28.1.13

Επιθυμία


Χουάν Μιρό. Ερημητήριο. 1924.

Η γλώσσα σου ηχεί με χίλιους τρόπους
         Καθώς κυλάνε πάνω της οι λέξεις
Καθώς καταναλώνονται
         Κι ύστερα χάνονται για πάντα.

Φρόντισε, σε παρακαλώ, να τις μαζέψεις
         Και να τις γράψεις σε μικρές περγαμηνές
Κι ύστερα σε μένα να τις στείλεις
         Που περιμένω τόσο ανυπόμονα.

Θα τις τυπώσω πάνω στην καρδιά μου
         Και ζεστές θα τις κρατήσω με αγάπη
Θα στολίσω με τις λέξεις σου την κάμαρά μου
         Που φαίνεται φτωχή και πεθαμένη.

Κι αυτές με τη δική τους μαγεία
         Θα κατευνάσουνε τη λύπη των ματιών μου
Κι ίσως να τα γιατρέψουν σύντομα
         Ώστε να δουν για μια φορά ακόμα.
Mτφρ.: Ε. Αρανίτσης

19.1.13

Η γλίτσα του χρόνου


Ζωοφόρος του Μπετόβεν (λεπτ.). Γκούσταφ Κλιμτ. 1902.

Τα ρούχα που εξαφανίζονται.
Βαρέθηκα να φοράω το ίδιο πουκάμισο και το ίδιο παντελόνι.
Αποφάσισα να διαλέξω διαφορετικό (!μαγική λέξη)
πουκάμισο και παντελόνι - λαχταράω μιαν αλλαγή σαν τρελή.
Διάλεξα ένα γαλάζιο ριγωτό πουκάμισο
και μπλου τζην, κρέμονται στις κρεμάστρες τους.
Τα κρεμάω με τη σειρά μου στο χερούλι της ντουλάπας
(πολύ κρέμασμα κυκλοφορεί).
Αυτό γίνεται το απόγευμα, νομίζω (δεν είμαι βέβαιη).

15.1.13

Casus belli


Φεντερίκο Καστεγιόν. Ο γυρισμός του ασώτου. 1930.

Η γλώσσα δεν μπορεί με τον θάνατο.
Ούτε η αγάπη μπορεί, πίστεψέ με.
Όλα θα πεθάνουν μέσα στα χέρια σου.
Μια νύχτα, στον γυρισμό, θα καταλάβεις
πως ο πόθος είναι πόλεμος χαμένος από χέρι,
πως οι πόθοι σου ήταν μονάχα η καταστροφή σου.
Πως ο θάνατος εγκαθίσταται από πριν,
εξαγόρασε μία προς μία τις λέξεις σου,
μια νύχτα, στον γυρισμό, θα μπορέσεις να το καταλάβεις.
Αφού αποχαιρετίσεις τους φίλους
μια νύχτα, στον γυρισμό,
θα λάβει τέλος η ανηλεής ξιφομαχία
σε μια γωνιά, λέξεις
στην άλλη, οι σκιές.
Αυτό θα το καταλάβεις
μια νύχτα, στον γυρισμό.

Μετφρ.: Δανάη Ταχταρά

9.1.13

Ο άγνωστος


Νικολάι Ρέπιν. Στο μπάνιο. 1972.

1. Ποιος εμπέδωνε την τέχνη-της-μνήμης:
Και έμεινε στη λησμονιά;

2. Ποιος ίδρυσε πατρίδα και νόμο:
Και καταδικάστηκε σε πατρίδα βάσει νόμου;

3. Ποιος γέννησε με λυγμούς γράμματα και γλώσσες:
Και λούστηκε κατάρες και βρισιές;

4. Ποιος αναγνώρισε στους κυβερνήτες την Ελεημοσύνη:
Ενώ εκείνοι στο δικό του πρόσωπο τον αλήτη;

5. Ποιος δεν σκέφτεται την αγχόνη στον λαιμό του:
Όταν εμφανιστεί κομήτης;

6. Ποιος τοποθέτησε-τις-γυναίκες τόσο ψηλά:
Ώστε να μην μπορούν να κατεβούν;

7. Ποιος έστειλε την κάθε πέτρα στ' άστρα:
Και έμεινε δίχως στέγη;

8. Ποιος έβαζε-φωτιές σε ξένες καρδιές:
Και έγινε ο ίδιος πάγος;

9. Ποιος επινόησε το πρόσωπο-του-Κυρίου:
Μα πεθαίνει όταν το δει;

10. Ποιος ρούφηξε όλο το σεληνόφως από τον Δούναβη:
Και δεν ξεδίψασε;


Mτφρ.: Ισμήνη Ραντούλοβιτς

5.1.13

Θεός μοιάζει τ' ωραίο παλικαράκι σου...


Γουίλιαμ Πάουελ. Φτώχεια και Πρόνοια.1888.

Θεός μοιάζει τ' ωραίο παλικαράκι σου,
που κάθεται κοντά σου κι ακούει προσεκτικά
το λόγο το γλυκό σου και το γελάκι σου
κελαρυστά.

Σας βλέπω κι η καρδιά μου κομμάτια γίνεται
τριγύρω στο λαιμό μου σφίγγεται μια θηλιά∙
πνίγομαι, η φωνή μου νομίζω σβήνεται
σιγά-σιγά.

Γλώσσα δεν έχω πλέον. Πάει βουβάθηκα!
Μέσα μου αρχίζει τώρα να καίει μια φωτιά.
Τα μάτια μου θολώνουν. Το φως μου! Χάθηκα!
Πάω στα τυφλά!

Βουίζουνε τ' αυτιά μου, τρέμω, ζαλίζομαι.
Ιδρώνω, πρασινίζω σαν τα χλωρά σπαρτά.
Αν δεν πεθάνω τώρα, ψυχανεμίζομαι
λιποθυμιά.

Μα ο φτωχός το θάρρος πρέπει της πείνας του
να έχει, να τολμάει...

Μεταγραφή: Γ. Μπλάνας

2.1.13

Στίχοι επικαιρότητας


Ανρί Ματίς. Η Μουσική. 1910.

«Και σεις μπορείτε να περιγράψετε αυτό;»
(Από το Ρέκβιεμ της Άννας Αχμάτοβα)

Ήταν μια εποχή
που από τα ανοιχτά παράθυρα
έβρεχε ανθρώπους στη γη.

Έπεφταν αργά αργά
εδώ ο ένας εκεί ο άλλος
σαν μεγάλες γιγαντιαίες
μα πάλι σταγόνες δεν μπορούσες να τους πεις.

Έπεφταν αργά μα σταθερά

Σ' ένα πάρκο είδε η φίλη μου
δύο στη θάλασσα χαρίστηκαν στο κύμα
Σ' ένα νησί τον είδε να πέφτει η αδερφή του
καθ' ένας με τον τρόπο του
δεν είχε σημασία πως
Έπεφταν
αυτό μονάχα είχε σημασία

Πώς να περιγράψεις την εποχή
που έβρεχε ανθρώπους;
Μαλακούς και σιωπηλούς ανθρώπους
που έπεφταν άσπιλοι σαν χιόνι στη γη;

Η πτώση τους
άλλαζε τη μορφολογία του εδάφους
σύσταση, σταθερότητα και υφή.
Και όλα, όπως κι αν πατούσες,
άρχισαν σιγά σιγά να γλιστράνε, να βουλιάζουν
να σε τραβάνε προς τα κάτω.

Μπορεί άραγε να σωθεί μια χώρα
αν βρέχει έτσι συνεχώς;
Ξεδιψάνε καλύτερα τα χωράφια;
Έχει περισσότερη σοδειά;
Έχουν καλύτερο φαΐ τα ζωντανά της;

"It has to be done!
It has to be done!"
επαναλάμβαναν στεγνά οι Γερμανοί.
«Για να σωθεί μια χώρα»
αποφάνθηκαν οι αγορές, «πρέπει
να βρέξει ανθρώπους».

Κοίτα...
Μαδρίτη, Λισσαβώνα, Αθήνα,
Καστίλλη, Λεόν, Αραγονία
Συνεχίζουν να πέφτουν...