπαρίσσια.
Μπορεί στα χρόνια μας
να το περιμένουμε
το περιστέρι.
Γιατί είναι τρόμος να μεγαλώνει η σκιά του
σε τόπους που δεν συμπαθείς…
Ωραία κατεβατά ουρανού
να σ΄ αποφεύγουν
είναι επιορκία.

12.8.09

Οι δρόμοι που αγάπησα


Οι δρόμοι που αγάπησα ήταν πάντα γεμάτοι ζέστα και φως.
Οι δρόμοι που αγάπησα ανέβαιναν πάντα στα ψηλά.
Πόσοι τέτοιοι δρόμοι γεμάτοι σταλαματιές ελπίδας μες στην τρυφερή αυγή
Πόσοι δρόμοι μεσημεριάτικοι όπου κυλούσε ο ήλιος και άσπριζε τις πέτρες.

Πίσω από κάθε τους στροφή περίμενε η μεγάλη αυλόπορτα του πατρικού σπιτιού
η αυλή με τις δροσερές πλάκες, η κάτασπρη ακακία
και μια γιαγιά στο ξύλινο μπαλκόνι, ένας αμέτρητος θησαυρός αγάπης.

Κι όμως καμιά στροφή δε μου φανέρωσε τη μεγάλη πόρτα που με περίμενε
κανένας δρόμος δε με πήγε στο σπίτι που ήτανε δικό μου και με ήξερε δική του-
κι εκείνη η γιαγιά που κρατούσε αξόδευτη για μένα την αγάπη της
ακόμα θ΄ αγναντεύει στο μπαλκόνι πλάι στην ακακία
εικόνα τέλεια, ιδανική, ανεκπλήρωτη,
δική μου, η μόνη που στ΄ αληθινά μου ανήκει.

11.8.09

Σ΄ έχω δε σ΄ έχω



Σ΄ έχω δε σ΄ έχω σε κρατώ δε σε κρατώ
ελπίζω και δεν ελπίζω
σε ονειρεύομαι
σε πρύμνες καραβιών που μόλις ξεμακραίνουν
να μου απλώνεις τα χέρια
είσαι δεν είσαι αυτός που με καλεί
σε περιμένω δε σε περιμένω πάντα φτάνεις απροσδόκητος
με οδηγείς σε κάμαρα ολοσκότεινη
και κει με μια σειρά μεταμορφώσεων
γίνεσαι ύδωρ πυρ αήρ δράκος και περιστέρι
με τη φωνή μου λες ποιήματα
που θα μπορούσα ή θάθελα ή θάπρεπε να γράψω
κι ύστερα αποκοιμιέσαι μες στα μπράτσα μου
και μένω και δε μένω μοναχή μου.

10.8.09

Μελάνια χυμένα


Ήτανε τ' όνειρο μελάνια χυμένα
και πέθαινα ήσυχα
ψαχουλεύοντας την ομορφιά
στις χαμένες πράξεις της ζωής
αναζητώντας και ψαχουλεύοντας
άλειωτες χειρονομίες

κάποιοι με κοιτούσανε από πολύ μακριά
τραβώντας και ισιώνοντας αμήχανα
προς τα πίσω τα μαλλιά τους

στο καταστραμμένο κάθισμα
σταλμένο ένα φάντασμα πριν χρόνια
και μ' έκανε να στέκω άφωνη
που δε με βρήκες περαστικός εσύ

να με ακουμπήσεις
επάνω στο σώμα μου

9.8.09

Οκτώ


Πιες κρύο νερό
φόρα ελαφρά παπούτσια
κοίτα χαμηλά
ποτέ ψηλά
πρόσεξε τα μυρμήγκια
άκου τα βήματα
τα μακρινά τραγούδια
άκου το βόμβο της μύγας
Τα μυρμήγκια θα φύγουνε
θα κρυφτούν στη φωλιά τους
η μύγα θα ξανάρθει
πολλές φορές
θα προσπαθήσεις να τη σκοτώσεις
η μύγα θα φύγει
από το παράθυρο
τα παπούτσια θα λιώσουν
το νερό θα στερέψει
τα μάτια σου θα δακρύσουν
οι ελιές θα πέσουν
από το δέντρο
πιες κρύο νερό
κοίτα χαμηλά
άκου τα μακρινά τραγούδια
μη σταματάς
εγώ σε κοιτάζω.

8.8.09

Το ήσυχα βράδια


Ακόμα κι αν φύγεις
για το γύρο του κόσμου
θα' σαι πάντα δικός μου
θα είμαστε πάντα μαζί.

Και δε θα μου λείπεις
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί.

Τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ' ανάβει
σαν μεγάλο καράβι
που θα 'σαι μέσα κι εσύ

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί.

Τα ήσυχα βράδια
θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που θα 'σαι μέσα κι εσύ.

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί.

7.8.09

Εσύ, ένα φεγγάρι

…όταν ο ήλιος έχοντας βασιλέψει πια, η σελήνη μ' ένα κόκκινο θάμπος ξεπροβάλλει * όλα τ' αστέρια γύρω της να εξαφανίσει, κι ένα φέγγος απλώνει ως πέρα στ' αλμυρό το πέλαγος και στους αγρούς με τα χιλιάδες άνθη * τότε που η δρόσο λαμπερή σταλάζει, ζωντανεύουν τα ρόδα και το τρυφερό μυρώνι και το ζαμπάκι με τη δυνατή ευωδιά…

Μεταγραφή: Ο. Ελύτης

6.8.09

Ρίμες


Μου είπαν ότι χρωστάω ένα ποίημα
τους απάντησα ότι δεν σε χαρίζω.
Μου είπαν ότι πρέπει να αντισταθώ
τους απάντησα ότι η ασπίδα μου είσαι Εσύ.

Η ζωή είναι έξω, μου αντιγύρισαν.
Το ξέρω, τους είπα, έξω με περιμένεις.
Σου πρέπει χρώμα και κίνηση, επέμειναν.
Είναι ζωγράφος, το ξεχάσατε;

Σου χρωστάω ένα διήγημα.
Στίχους φτιάχνεις εσύ.
Διαβαίνεις με τα λόγια σου
ό,τι με αποτελεί.

Κοφτά, χωρίς περιστροφές,
σου γράφω λόγια σε αράδες.
Να μοιάζουν με στίχους
αγάπης λόγια.

5.8.09

Καίγομαι, μέχρι να γίνω στάχτη



Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,
Όλα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,
Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο
Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου.
Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος
Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις,
Η φλόγα ξεπετάγεται όταν τροφοδοτείται από τέτοια πράγματα
Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη.
Τραγουδώ μόνο μέσα στη φωτιά, όπως και ο Φοίνικας.
Στηρίξτε γερά τη ζωή μου,
Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.
Έτσι, η νύχτα θα είναι διάφανη για σας.
Φωτιά από πάγο, πηγή από φωτιά,
Υψώνω ψηλά τη σιλουέτα μου,
Κρατώ ψηλά την αξιοπρέπειά μου
Με την υπόσταση της συνομιλήτριας και της κληρονόμου
.

Μτφρ: Μ. Καρρά

4.8.09

Επίκληση στον έρωτα


Έλα και στην πνοή μου μοσκοβόλησε,
έλα και στο κορμί μου πότισέ μου,
έλα και την ψυχή μου νεκρανάστησε,
Καλέ μου!

Έλα και κάνε με ό,τι θες: γυναίκα σου,
ερωμένη σου, αρραβωνιαστικιά σου,
ή δέσποινα, δουλεύτρα, είμαι στα πόδια σου
δικιά σου!

Κάθε φορά, ουρανέ, που θ΄ αγναντέψω σε
ξάστερα, στης νυχτιάς μου το σκοτάδι,
όπου βρεθείς μου ανοίγεις τον Παράδεισο
στον Άδη.

Φυτρώνουνε τα χάδια από τα χέρια σου
σαν από το υγρό το χώμα η χλόη,
τ΄ όνειρο που με ζει, και ο πόθος σου, άφταστε,
με τρώει.

Των παρθένων της γης, για να τη σβήσουνε
τη δίψα τη δική σου, Έρωτα γίγα,
τα κρυφά κάλλη τ΄ άγγιχτα είναι ασήμαντα
και λίγα.

Τα μπράτσα σου τριχιές για τ΄ αλυσσόδεμα
του κόσμου, είν΄ η χαρά το πρόσωπό σου
και για να ιδούν τα μάτια μου έχουν ήλιο τους
το φως σου.

Έλα σε με σα Χάρος ή σαν Άγγελος
με το δρεπάνι ή με τον κρίνο δράμε
για θερισμό ή για βλάστηση είμαι ολόγυμνη
και νάμαι!

3.8.09

Τούτες οι Κυριακές


Τούτες οι Κυριακές
δε σε ρωτάνε που έρχονται.
Δεν ζητάνε την άδεια κανενός.
Ξημερώνει έτσι μια μέρα
γεμάτη από καμπάνες
και κάτι κυπαρίσσια θεόρατα
σαν τα δάχτυλα του θεού
πάνω στον κόσμο.
Σ΄ αφήνει με τα χέρια
σκαλωμένα στο περβάζι
ανάμεσα στις καθημερινές σου σκέψεις
και στις κυριακάτικες πράξεις
να διστάζεις να διαλέξεις
πέφτοντας
με την αδιέξοδη εκλογή του Καμικάζι
τον τόπο που ανήκεις.

2.8.09

Ακρίτες του έρωτα


Χρειάζεται μεγάλη γενναιοψυχία η μοναξιά
αλλιώς θα είναι πάντα αργά και όλα μάταια.
Προς την κατάφαση ξανοίγομαι,
τι δυνατότητα πληγής.
Αβρότατη και με τ΄ αγκάθια παραστράτησα
κι ανάρπαστη έγινα από τα πουλιά.
Άλλωστε δια της αγάπης παίρνει θέση το κορμί
όταν ο απόστολος κηρύσσει την ισότητα προς τα σκουλήκια.
Έρωτας εδάφους και αυτός,
όπως ο άλλος, στις εσχατιές των σεντονιών
και πού μετά να πορευτείς αν εκεί φτάσεις.
Θα πρέπει κάποτε να ευτύχησα,
όταν αφρούρητη και συνάμα κραταιή.
Και χωρίς βάτες αγγίζω τ΄ αστέρια.

1.8.09

Πρέπει να ΄ναι ασυνήθιστο...



Πρέπει να ΄ναι ασυνήθιστο...
Καθόλου δε με συγκινεί ο στόμφος της ωδής
Και δε με γοητεύει η έξαρση της ελεγείας.
Κατά τη γνώμη μου το παν στους στίχους πρέπει να ΄ναι ασυνήθιστο,
Σαν αρμονία της κακοφωνίας.

Θα εκπλαγείτε σα΄ γνωρίσετε μες από ποια σκουπίδια
Οι στίχοι μεγαλώνουν δίχως συστολή.
Όπως ραδίκι κίτρινο κάτ΄ απ΄ το φράχτη,
Σαν κολλιτσίδα στρογγυλή που ενοχλεί.

Κραυγή οργής και δυνατή οσμή της πίσσας,
Μούχλα είτε ξερόφυλλο που πέφτει χάμου...
Και να ο στίχος αντηχεί και σφριγηλός, και στοργικός,
Για ευχαρίστηση δικιά σας και δικιά μου.



Μτφρ: Γ. Σοϊλεμεζίδης