26.12.13

Το κτήνος

 Ανρί Ρουσώ. Η πεντάμορφη και το τέρας. 1908.

Πως δεν το έχετε συναντήσει μην είστε και τόσο βέβαιοι.
Κυκλοφορεί παντού, όχι όμως όταν εκείνο θέλει.
Γιατί δεν είναι που όλοι κρύβουμε ένα τέτοιο μέσα μας,
είναι και ότι Εκείνο πάντα κρύβει πίσω του έναν αφέντη.

Πως δεν το έχετε ακούσει μην το λέτε με σιγουριά.
Μιλά πολύ και ακατάπαυστα, για ΄κείνα  όμως που θέλει.
Γιατί δεν είναι πως όλοι έχουμε εμμονές,
είναι  και ότι Εκείνο δεν μπορεί να μάθει περισσότερα.

Πως δεν το έχετε μυρίσει μην το λέτε με βεβαιότητα.
Είναι άοσμο σαν το ψέμα, σαν σκόνη όμως.
Γιατί δεν είναι πως όλοι έχουμε τη μυρωδιά του ψέματος,
είναι  και ότι Εκείνο κάνει τη σκόνη λάσπη.

Πως δεν το έχετε αγγίξει μην είστε και τόσο σίγουροι.
Είναι μαλακό,  μπαλωμένο όμως από ρετάλια.
Γιατί δεν είναι ότι όλοι έχουμε ραφτεί από τους γεννήτορες,
είναι  και ότι Εκείνο έκλεψε κουρέλια  από τα χαμαιτυπεία.

Πως δεν το έχετε γευτεί μην το πείτε ποτέ.
Είναι πότε γλυκό, πότε πικρό, πότε ξινό, όμως πάντα αλμυρό.
Γιατί δεν είναι ότι όλοι έχουμε διάφορες γεύσεις,
είναι  και ότι Εκείνο, θέλει τα δάκρυά του στα μάτια των άλλων.

Τώρα, αν αγαπήσατε ένα κτήνος θέλει διερεύνηση.
Είναι εύκολη η διαπίστωση, δύσκολη όμως η αναγνώριση.
Γιατι δεν είναι ότι όλοι αγαπήσαμε
είναι  και ότι μπορεί να ξυπνήσει και το άλλο που κρύβουμε μέσα μας.

Και τότε κακό δικό Του.

Του κτήνους….  

13.12.13

Ιερογλυφικά στην άμμο

Πωλ Γκωγκέν. Ημέρα του Θεού. 1894.

Η θάλασσα είναι γαλήνια
σαν ένας μακρύς γαλάζιος αναστεναγμός.
Πάνω στον αμμόλοφο,
ξασπρισμένη από το χιόνι και τη βροχή,
η σκιά της πρώτης λεπίδας του γρασιδιού
κοφτερή, σαν τομή.

Από ποιον πλανήτη μάς έρχεσαι;
Τι φως εύχεσαι να βρεις στον ήλιο του μεσημεριού;
Ποιο σπίτι εγκατέλειψες
για να χτίσεις τούτο το φρούριο από άμμο;
Θα σε προσπεράσω αθόρυβα
και θα διαβάσω στα ίχνη των ποδιών του πουλιού
τα ιερογλυφικά
για να μάθω τις σκέψεις σου.

μτφρ: Γ. Χαβουτσάς

24.10.13

Αμαρτωλό

Πάμπλο Πικάσο. Γυμνό. 1904.

Στη Σμύρνη, Μέλπω. Ηρώ, στη Σαλονίκη.
Στο Βόλο, Κατινίτσα, έναν καιρό.
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
Ο τόπος μου, ποιος ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με.
Σπίτι, πατρίδα έχω τα μπορντέλα.
Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές.
Κι είν΄ αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το σήμερα χειρότερο απ΄ το χτες.
Και τα΄ αύριο απ΄ το σήμερα θε να ΄ναι.
Φιλιά από στόματ΄ άγνωστα, βρισιές
κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε.
Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει.
Αρρώστιες, αμφιθέατρο, Συγγρού
κι ενέσεις εξακόσια έξι.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι.
Όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ΄ από την κόλασή μου, σου φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.
Μ΄ από την κόλασή μου, σου φωνάζω:

Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.

6.9.13

Γκρίζο

Ηράκλειο. 2008.

Ήμουν στο φως.
Με τα χρυσά γυαλιά στον ήλιο.
Το χαμόγελο μου στην αίσθηση του φωτός
Όταν είδα το γκρίζο πρόσωπο του μίσους.
Ήταν το πιο ακαθόριστο σημείο στο χώρο.
Σε ποιο δρόμο;
Δραπέτις ενός γκρίζου ονείρου κι εγώ
Επέστρεφα αργά
Στο δικό μου αναλλοίωτο χρόνο.
Δεν έχει αντιθέσεις εδώ.
Διαθέσεις φωτός.

Και κόσμο.

3.8.13

Μετακόμιση

Κλωντ Μονέ. Γεύμα. 1868.

I
Χθες μετακόμισα δυο δρόμους παραπέρα.
Αέρισα καλά το ξένο σπίτι
αλλά μυρίζει ακόμα φαγητά
τσιγάρα
αναπνοές.
Χθες μετακόμισα
μια μοναξιά
πιο πέρα.

ΙΙ
Σ' αυτό το σπίτι θα 'ρθούν
λιγότεροι συγγενείς
θα 'ρθούν λιγότεροι φίλοι.
Δε θα το μάθουν καν πως μετακόμισα
δε θα χτυπήσουν το κουδούνι.
Τακτοποιώ τα πράγματα. Άλλο ένα άδειο σπίτι.
Βιβλία, δίσκοι - άχρηστοι πλέον,
μικροπράγματα,
από μετακόμιση σε μετακόμιση
έφτασαν σώα ως εδώ.
Από σπίτι σε σπίτι αναλογίζομαι, μετρώ,
έχασα ανεπαίσθητα
ανθρώπους που αγαπούσα.

ΙΙΙ
Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα

μια μοναξιά πιο πέρα. 

31.7.13

H μητέρα μου

Ζωρζ Σερά. Απόγευμα Κυριακής στο νησί Γκραντ Ζατ. 1884-1886.

[Η μητέρα μου και οι αδελφές της]

Περπατώντας γυμνόποδοι πάνω στο γρασίδι
Ήταν μια τελετουργία αγάπης
Η γη
Χάιδευε το δέρμα των αισθήσεών μας
Το γρασίδι χάραξε τα δάκτυλα των ποδιών μας
Ένα μικρό συμβόλαιο με την ευτυχία.

[Εγώ και η μητέρα μου]

Είπες:
Όταν καθόμασταν στο τραπέζι του Σαββάτου
Φορούσα το καλύτερό μου φόρεμα, τους καλύτερούς μου τρόπους.
Ήταν μια τελετουργία ευτυχίας.
Ψιθύρισα: μητέρα
Ακόμη κρατάς τη χαρά των μικρών πραγμάτων
Σαν η χαρά αυτή να είχε προστατευθεί
Από έναν χρόνο που ήταν δικός σου,
Από έναν χρόνο που δεν τον κούρσεψε η θλίψη.

[Συνομιλία]

Ένιωσα κάποιον άνθρωπο χωρίς διαστάσεις
Να περπατά μέσα στη νύχτα μου.
Εκείνη ρώτησε: πιστεύεις στον Θεό;
Εσύ απάντησες: η σκέψη πως ο Θεός υπάρχει
Πονά τόσο όσο η σκέψη ότι δεν υπάρχει.
Αδελφέ, ψιθύρισε εκείνη:
Είσαι άνθρωπος που ο Θεός τον βασάνισε.
Σιωπηλός άγιος.

[Σαν αστείο]

Έλεγες:
Υποφέρουμε επειδή ο κόσμος είναι ατελής.
Ο Θεός όφειλε να τελειοποιήσει τη δημιουργία
Κατά την έβδομη ημέρα.
Στο κάτω κάτω, είχε μια ολόκληρη αιωνιότητα

Για να ξεκουραστεί.
Μτφρ: Σ. Ροζάνης

24.7.13

Mediterraneo

Ταβίκ Φράντισερ Σιμόν. Κορίτσι στη θάλασσα. 1903.

Δεν είμαι πράσινη, γαλάζια, κυανή;
περίκλειστη, μικρή, νεροταξίδευτη καλόπνευστη με αύρες;
όχι;
Ωραία ναυάγια, θησαυροί;

Δεν είμαι, εκεί μέσα,
το Αγκριτζέντο εκεί μέσα και η Κατάνη και
η κοιλάδα των ναών και
το στεφάνι με τα ρόδα και τα κρίνα; - όχι;

Δεν είμαι το άστρο-πόλεμος κι όταν νυχτώνει αγάπη
κι ύστερα πάλι αυγερινός η Αστάρτη η Αστραδενή,
η Αφροδίτη-Αφρούλα; Πώς;
Πώς δεν;

Δεν είμαι επτά νότες, επτά παύσεις, επτά αξίες που και στην Κίνα ακόμα
αν θα πας, άλλες δεν έχει; - όχι;
Έχει;

Δεν είμαι η αίγια η κότσιηνη, ωριά θωριά κατάφυτη, η μαύρη γη κατάφυτη,
φούλια τριφύλλια κλωστικά και χέννα η λάγια - βάψτε με! η θεριακή,
η αντίδοτη, βάψτε με και στολίστε με! κι όλα τα αντίθεα ποτά χαλάλι της
να πείτε θολώνει που επιθύμησε στης δαγκωνιάς το κέντρο, πράσινα όλα
πράσινα, ζεστό φιλί επιθύμησε και σκουροζώνιν ρίφιν
- όχι χαλάλι;
Όχι μου;

Δεν είμαι ο ρηχός βυθός, ο παφλασμός, eros, himeros, pothos, η γλώσσα
φλοίσβος γλώσσα του νερού, υγρή φωνή, η προγονή του ωκεανού με το
παλάτι μάρμαρο, με το παλάτι ολόλευκο και τα άλογα ζεμένα στον θυμό
του κοσμοσείστη, εδώ σταθείτε, κατεβείτε οι ουρανοί, καθρεφτιστείτε,
στεριές οι δασωμένες, οι στεγνές, οροσειρές, οι λαξευτοί, διώροφοι από
τα Μύρα της Λυκίας οι τάφοι, περίτεχνοι φιλάρεσκοι οι τάφοι, μικρή Ασία,
εγγύς Ανατολλή, το χέρι μου να ξεχαστεί ποτές μου αν σε ξεχάσω...;
Να ξεχαστεί;
Το χέρι;

Δεν είμαι σπίτι και κατάρτι και κουπιά -χρυσό αρματωμένο κάτεργο-
όχι;
Δεν είμαι κάτεργο;

ωωω!

9.7.13

Πρωινό τραγούδι

Ελίζαμπεθ Φρέιζερ. Φίλα την αγελάδα. 2009. 

Η αγάπη σε κούρντισε σαν βαρύ χρυσό ρολόι.
Η μαμή χτύπησε τις πατούσες σου και η γυμνή κραυγή σου
πήρε τη θέση της ανάμεσα στα στοιχεία.

Οι φωνές μας αντιλαλούν, μεγεθύνοντας τον ερχομό σου. Καινούριο άγαλμα.
Σ' ένα παγερό μουσείο, η γύμνια σου
σκιάζει την ασφάλειά μας. Στεκόμαστε τριγύρω ανέκφραστοι σαν τοίχοι.

Δεν είμαι περισσότερο μάνα σου
από το σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντανακλά τη δική του αργή εξαφάνιση στο χέρι του ανέμου.

Όλη νύχτα σαν πεταλουδίτσα η ανάσα σου
πεταρίζει ανάμεσα στα λεία ροζ τριαντάφυλλα. Ξυπνώ ν' αφουγκραστώ:
μια μακρινή θάλασσα σαλεύει μες στ' αυτί μου.

Μια κραυγή και σκουντουφλώ απ' το κρεβάτι, βαριά σαν αγελάδα και λουλουδιασμένη
μες στο βικτωριανό μου νυχτικό.
Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν του γατιού. Το τετράγωνο του παράθυρου

Ξασπρίζει και καταπίνει τα θολά του αστέρια. Και τώρα δοκιμάζεις
μια φουχτίτσα νότες˙
τα ξεκάθαρα φωνήεντα υψώνονται σαν μπαλόνια.


Μτφρ: Κλαίρη Σωτηριάδου

27.6.13

Στην άκρη της θάλασσας

Κρίστιαν Νάις. Κορίτσι με κίτρινο φόρεμα. χ.χ.

Χαμηλά την ακτή ψαλιδίσαν οι κόλποι,
Πανιά πολλά στ' ανοιχτά αρμενίζαν,
Κι εγώ στέγνωνα τ' αλμυρά μου μαλλιά
Σε βράχο πλατύ, από τη στεριά ένα μίλι.
Ένα πράσινο ψάρι γλιστρούσε σε μένα,
Ένας άσπρος γλάρος σε μένα πετούσε,
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της.
Όταν γύριζα αναβόσβηνε κιόλας
Από τα ανατολικά το φως του φάρου,
Κι ο καλόγερος στης Χερσονήσου την πύλη
Με ρωτούσε: «Πού γυρνάς μες στη νύχτα;».

Ένιωθα το νερό κι οι γείτονες το ξέραν,
Κι όταν άνοιγαν καινούργιο πηγάδι
Με καλούσαν να βρω το μέρος
Και δεν πήγαινε ο κόπος τους χαμένος.
Όπως άλλοι μαζεύουν μανιτάρια ή μούρα,
Μάζευα εγώ σφαίρες των Γάλλων,
Κι έφερνα σπίτι μες στην ποδιά μου
Θραύσματα σκουριασμένα από βαριές οβίδες.
Κι έλεγα με θυμό στην αδερφή μου:
«Όταν θα γίνω τσαρίνα,
Έξι θωρηκτά θα φτιάξω
Κι έξι κανονιοφόρους,
Για να φρουρούν τις ακτές μου
Από δω ως τ' ακρωτήρι».
Και τη νύχτα μπροστά στο κρεβάτι
Στη σκοτεινή προσευχόμουν εικόνα
Τις κερασιές να μην χτυπήσει χαλάζι,
Ένα ψάρι μεγάλο να πέσει στα δίχτυα,
Κι ο πονηρός αλήτης να μην προσέξει
Το κίτρινό μου φουστάνι.


Μτφρ: Α. Λαμπρινίδου 

4.6.13

Κατρακύλησα


Βλάσης Κανιάρης. Πρώτο και Δεύτερο επίπεδο.1974.

Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη

Δεν βρίσκω από πού ν' αρχίσω
Ξέχασα / ξεχνάω λοιπόν
Βγήκα χωρίς κλειδιά
Χωρίς σπίτι
Όλοι φαίνεται να ξέρουν
(κι ας μη μιλάω με αγνώστους)

Εσύ βάδιζες χαμένος
Κουράστηκες στην κόψη του παραμυθιού
Είχε νερό ακόμα
από την παλιά καθαρή βροχή
(Έκλεισα τα μάτια)
Στο γλυκανάλατο λασπωμένο πρωινό
(Κρύφτηκα μετά)
Για να γυαλίσει στο νερό τα σύνεργά του
Ο άσχημος ξένος
(Και κατρακύλησα)
Χωρίς εμφανείς τραυματισμούς
Στου νερού τα μαλακά εντόσθια
Κοιμισμένη στο φιλί του βατράχου
Στου πρίγκιπα την έκπληξη
(Θα αργήσω να λιώσω)

Σου φύλαξα ζεστό φαΐ.

27.5.13

Άνοιξη σε κρύσταλλο


Αλέξανδρος Ανδρουλάκης. Άνοιξη. 2008.

Με κόκκινο και σιωπή αλλάζει
ο αριθμός εκεί που οι
δείκτες του παλιού ρολογιού
δεν σταματάνε ποτέ
χωρίς τους ήχους
της δικής σου μικρής άνοιξης
-αφήνω ευχή πάνω σε πολύχρωμο κρύσταλλο-
οι δείκτες σου δεν σταματάνε ποτέ
ένα δωμάτιο γεμάτο κεριά αναμμένα
ο κόσμος όλος
μια χαρά καλά κρυμμένη
σε νότες σονάτας που
αγγίζει σελήνη
σε χαμηλό ταβάνι
νύχτα στη νύχτα
το θαύμα
γεννιέται
εκεί που οι δείκτες σταματάνε
για πάντα

σε σένα

29.4.13

Πρωινό τραγούδι


Ευαγγελία Βούλτσου. Βήματα στις νότες της αγάπης.2013.

Η αγάπη σ' έβαλε μπρος σαν να 'σουν ένα χοντρό χρυσό ρολόι.
Η μαμή ράπισε τις πατούσες σου και το γυμνό σου κλάμα
πήρε τη θέση του ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης.

Οι φωνές μας αντιλαλούν, εξυμνώντας την άφιξή σου. Καινούργιο άγαλμα
σε ανεμοδαρμένο μουσείο, η γύμνια σου
σκιάζει τη σιγουριά μας. Στεκόμαστε ολόγυρα ανέκφραστοι σαν τοίχοι.

Δεν είμαι περισσότερο μάνα σου
από το σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντικατοπτρίσει
τη δική του αργή
εξάλειψη απ' το χέρι του ανέμου.

Όλη τη νύχτα η ανάσα σου σαν νυχτοπεταλούδα
φτερουγίζει ανάμεσα στα άψυχα ροζ τριαντάφυλλα. Ξυπνώ κι αφουγκράζομαι:
Μια μακρινή θάλασσα σαλεύει στο αφτί μου.

Μια φωνή και κατρακυλώ απ' το κρεβάτι, λουλουδάτη και βαριά σαν αγελάδα
μες στη βικτωριανή νυχτικιά μου.
Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν γάτας. Το παράθυρο
ασπρίζει και καταπίνει τα αχνά του αστέρια. Και τώρα αρχίζεις να εξασκείς
τις λιγοστές σου νότες˙
τα διαυγή φωνήεντα ανυψώνονται σαν μπαλόνια. 

23.4.13

Εμπράκτως


Αμεντέο Μοντιλιάνι. Καθιστό γυμνό. 1917.

Αν ο χρόνος μου είναι η σκέψη,
ο τόπος μου είναι το νόημα.
Τα μέσα μου είναι τα φτερά
και ασαφής ο σκοπός μου.

Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,
η σκέψη μου είναι τα φτερά.
Το νόημα είναι τα μέσα μου
και ακαθόριστος ο τόπος.

Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,
το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται.
Κάποιος πέταξε και του 'φερε να πιει,
για να 'χει η σκέψη του νόημα.

16.4.13

Via dei Cinquecento


Γιοχάνες Βερμέερ. Γυναίκα στα μπλε διαβάζοντας επιστολή. 1663-1664.

Βαραίνουν ανάμεσα στους δυο μας
τόσες λέξεις που δεν ειπώθηκαν

και η ακόρεστη πείνα
τα ουρλιαχτά των μωρών που δεν ηρεμούν,
το στήθος των φθισικών μαμάδων
κι η μυρωδιά -
μυρωδιά κουρελιών, περιττωμάτων, θανάτων -
που έρπει σε ζοφερούς διαδρόμους

είναι ένας φράκτης που βογκά στον άνεμο
ανάμεσα σε μένα και σε σένα.

Όμως έξω,
δύο μεγάλα ακίνητα φώτα κάτω από ομιχλώδη άστρα
σηματοδοτούν τις πλατιές εκβολές
και το νερό
που κατευθύνεται στην εξοχή

και κάθε λεπίδα φωτός, κάθε ναός
μαύρος στον ουρανό, κάθε βήμα
τριμμένων φτωχών παπουτσιών

με φέρνει μέσα από διαδρομές ανέμου
ευλαβικά
σε σένα.
Μτφρ: Α. Γρίβα

31.3.13

Μπλε του κοβαλτίου


Πωλ Γκωγκέν. Μαντλίν Μπερνάρ.1888.

Τέμνουσες ματιές.
Στο μπλε του κοβαλτίου.
Και μια σκισμένη σημαία
να υπογραμμίζει την παραίτηση.
Ο δρόμος δεν έχει αξία
χωρίς τον ταξιδιώτη.
Μα η Ναυσικά άλλαξε όνομα.
Λιώνει τις γόπες της
με γόβες στιλέτα
κι όταν μας χαμογελά,
κρυώνουμε.
Μερικές φορές
πέφτω,
στα νερά του Ιούδα
και προδίδομαι.
Καταδίδω τον εαυτό μου
για παρατεταμένη μελαγχολία.
Ανεμώνες κι άσπρα κρίνα
βάφουν τις λέξεις μου.
Αλλά ασφαλή διάβαση δεν βρίσκω.
Πού να πάω,
δεν έχω.
Μαζεύω άχαρα τα φθαρμένα μου
όνειρα
χαϊδεύω το σκελετωμένο σκυλί
του Οδυσσέα
και μελετώ…
Πώς ηχούν τα άστρα στο σκοτάδι.
Πώς μυρίζουν τα νεφελώματα.
Πώς λιώνει το φεγγάρι
και γυαλίζουν οι κρατήρες του.
Αν ήταν κάπου να φτάσω,
δεν μπορώ πια να θυμηθώ.
Ένα πίδακα αίμα
μόνο
αναγνωρίζω.
Ανάδρομη κίνηση
ονομάζεται θαρρώ.
Μπλε του κοβαλτίου
Οι φλέβες μου…


26.3.13

Δεν ήρθα μάταια στη ζωή


Βασίλι Καντίνσκι. Κόκκινη κηλίδα II. 1921.

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει
δεν ήρθα μάταια στη ζωή
Αν απαλύνω κάποιου την Οδύνη
ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο

ή βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
να μπει ξανά μες στη Φωλιά
δεν ήρθα μάταια στη ζωή.

Μτφρ.: Λ. Σακελλίου, Α. Γρίβα, Φ. Μαντά

Σημ: Από τη συλλογή «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά: Ποιήματα και επιστολές». Ο τίτλος τέθηκε αυθαίρετα.

7.3.13

Η δηλητηριώδης


Νικόλ Αϊζένμαν. Ορεσίβιος. 2006.

Ζούμε είπες
δεν ζούμε άκουσα

την αγαπάω είπες
με μισεί άκουσα

θέλω να την προστατέψω απ' όλο αυτό είπες
θέλω να δραπετεύσω απ' τις ανάγκες της άκουσα

είμαι άνθρωπος πολύ οργανωμένος είπες
παραλύω από φόβο άκουσα

Το στίγμα μιας κοινής ζωής
οικείο
τρομακτικό
αν το δει κανείς από ψηλά

η παραίτηση
η αποψίλωση εκείνου που ήταν
έρωτας

έρημος

η συσσώρευση της δυστυχίας ενώ νομίζεις
πως η ζωή σου κυλά σε γνώριμους ρυθμούς
κι όταν ρωτώ Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο
λες Ήρεμα. Τίποτε το αξιοσημείωτο
με τη βαθιά φωνή σου ξάφνου επίπεδη
σαν να την έχει συνθλίψει ένα βουνό

Απόσπασμα  

14.2.13

Ενήλικας


Αλεξάντρα Νετζβέτσκαγια. Μαγικός Άνεμος. Σύγχρονο.

Οι μεγάλοι έχουνε δουλειές να κάμουν.
Στις τσέπες ρούμπλια.
Ο έρωτας;
Εντάξει!
Για ένα 'κατοσταρικάκι.
Εγώ
άστεγος
με τις χερούκλες μου
χωμένες στις τρύπιες
τσέπες μου
σεργιάνιζα -να κάτι μάτια.
Νύχτα.
Βάζετε το καλύτερο κουστούμι σας.

Την ψυχούλα σας πάτε να ξεκουράστε
με τις γυναίκες σας κι άλλοι με καμιά χήρα.
Εμένα
μ' έπνιγε η Μόσχα σφίγγοντάς με
μες στο δακτύλιο των ατέλειωτων βουλεβάρτων
τικ-τακ
οι γκόμενες
καρδιές κι ωρολογάκια.
Στο κρεβάτι της αγάπης το γλεντάνε οι εραστές.

Εγώ
το άγριο χτυποκάρδι της πρωτεύουσας
το 'πιανα
ξαπλωμένος στην πλατεία των Παθών.
Διάπλατα,
-σα να βγήκε όλη έξω-
ανοίγω την καρδιά μου στον ήλιο και στις
γούρνες.
Ελάτε όλα τα πάθη!
Όσες αγάπες προσέλθετε!
Από σήμερα την καρδιά μου αδύνατο να την κυβερνήσω.

Ξέρω των άλλων οι καρδιές πού βρίσκονται –
στο στέρνο, και ποιος δεν το ξέρει;
Αλλά η δική μου ζουρλάθηκε ανατομία.
Όλος καρδιά –
και πού δε βροντάει;
Ω, πόσες εποχές της Άνοιξης
έστω μόνο αυτές
στα 20 μου φλογισμένα χρόνια
τρυπώσανε μέσα!
Αβάσταχτο νιώθω το ανεξόδιαστο βάρος τους.
Ασήκωτο, και όχι τώρα
για τα ποιήματα –
με όλη τη σημασία της λέξεως.

Μτφρ: Μ. Αλεξανδρόπουλος

6.2.13

Χωρίς πρωταγωνιστές


Κίντσετς Φέρεντς. Ιστορία. 2010.

Μου λες πως όλα αρχίζουν όταν νομίζω πως πεθαίνω
μ' ένα χαλί γεμάτο με τα πρόσωπα που πληγώνουν τις μέρες και τις νύχτες μας
από καιρό
σε βρίσκω και πάλι να με κοιτάς με δυο μάτια θάλασσα χωρίς ουρανό να τα φυλάει
πάνω στη στεγνή γη
-το χαλί με τα πρόσωπα μιας ιστορίας που το τέλος της αγγίζει αίμα-
Τίποτα δεν αλλάζει, το νεκρό είναι νεκρό αλλά και όλοι αυτοί εδώ,
ακόμη
μπροστά μου
Τυλίγομαι το χαλί με τα αμέτρητα πρόσωπα, δεν μπορώ να κινηθώ
απέναντι μου εσύ μαζί με όλους αυτούς που έφεραν τα χρόνια,
σηκώνω τα χέρια ψηλά και το χαλί πέφτει στο χώμα με δύναμη
-εκεί που ο ήλιος χάνεται-
Από το σώμα μου τρέχει διάφανο υγρό πάνω στ' ακίνητα κεφάλια
Τίποτα δεν αλλάζει
Οι νεκροί είναι νεκροί
το χέρι σου απλώνει αναμμένη φλόγα
φωτιά
καπνός
στάχτη
πουθενά οι πρωταγωνιστές
μόνο η ιστορία
ακόμα
να καίει 

28.1.13

Επιθυμία


Χουάν Μιρό. Ερημητήριο. 1924.

Η γλώσσα σου ηχεί με χίλιους τρόπους
         Καθώς κυλάνε πάνω της οι λέξεις
Καθώς καταναλώνονται
         Κι ύστερα χάνονται για πάντα.

Φρόντισε, σε παρακαλώ, να τις μαζέψεις
         Και να τις γράψεις σε μικρές περγαμηνές
Κι ύστερα σε μένα να τις στείλεις
         Που περιμένω τόσο ανυπόμονα.

Θα τις τυπώσω πάνω στην καρδιά μου
         Και ζεστές θα τις κρατήσω με αγάπη
Θα στολίσω με τις λέξεις σου την κάμαρά μου
         Που φαίνεται φτωχή και πεθαμένη.

Κι αυτές με τη δική τους μαγεία
         Θα κατευνάσουνε τη λύπη των ματιών μου
Κι ίσως να τα γιατρέψουν σύντομα
         Ώστε να δουν για μια φορά ακόμα.
Mτφρ.: Ε. Αρανίτσης

19.1.13

Η γλίτσα του χρόνου


Ζωοφόρος του Μπετόβεν (λεπτ.). Γκούσταφ Κλιμτ. 1902.

Τα ρούχα που εξαφανίζονται.
Βαρέθηκα να φοράω το ίδιο πουκάμισο και το ίδιο παντελόνι.
Αποφάσισα να διαλέξω διαφορετικό (!μαγική λέξη)
πουκάμισο και παντελόνι - λαχταράω μιαν αλλαγή σαν τρελή.
Διάλεξα ένα γαλάζιο ριγωτό πουκάμισο
και μπλου τζην, κρέμονται στις κρεμάστρες τους.
Τα κρεμάω με τη σειρά μου στο χερούλι της ντουλάπας
(πολύ κρέμασμα κυκλοφορεί).
Αυτό γίνεται το απόγευμα, νομίζω (δεν είμαι βέβαιη).

15.1.13

Casus belli


Φεντερίκο Καστεγιόν. Ο γυρισμός του ασώτου. 1930.

Η γλώσσα δεν μπορεί με τον θάνατο.
Ούτε η αγάπη μπορεί, πίστεψέ με.
Όλα θα πεθάνουν μέσα στα χέρια σου.
Μια νύχτα, στον γυρισμό, θα καταλάβεις
πως ο πόθος είναι πόλεμος χαμένος από χέρι,
πως οι πόθοι σου ήταν μονάχα η καταστροφή σου.
Πως ο θάνατος εγκαθίσταται από πριν,
εξαγόρασε μία προς μία τις λέξεις σου,
μια νύχτα, στον γυρισμό, θα μπορέσεις να το καταλάβεις.
Αφού αποχαιρετίσεις τους φίλους
μια νύχτα, στον γυρισμό,
θα λάβει τέλος η ανηλεής ξιφομαχία
σε μια γωνιά, λέξεις
στην άλλη, οι σκιές.
Αυτό θα το καταλάβεις
μια νύχτα, στον γυρισμό.

Μετφρ.: Δανάη Ταχταρά

9.1.13

Ο άγνωστος


Νικολάι Ρέπιν. Στο μπάνιο. 1972.

1. Ποιος εμπέδωνε την τέχνη-της-μνήμης:
Και έμεινε στη λησμονιά;

2. Ποιος ίδρυσε πατρίδα και νόμο:
Και καταδικάστηκε σε πατρίδα βάσει νόμου;

3. Ποιος γέννησε με λυγμούς γράμματα και γλώσσες:
Και λούστηκε κατάρες και βρισιές;

4. Ποιος αναγνώρισε στους κυβερνήτες την Ελεημοσύνη:
Ενώ εκείνοι στο δικό του πρόσωπο τον αλήτη;

5. Ποιος δεν σκέφτεται την αγχόνη στον λαιμό του:
Όταν εμφανιστεί κομήτης;

6. Ποιος τοποθέτησε-τις-γυναίκες τόσο ψηλά:
Ώστε να μην μπορούν να κατεβούν;

7. Ποιος έστειλε την κάθε πέτρα στ' άστρα:
Και έμεινε δίχως στέγη;

8. Ποιος έβαζε-φωτιές σε ξένες καρδιές:
Και έγινε ο ίδιος πάγος;

9. Ποιος επινόησε το πρόσωπο-του-Κυρίου:
Μα πεθαίνει όταν το δει;

10. Ποιος ρούφηξε όλο το σεληνόφως από τον Δούναβη:
Και δεν ξεδίψασε;


Mτφρ.: Ισμήνη Ραντούλοβιτς

5.1.13

Θεός μοιάζει τ' ωραίο παλικαράκι σου...


Γουίλιαμ Πάουελ. Φτώχεια και Πρόνοια.1888.

Θεός μοιάζει τ' ωραίο παλικαράκι σου,
που κάθεται κοντά σου κι ακούει προσεκτικά
το λόγο το γλυκό σου και το γελάκι σου
κελαρυστά.

Σας βλέπω κι η καρδιά μου κομμάτια γίνεται
τριγύρω στο λαιμό μου σφίγγεται μια θηλιά∙
πνίγομαι, η φωνή μου νομίζω σβήνεται
σιγά-σιγά.

Γλώσσα δεν έχω πλέον. Πάει βουβάθηκα!
Μέσα μου αρχίζει τώρα να καίει μια φωτιά.
Τα μάτια μου θολώνουν. Το φως μου! Χάθηκα!
Πάω στα τυφλά!

Βουίζουνε τ' αυτιά μου, τρέμω, ζαλίζομαι.
Ιδρώνω, πρασινίζω σαν τα χλωρά σπαρτά.
Αν δεν πεθάνω τώρα, ψυχανεμίζομαι
λιποθυμιά.

Μα ο φτωχός το θάρρος πρέπει της πείνας του
να έχει, να τολμάει...

Μεταγραφή: Γ. Μπλάνας

2.1.13

Στίχοι επικαιρότητας


Ανρί Ματίς. Η Μουσική. 1910.

«Και σεις μπορείτε να περιγράψετε αυτό;»
(Από το Ρέκβιεμ της Άννας Αχμάτοβα)

Ήταν μια εποχή
που από τα ανοιχτά παράθυρα
έβρεχε ανθρώπους στη γη.

Έπεφταν αργά αργά
εδώ ο ένας εκεί ο άλλος
σαν μεγάλες γιγαντιαίες
μα πάλι σταγόνες δεν μπορούσες να τους πεις.

Έπεφταν αργά μα σταθερά

Σ' ένα πάρκο είδε η φίλη μου
δύο στη θάλασσα χαρίστηκαν στο κύμα
Σ' ένα νησί τον είδε να πέφτει η αδερφή του
καθ' ένας με τον τρόπο του
δεν είχε σημασία πως
Έπεφταν
αυτό μονάχα είχε σημασία

Πώς να περιγράψεις την εποχή
που έβρεχε ανθρώπους;
Μαλακούς και σιωπηλούς ανθρώπους
που έπεφταν άσπιλοι σαν χιόνι στη γη;

Η πτώση τους
άλλαζε τη μορφολογία του εδάφους
σύσταση, σταθερότητα και υφή.
Και όλα, όπως κι αν πατούσες,
άρχισαν σιγά σιγά να γλιστράνε, να βουλιάζουν
να σε τραβάνε προς τα κάτω.

Μπορεί άραγε να σωθεί μια χώρα
αν βρέχει έτσι συνεχώς;
Ξεδιψάνε καλύτερα τα χωράφια;
Έχει περισσότερη σοδειά;
Έχουν καλύτερο φαΐ τα ζωντανά της;

"It has to be done!
It has to be done!"
επαναλάμβαναν στεγνά οι Γερμανοί.
«Για να σωθεί μια χώρα»
αποφάνθηκαν οι αγορές, «πρέπει
να βρέξει ανθρώπους».

Κοίτα...
Μαδρίτη, Λισσαβώνα, Αθήνα,
Καστίλλη, Λεόν, Αραγονία
Συνεχίζουν να πέφτουν...