15.3.14

Ιστορίες από την ομίχλη

Κλοντ Μονέ. Πορεία στην ομίχλη. 1887.

Κι είπες, εγώ δεν κάθομαι να με ρημάξει η νύχτα.
Έρχεται η Σκοτεινή Κυρά να υφάνει τον ιστό της
και ανεβάζει μυστικά στο στήθος της το γάλα,
να το ταΐσει στα παιδιά που πέθαναν στη γέννα.
Κι εκείνα ξεπετάγονται από τη γη βοτάνια,
πικρά, να τα μαζέψουνε οι μάγισσες στη χάση,
όλες μαζί χορεύοντας στ' ανήλιαγο χορτάρι.
Κι είπες, άλογα μαύρα όταν διαβούν από το σταυροδρόμι,
η μάνα μου μ' ορμήνεψε να στρέψω το κεφάλι
γιατί έχουνε στα μάτια τους του Άδη το μαράζι
κι όποιος σταθεί αντίκρυ τους, πια γυρισμό δεν έχει:
με αγρίμια κοκκινότριχα και λύκους απ' τα χιόνια,
θα ζήσει όλα τα χρόνια του κι αυτός κυνηγημένος.

Γι' αυτό, είπες, δεν κάθομαι να με ρημάξει η νύχτα.

6.3.14

ἀλλ’ ἄϊ θρύληϲθα Χάραξον ἔλθην

Β. Πουζιρκόφ. Κίεβο υπό κατοχή. 1942.

Όσο γι’ αυτές τις φήμες που μου λες -πως τάχα φτάνει
απ’ ώρα σ’ ώρα ο Χάραξος με φορτωμένο πλοίο-
εγώ σου λέω πως είναι υπόθεση του Δία και των θεών.
Πάψε, λοιπόν. Καλύτερα
να με προτρέπεις να προσεύχομαι συχνά στην Ήρα
τη βασίλισσα να φέρει σώος σώο το καράβι
ο Χάραξος και σώους να μας βρει.
Τ’ άλλα ας τ’ αναθέσουμε στην εύνοια των θεών·
γιατί μετά την μπόρα, έρχεται αμέσως ξαστεριά.
Κι αυτοί, που θέλουν οι ολύμπιοι θεοί
να βγάλουν απ’ τις συμφορές,
μακάριοι γίνονται, πανευτυχείς.
Όσο για μας, αν [βάλει
μυαλό] ο Λάριχος και γίνει κάποτε άντρας,
μεγάλο πρόβλημα θα έχουμε λύσει.
μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας