31.12.09

Sugar baby love



Μέτρησα με τα δάχτυλά μου τις χρονιές,
σαν μισάνοιχτα φυστικάκια Αιγίνης άνοιξαν.
Τις βρήκα πολλές και περισσότερες από τον λογισμό,
ματόχαντρα για τα κόκκινα μάγουλα του μωρού.

Αυτό μου αρέσει απόψε. Το φεγγάρι οδηγεί,
μεγάλο, κίτρινο, θαμπό πληρώνει τ΄ ανεξόφλητα όνειρα
στην πόρτα ενός καινούριου χρόνου.
Μας βλέπει το φεγγάρι, Ερμής των επιθυμιών μας.

Γι΄ αυτό σου λέω μην κάνεις απολογισμό, ούτε λογισμό,
θα μετρήσεις περισσότερα και άλλα τόσα θα αποζητήσεις.
Κοίτα μόνο το χρόνο να φεύγει πιο γεμάτο,
σαν τον κόσμο σου που γέμισε ξαφνικά με νιότη.

Εκείνο όμως που σου λέω ν΄ αποφύγεις απόψε είναι άλλο.
Μην δοκιμάσεις την άχνη της ζωής σου.
Σκόνη είναι με συντρίμματα ζάχαρης.
Θα τα κάνω περισσότερα όμως. Το υπόσχομαι.

30.12.09

Η εξαίρεση


Μόνο εσύ μπορείς να πεις λόγια που διαγράφουν
να μοιάζουν σαν θυμωνιές στη γωνιά του χωραφιού
να σαρκάσεις τα όνειρά μου και να σκεπάζεσαι απ΄ αυτά.
Αποκλεισμένο καράβι σε λιμάνι να ΄μαι κι ο αέρας να είσαι εσύ.

Μόνο εσύ εξαίρεση στους κανόνες σου με κάνεις.
Τώρα το ξέρω και αύριο θέλω να το ξέρω.

29.12.09

Εραστής


.
Αγάπη μου
τις νύχτες μου σε συναντώ
στα πυρακτωμένα όνειρα μου

ζωοποιέ των αισθήσεων
λάτρη της λαγνείας
δότη του έρωτα μου

από ποιο παραμύθι πάρθηκε
η κεχριμπαρένια λάμψη σου
το υγρό βλέμμα
το στεντόρειο χαμόγελο σου

μάγισσες του ζωροαστρισμού εγκάλεσα
μέσα από αέναο έρεβος

τις δωροδόκησα
με το παφλασμό του αίματος
και κείνες ελέησαν τη παλλόμενη καρδιά μου

όλους τους εραστές μου μαζί σου απάτησα
εβένινε πρίγκιπα μου
μετοίκησες μέσα τους
φιλόξενοι για λίγο..
μέσα στη μακάρια άγνοιά τους

μαζί σου αποδήμησα σε διάσταση απόκοσμη
ξεγελώντας και θεό και διάβολο
κι αν η μοίρα όρισε μία πραγματικότητα
εμείς εφηύραμε κι άλλη

δική σου θα ΄μαι πάντα
αγάπη μου
εγκλωβισμένη σε παράταιρο κόσμο.

28.12.09

Θέλεις να παίξουμε;


Θέλεις να παίξουμε;
Θέλειιιιιιις μμμμ.....
να ήμουνα λέει
καινούρια και να φορούσα κόκκινα κΟοΟοΟΟΟΟΟΟΟΟΟκκινα παπούτσια
τεράστια γυαλιστερά με φιόγκους και τακούνια
να κάνουν κρακ-κρακ-κρακ καθώς θα περπατάω
να έπαιρνα τις φίλες μου
ολάνθιστες και φλύαρες
να βλέπαμε τ' αγόρια
όμορφες
όμορφες
όμορφες
όχι όχι αθώες.
Θα «μ'αγαπά δε μ' αγαπά» και θα
Ωραία θα 'ταν.

(Είμαι εγώ ο σατανάς ή κάποιος που του μοιάζει;)
(...)
(Είμαι εγώ ο σατανάς ή κάποιος που του μοιάζει;)

Θέλεις λοιπόν να παίξουμε;

27.12.09

Θα μου λείψεις...


Χώρεσες στην πλάτη της θάλασσας
τον τοίχο απ’ το στενό σου δωμάτιο
Είπες,
καμιά φορά μοιάζεις με θάλασσα
που τρέχει ν’ αγγίξει την άνοιξη,
όμως, κάποτε
αγκιστρώθηκες στο πρώτο κεραμίδι
και φώλιασες εκεί
σαν μικρό χελιδόνι
να περάσεις τη νύχτα
Θα μου λείψεις, μου είπες
Θα μου λείψεις
σαν ήλιος
με ορθάνοιχτη πόρτα,
κι όταν η θάλασσα
γίνει φθινόπωρο

θα φωλιάζεις
αθόρυβο χνώτο
στην πρώτη βροχή
που θα γλυκοφιλά
το τζάμι που κοιτάς.

26.12.09

Το πουκάμισο στο δέντρο



Πάντα επάνω σου γέρνω και ανασαίνω,
με τη σκέψη σου κάνω δέηση στο θηλυκό.
Στην τριγωνική σου αγκαλιά φωλιάζω
να γευτώ τη γλύκα την ερωτική.

Πάντα μαζί σου περπατώ τον κόσμο,
βήμα βήμα στα μέρη που αγάπησες.
Γκρίζα σαν ανάμνηση
φωτεινά σαν το μέλλον.

Απόψε είχε αεράκι πάνω στη γέφυρα
που ενώνει το μαγικό νησάκι
με τον πολυπρόσωπο ηπειρωτικό κόσμο
και μύριζε πολύ έρωτα.

Σου έχω πει να προσέχεις πού πετάς
το τζιν σου πουκάμισο
όταν την ώρα του πόθου τραβάς
όλα μαζί τα μεταλλικά κουμπιά του.

Τώρα φύτρωσε στα κλαδιά του δέντρου
και εκεί θα μείνει, στο παράθυρό μου,
να ζεσταίνονται τα δυο γατιά
που ερωτοτροπούν κάθε βράδυ.

25.12.09

Σαν κάτι





Να σε κρατήσω θέλω
σαν φρούτο άγουρο
στην πρώτη δαγκωνιά του
σαν μουσική που δεν θυμάμαι
με ακρίβεια το σκοπό της
σαν ποίημα που ξέχασα
τους πιο πολλούς του στίχους.

Έτσι μισή η ανάμνησή σου να παλιώσει
ρούχο μισολιωμένο που θα φορώ κατάσαρκα
κι ό,τι κάποτε ζήσαμε
ρυτιδιασμένη ελαφρά κρούστα της θάλασσας
πάνω απ' της άγνωστης ψυχής σου το βυθό
σαν ένα τίποτα κι όμως μαζί σαν κάτι
δειλό παιχνίδι του νερού και της ζωής μας.

24.12.09

Ψίθυροι καρδιάς


Καράβι το φεγγάρι στο σώμα κύλησε,
για άνομα πελάγη κρυφά μας μίλησε.
Με μάτια αναμμένα, με λόγια ανήμερα
κατάργησα για σένα σταθμούς και σύνορα.

Τι πρέπει, τι δεν πρέπει, στιγμή δεν σκέφτηκα,
εγώ μέχρι θανάτου σε ερωτεύτηκα.
Σε σένανε με πάνε όλα τα βήματα,
κι ας είναι να περάσω σαράντα κύματα.

Καράβι το φεγγάρι μες στο κρεβάτι μας,
τα χάδια μας λυτρώνει και την αγάπη μας.
Σε χάρτες και σε πόλεις με ψίθυρους καρδιάς
θα καίγονται όσα, φως μου, δεν ήτανε για μας.

Τι πρέπει, τι δεν πρέπει, στιγμή δεν σκέφτηκα,
εγώ μέχρι θανάτου σε ερωτεύτηκα.
Σε σένανε με πάνε όλα τα βήματα,
κι ας είναι να περάσω σαράντα κύματα.

23.12.09

Απάγκιο


Ξαφνικά η … μπάντα μπορεί και απολαμβάνει το επίκεντρο μιας άλλης ύπαρξης. Το σημείο εκείνο που δεν πιάνει η τρικυμία, εκεί που όλοι θέλουν να βρεθούν κι όλοι διστάζουν να πλησιάσουν. Ίσως επειδή τούς φαίνεται απίθανο το φαινόμενο της νηνεμίας. Κι όμως βρέθηκα εκεί. Καράβι το γλυκό φιλί σου κι άλμπουρα τα λόγια σου άνοιξαν τα πανιά στον αέρα τον γλυκό.

Τότε, στο απάγκιο, εκεί που κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει και τίποτε να χαλάσει την ομορφιά της απομόνωσης, εκεί που ο κόσμος χωράει σε μια παλάμη, άνοιξα το μπαουλάκι. Καμιά σκέψη μου πια δεν είναι τσαλακωμένη στη γωνίτσα. Όλες λείες, γυαλιστερές μυρίζουν φρέσκια ψυχή. Τα μικρά τριγωνάκια, οι δείκτες μου, που δείχνουν ότι στα σημεία αυτά σταμάτησα, άρχισα ή βρήκα κάτι σημαντικό είχαν γίνει ένα με την επιφάνεια του νου μου.

Απόψε όλα είναι αλλιώς. Γύρισες και ακούμπησες τον εαυτό σου σαν μακό μπλουζάκι στο κρεβάτι του πάθους. Απόψε δεν θέλω να το φορέσω. Θα το βάλω στο μαξιλάρι να κοιμηθώ επάνω του, να το χαϊδεύω και να το φιλώ. Απόψε είναι τόσο κόκκινο που η καρδιά ντροπιάστηκε. Γι΄ αυτό χτυπάει δυνατά. Την ακούς; Είναι δική Σου.

22.12.09

Αντίλογος

.
(Σκηνικό λιτό. Μία γυναίκα, αδιευκρίνιστου ηλικίας, σκουρόχρωμα ντυμένη, κάθεται κουλουριασμένη σ’ ένα παγκάκι. Πρόσωπο κουρασμένο, βλέμμα αφηρημένο, στοχαστικό. Σε όλη τη διάρκεια της σκηνής είναι στην ίδια στάση. Η φωνή της είναι ηχογραφημένη. Πίσω της δεξιά, σε απόσταση ενός – δύο μέτρων στέκεται όρθια μία άλλη γυναίκα μεγαλύτερη σε όγκο, ντυμένη στα λευκά. Η φωνή της οπωσδήποτε θα ακούγεται ζωντανά. Η πρώτη που ακούγεται είναι η γυναίκα που κάθεται στο παγκάκι.)

-Περίμενα και είχα τόσο κουραστεί, κάποιος, κάτι να πιαστώ δε φαινόταν, έγερνε το σώμα και το μυαλό μου θόλωνε και αποκοιμιόταν.

-Κάποιες φορές χρειάζεται να περιμένεις χρόνια, αιώνες, αν χρειαστεί, για να έρθει αυτό που αποζητάς.

-Περίμενα και ήταν όλα τόσο σκοτεινά γύρω μου, έτρεμα και φοβόμουν,βμε τις σκιές μιλούσα και νόμιζα πως ξεχνιόμουν.

-Κάποιες φορές χρειάζεται σ’ όλους και σ΄ όλα να μιλάς, μέχρι να ακουστείς.

-Περίμενα και το σκοτάδι όλο και πιο βαθύ γινόταν, τα πόδια μου αργά στο χώμα βυθιζόταν, στο αναμένοντας θαρρούσα πως ήμουν πάντα, με το σκοτάδι και την καταχνιά μοναδική μου συντροφιά.

-Είναι πιο διαρκές και βαθύ το σκοτάδι πριν να έρθει το φως.

-Περίμενα και είχα τόσο πολύ θυμώσει που με μια σκιά καθόμουν αγκαλιά και της παραπονιόμουν.

-Ύπαρξη είναι και η σκιά και νιώθει κι αυτή μοναξιά.

-Περίμενα, περίμενα…. Άρχισα τότε να τους φωνάζω όλους δυνατά. Φάνταζαν χιλιάδες οι παρουσίες τους, μα απόντες ήταν όλοι…. Μέρες, βδομάδες τους καλούσα,
μα κανείς τους δεν άκουγε ή δεν ήθελε να ακούσει.

-Κάποιες φορές χρειάζεται να περάσουν χρόνια, αιώνες, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ακούσουν τους άλλους ανθρώπους….. Δεν περίμενες αρκετά…

-Περίμενα, περίμενα, περίμενα….. Και δεν με πειράζει καθόλου αυτό. Καμιά φορά, όμως, είναι που «μου τη σπάει», που ακόμη και τώρα, όπως και τότε... περιμένω….

Σειληνία

21.12.09

Όψιμα λουλούδια




Αν υπήρχε δρόμος μακρύτερος
θα τον διάλεγα σαν τον πρώτο
ανθό της άνοιξης.

Αν υπήρχε χρόνος μεγαλύτερος
θα τον ακολουθούσα σαν το πρώτο
ταξίδι της νιότης.

Και άλλος τρόπος να υπήρχε
πάλι δικό μου θα τον έκανα
σαν το πρώτο παιδί της μάνας.

Φτάνει να μπορούσαν
να σταματήσουν όλα.
Για ΄σένα και για ΄μένα.

Να μπορούσα να φυλλομετρώ
τους χτύπους της καρδιάς σου.
Παράθυρο το τρυφερό σημάδι σου.

Φτάνει να μπορούσαμε
να έχουμε κι εκείνα κι αυτά.
Τα πρώιμα και τα όψιμα λουλούδια.

Η νύχτα θα ΄ναι μακρινή,
αγκιστρωμένη πάνω σου.
Να τη φυλάξεις, για ΄μας.

20.12.09

Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων


Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ' απ' τον ύπνο
με κοιμισμέν' ακόμη τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
-να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ-
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ' το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω-ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».

Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι-θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ' την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ' όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει•
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.

19.12.09

Άθροισμα

Μέσα στη σκέψη μου
υπάρχει μια πηγούλα
που στάζει προσμονή
σε τοσοδούλες σταγόνες.
Πιστεύω στη λαχτάρα σου.

Εκεί που πίνουμε τα μυστικά μας
κάτι σε περιμένει.
Με κοιτάζει, με προσμονή,
κοκκινίζει από την προσπάθεια
να το κυριαρχήσουν τα χέρια σου.

Η αγάπη είναι η απουσία.
Αυτό έγραψε ο ποιητής,
σα να ήξερε. Επειδή ήξερε.
Δεν θέλω να φύγω από την απουσία,
είναι οι μέρες πολλές που γίνεται αγάπη.

Σήμερα ο αέρας μύριζε
το άρωμα που μου χάρισες.
Ήρθε, το πήρε
κι έστησε γύρω σου χορό,
στο φως του παραθύρου.

Η αγάπη μου σε γαληνεύει,
γι΄ αυτό σ΄ ακολουθώ.
Κι αν για να κάνω άθροισμα πρέπει
να προσθέσω τον εαυτό μου με ΄μένα
το αποτέλεσμα είμαστε εμείς.

Είσαι εκεί κι εγώ εδώ, μαζί.
Σε βλέπω να κλείνεις τα μάτια
και να τ΄ ανοίγεις με έκπληξη.
Άφησα το φως αναμμένο για Εσένα.
Κοίταξέ το.

18.12.09

Θέλω να σε ξαναδώ, το ξέρω θα σε ξαναδώ



Είναι το γράμμα δράμα που σκοτώνει
Η φωνή σου τη ζωή σηκώνει,
τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ
αν χωρίς εσένα στο μυαλό τον ύπνο προκαλώ
στο τζάμι μια γραμμή πάνω στη σκόνη
η θάλασσα παγώνει
είν' από τότε που ήσουνα εδώ
μέχρι να σε ξαναδώ.

Μου γράφεις η αγάπη δεν τελειώνει
Συμβολικά η σκέψη σου απλώνει
και από τότε έχω να σε δω
κάνεις δρόμο μακρύ μέχρι εδώ
μου άφησες το χέρι και κρυώνει
μα η αγάπη δεν ματώνει
δεν ξέρω τι να κάνω τι να πω
ξέρεις να αντιμετωπίζεις το εγώ.

Θέλω να σε ξαναδώ
Το ξέρω θα σε ξαναδώ
δε θέλω πια να ζω
δεν θέλω άλλο να νομίζω
χωρίς να σε αγγίζω
έχω ανάγκη να σ΄ αγγίζω
Θέλω να σε ξαναδώ
το ξέρω θα σε ξαναδώ
κουράστηκα να ζω
με το να νομίζω
στο μαύρο και στο γκρίζο
θέλω το κόκκινο ν΄ αγγίζω.

Τα μάτια μου κοιτάζουν στη γωνιά σου
Τα χέρια μου χαϊδεύουν τ΄ αποτυπώματά σου
εκείνο το γλαστράκι το μικρό
εκείνο το βιβλίο το μοναδικό
που μου 'χες φέρει απ' τη γειτονιά σου
που μου ΄φερες με την καρδιά σου
και μου 'χες πει να ζήσεις Σ' αγαπώ
και μου 'πες, πάρτο είναι ιερό.

Μου έλεγες θα είμαι εδώ κοντά σου
Είσαι εδώ με τη ματιά σου
και από τότε έχω να σε δω
κι από τότε έχω να με λυπηθώ
μυρίζει η κάμαρη απ 'τ' άρωμά σου
γεμίζει το σεντόνι μου απ΄ την καρδιά σου
δεν ξέρω τι να κάνω τι να πω
δεν ξέρω πώς να στο πω, πώς να σου φερθώ.

17.12.09

Μην είναι, γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι, θαύμα;


Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες,
κι ο οίστρος ο τρομερός της σάρκας μου.
Όλα μου σου τα χαρίζω - μες στον ήλιο και μες στο
ερωτικό χρώμα των ματιών σου.
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; έτσι θενά πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
έτσι θενά σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη.
Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα;
Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ' αποζητάει,
η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά - αχ!
μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι
η τρυφερότης σου.
Ποιος να 'ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;
Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης
Παρασκευής.
Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι• η θλίψη μου,
πομπή Μαγιού απ' τη θάλασσα ως τον κάμπο' οι ρεμβασμοί μου,
δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.
Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.
Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου
μες στα χαμομήλια.
Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου - με το φως,
με τον ήλιο.
Κι είναι η γητειά, απ' την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί
μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.

16.12.09

Ο κόκκινος φάκελος


Με το ζεστό φώς του ουράνιου τόξου
έβλεπα τη φιγούρα σου.
Απ΄ το ζωνάρι της θάλασσας
ξεπρόβαλες, εκεί γυρνούσες.

Φωτιά έδινες, φωτιά έπαιρνες,
ούτε ένα ρόλο παραπάνω.
Ανοιχτή υπόθεση
η μεταξύ μας πυρκαγιά.

Έσκυψα στο επίκεντρο της ζωής μου
ένας κρατήρας σφύριζε
σε ρυθμό μυστικό,
ό,τι κρύβει ο νους μας.

Ο βορράς υποσχόταν ανταμοιβή
για το δώρο του νότου.
Η ανατολή και η δύση
γραμματοκιβώτια των εραστών.

Πόσο λυπήθηκα που χάθηκε
το τόξο πριν στο χαρίσω.
Μόνο το χρώμα να ΄βλεπες
θα το ζητούσες για το μαξιλάρι σου.

Έβρεξε ο καιρός και τιμωρήθηκε
σκληρά απ΄ τ΄ όνειρο.

15.12.09

Freedom of Speach


Φίμωσαν
το γλωσσίδι σου
καμπάνα μου.

14.12.09

Μια αγάπη στο πεζοδρόμιο



«Στους ανθρώπους που αγαπάς πρέπει να δείχνεις την αγάπη σου». Με αυτή τη νουθεσία σφηνωμένη στο μυαλό η Άλκηστη, σηκώθηκε, ντύθηκε μηχανικά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη –δεν το συνήθιζε άλλωστε- κατέβηκε τις σκάλες, φόρεσε τις μπότες της, κοίταξε την τσάντα της αν είχε τα κλειδιά τράβηξε την πόρτα μαλακά και την εξώπορτα το ίδιο και βγήκε έξω. Από τα παράθυρα φαινόταν φως, πάντα το άφηνε αναμμένο στην αρχή για να νομίζει ότι κάποιος την περιμένει κι έπειτα για να αφήνει το σπίτι να ζει.

Ακολούθησε τη διαδρομή προς το κεντρικό δρόμο, με σκυμμένο κεφάλι προσδοκώντας ίσως να βρει κάτι ενδιαφέρον στο πεζοδρόμιο ή στην άσφαλτο. Από μικρή την είχε αυτή τη συνήθεια. Την πρώτη μάλιστα φορά που βρήκε ένα γράμμα γεμάτο ανορθόγραφες λέξεις αγάπης, αισθάνθηκε ότι διάβηκε ένα μυστικό πέρασμα σε μια άλλη ζωή. Ένας άντρας έγραφε τόσο όμορφες λέξεις σε μια γυναίκα που όμοιές τους δεν έχει διαβάσει μέχρι σήμερα. Εκείνο το γράμμα περιείχε και τη νουθεσία για την αγάπη, δεν περιείχε όμως καμιά υπόσχεση. Ήταν όλα τόσο φυσικά δεδομένα, όπως μόνο μια ανάγκη για τον άλλον μπορεί να εξασφαλίσει. Αγράμματοι άνθρωποι, απλά πράγματα, σκέφτηκε τότε.

Στο δρόμο, τη μια στιγμή σκεφτόταν ότι πρέπει να δείχνει την αγάπη της, την άλλη την ενοχοποιούσε. Ο αέρας είχε κάνει την παρουσία του, γόμα να σβήσει κάθε προβληματισμό κι εκείνη τράβηξε γύρισε την κάπα στο πρόσωπο. Πάντα πίστευε ότι ο αέρας μπαίνει από το στόμα και κάνει άνω κάτω ότι κυκλοφορεί μέσα της. Εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή ακριβώς που αντιμετώπιζε το βοριαδάκι, η λέξη «απώθηση» ήρθε να κάτσει στο μυαλό της σαν την άμμο στην καλοκαιρινή παντόφλα. Ο Γρηγόρης πάλευε να απωθήσει κάτι; Γιατί όμως; Θεωρούσε κατάχρηση να δεχτεί τόση αγάπη ή φοβόταν τη δική του; «Αυτό λοιπόν», μονολόγησε η Άλκηστη, « αυτό είναι ό,τι μπορεί να ανατρέψει την παλιά καλή συμβουλή, να δείχνεις την αγάπη σου. Μόνο αυτό και μόνο όταν ο αποδέκτης δεν έχει καταλάβει. Δεν έχει καταλάβει τίποτα», μουρμούρισε πιο δυνατά. Ο γενειοφόρος ηλικιωμένος συνδιαβάτης γύρισε την κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του και χάιδεψε μια στοίβα βιβλία που κρατούσε. Φάνηκε να συμφωνεί.

Ο αέρας κάτι κατάφερε τελικά και οι σκέψεις έφυγαν για λίγο. Ή τουλάχιστον όση ώρα αναγκάστηκε η Άλκηστη, εκ των κοινωνικών πραγμάτων, να παρακολουθήσει τις συζητήσεις μιας γυναικείας συντροφιάς. Από ένα σημείο και πέρα η κουβέντα παρουσίαζε ενδιαφέρον. «Κοίτα να δεις, φίλε μου», είπε από μέσα της. «Καμία μα καμία δεν είναι ικανοποιημένη. Καμία μα καμία δεν δέχεται να προσδιορίσει την αμαρτία, την ενοχή». Όλες νέες και ώριμες συμφωνούσαν απόλυτα σε αυτό που ίδια είχε οδηγηθεί από τα εφηβικά της χρόνια όταν ο παχουλός τύπος με τα γένια και το σπινθηροβόλο βλέμμα κρυμμένο πίσω από έναν βαθύ συλλογισμό την ξενάγησε σε μια άλλη θεώρηση της ζωής.

Ο Γρηγόρης ήταν μακριά, επιδίωκε να είναι ακόμη πιο μακριά και αποζητούσε να είναι κοντά. Η Άλκηστη σκεφτόταν, σκεφτόταν συνεχώς. Σηκώθηκε καληνύχτισε και τράβηξε στο δρόμο με τις στολισμένες βιτρίνες. Απόψε είχε κατακλυστεί από τα παιδικά της βιώματα. Τότε που έκλαιγε με λυγμούς όταν διάβαζε τα παραμύθια του Άντερσεν. Τότε που προσπαθούσαν να την πείσουν ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης κι εκείνη απαντούσε: «όχι, γιατί δεν υπάρχει κανένας άγιος». Είδε τα ελαφάκια, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα χρυσά πακέτα, όλα αυτά που θέλουν να γυαλίσουν τις ζωές μας, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. «Μια παγκόσμια κακομοιριά όμως δεν αφήνει τούτη τη χρονιά να λαμπρύνει», σκέφτηκε. Σε μια βιτρίνα η κούκλα φορούσε ένα βυσσινί φόρεμα, και στο πόδι της ήταν ακουμπισμένο ένα σικάτο ετικετάκι με την τιμή. «Φόρεμα: 980€», έγραφε! Ένα ζευγάρι που κοιτούσαν κι αυτοί τη βιτρίνα είχαν χάσει το χρώμα τους. Είπε εκείνη: «Μα καλά, από τι είναι φτιαγμένο και κάνει τόσο;». «Από έναν μισθό», απάντησε αυθόρμητα η Άλκηστη και γέλασαν και οι τρεις.

«Ανάμεσα στο μ΄ αγαπάς και σ΄ αγαπώ, άνεμος απ΄ αστέρια και σύγκρυο λουλουδιών….». Η Άλκηστη ανατρίχιασε από την ψύχρα αλλά και από τους στίχους που της ήρθαν στον μυαλό. «Καλά πώς έγινε αυτό;», σκέφτηκε. Τότε πέρασε μπροστά της η εικόνα του γέρο διανοούμενου που συνάντησε νωρίτερα. Μα ναι πάνω-πάνω στα βιβλία του καμάρωνε ένας Λόρκα! Το βιβλίο που της είχε δώσει ο Γρηγόρης τα «Έντεκα σονέτα του σκοτεινού έρωτα».

Εκείνος, εξακολουθούσε να γεμίζει το μυαλό της. Ήταν ώρα να επιστρέψει. Μπορεί να την αναζητούσε. Ήταν σίγουρη πως θα την αναζητούσε. Περπάτησε με το μυαλό καθαρό. Έφυγαν αυτές οι παράξενες σκέψεις. Ήταν βέβαιη ότι η απρόσμενη φυσική γόμα έκανε τη δουλειά της. Ήξερε ότι έτσι θα είναι πάντα. Πότε έτσι, πότε αλλιώς. Τα έχει αυτά ο έρωτας, κι αν είναι και σκοτεινός δηλαδή πιο γοητευτικός, θα έρχονται τα τσουνάμια συχνά. «Ο Γρηγόρης εξάλλου περνάει το λούκι. Εκείνος είναι που επιφορτίζεται την ενοχή όλων για όλα. Μόνο που επιμένω δεν έχει καταλάβει και πρέπει να βρω τρόπο να τον κάνω να γαληνέψει. Γίνεται όμως;», ξαναμουρμούρισε.

Το πιο ταπεινό δημιούργημα του ανθρώπου, το ευτελέστερο κατασκεύασμα, εκείνο που το πατούν, το κλωτσούν, το φτύνουν, το κατουράνε και το χέζουνε όλοι, ακόμη και οι σκύλοι και οι γάτες, το πεζοδρόμιο, ήρθε να δώσει την απάντηση. Αυτό το εξαθλιωμένο, μαύρο και άραχνο κατασκεύασμα που και η ίδια το πατούσε μπροστά στα μάτια της έγινε φιλόξενο στρώμα για μια αγάπη. Δυο τριαντάφυλλα, δυο κίτρινα τριαντάφυλλα ήταν ξαπλωμένα επάνω του, μέσα στο πλαστικό ασημί σκέπασμά τους. Εκεί ακίνητα, αλώβητα από τον αέρα, τρομακτικά όμορφα για να πατηθούν μοιράζονταν τη δροσιά που τους είχε απομείνει. Κάποιος τα πέταξε γιατί δεν ήξερε να αγαπά, ή δεν άντεχε τόση αγάπη. Κι εκείνα έμειναν να διατηρήσουν την αγάπη αυτή.

«Ο Γρηγόρης δεν θα το έκανε ποτέ αυτό», σκέφτηκε η Άλκηστη, ενώ απαθανάτιζε το τρυφερό κίτρινο ζευγάρι «θα τα κρατούσε έστω και μαραμένα. Είναι τόσο έτοιμος να απολαύσει και να εισπράξει την αγάπη που κάποιες φορές φοβάται ότι θα την χαλάσει. Αλλά είναι άντρας και οι άντρες έτσι σκέφτονται. Να μην πληγώσουν ανεπανόρθωτα…»

Γύρισε σπίτι. Εκείνος την αποζήτησε. Φόρεσε την κόκκινη μπλούζα του, τις παντόφλες του και άνοιξε το βιβλίο που της χάρισε προχτές. Σήμερα τον αγαπούσε περισσότερο. Σήμερα ήξερε ότι αφού μπορεί ένα βρώμικο πεζοδρόμιο να φροντίσει μια αγάπη δεν μπορεί εκείνη;

13.12.09

Ξαναγύρισε πάλι

.
Ξαναγύρισε πάλι:
Είναι ταγμένη στην επανάληψη.
Ωσάν την ηχώ, σαν τη λαλιά της θάλασσας στο κοχύλι:
Των περασμένων η θύμηση.
Δεν θα την πω νοσταλγία.
Με περιπλάνηση μοιάζει στις παλιές γειτονιές
Που υποσυνείδητα επέλεξα.
Δεν κουβαλώ τον χρόνο.
Κυκλοφορώ τον χρόνο.
Κυκλοφορώ μέσα του.
Έτσι στα τωρινά λιθόστρωτα σεριανίζοντας
Θυμάμαι τα παλιά καλντερίμια.
Συνειρμοί;
Βέβαια ωστόσο είναι
Μια καινούργια ροή,
Όπου η φθορά σταματά, έχοντας ήδη φορέσει
Το ένδυμα της εξέλιξης.
Θυμάμαι ακόμα τις απαλότητες
Σκιαγραφήσεις του γέλιου στα ακρόχειλα.
Και των ματιών το γύρο,
Τότε που ο χρόνος ρετουσάριζε ακόμα
Τη νιότη στα πρόσωπα.
Τώρα σμιλεύει ρυτίδες.
Σε αυτή τη μη αναστρέψιμη ροή
-Της φθοράς πρόλογο-
Αντιπαραθέτω την έσω ροή μου
Συνοδοιπόρο αναλλοίωτη,
Που ιππεύοντας ό,τι φωτεινό και ωραίο
Καλπάζει
Σε αρυτίδωτα έγκατα
Και μελωδίες τριγύρω…

12.12.09

Να ΄ρχεσαι



Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
Κική Δημουλά

Το λίγο του κόσμου
έγραψε η κυρία
κι άφησε τους στίχους
να περιγράψουν τα γένη
των ανυπεράσπιστων ερώτων.

Πήρα τα λόγια της,
ενικού και πληθυντικού,
κι έφτιαξα έναν νέο αριθμό
να μετρήσει το πλήθος
των δικών μας στιγμών.

Το πολύ του κόσμου
ζύγισα απόψε,
με τα χέρια σου
μια ζωντανή ζυγαριά
τα χείλη σου βαρίδια.

Να ΄ρχεσαι να σ΄ αγαπώ
να στέκεσαι δίπλα μου
να επιστρέφεις εκεί
που άφησες τη ζωή
να σε περιμένει.

Να ΄ρχεσαι να μ΄ αγαπάς
να αισθάνομαι άνθρωπος
να γυρνάω τη σελίδα
εκεί που νόμιζα
ότι τέλειωσε το βιβλίο.

Ήσουν πιο νέος σήμερα
ή σε βλέπω μόνο εγώ έτσι;

11.12.09

Ομπρέλα



Στη μέρα τη δική μας
που η βροχή ήταν Άνοιξη.


Να προσέχεις την ομπρέλα σου∙
όταν μυρίζεις βιβλία
ξεχνάς τη βροχή.

Σε είδα πώς την πέταξες
στο κουτί που μάζευε νερό
να στεγνώσουν οι σκέψεις μας.

Όταν βρέχει λουλούδια
και είναι κόκκινα
ξεχνώ και ΄γω την ομπρέλα μου.

10.12.09

Το πάπλωμα



Το πεντηκοστό μου έτος
υποδέχεται το πουπουλένιο πάπλωμά μου,
στην ζεστή του αγκάλη με τυλίγει
δίχως κριτική, σχεδόν σαν μητρικό φιλί
το βράδυ σε φοβισμένο παιδί∙ ανάλαφρα βαρύ
κι ανεξίκακα αδιάφορο σαν άνδρας χορτασμένος
μετά τον έρωτα. Στα δεκαέξι ή και
στα σαράντα μου θα ούρλιαζα με τόσο λίγο.
Τώρα ευγνωμονώ αυτό το λίγο που είναι πολύ
και στη ζεστή του άπλα παραδίνομαι
δίχως κριτική αποδοχή, σχεδόν κύμα, περίπου θάλασσα.

9.12.09

Παιγνίδια


Γραμμές ασταθείς,
που θέση γυρεύουν
στην άπειρη γεωμετρία των σχημάτων:
η οικονομία της ψυχής μου.

8.12.09

Η αναρρίχηση



Δεν είναι η πραγματική ανάβαση, ο πόνος.
Κόπος της αναρρίχησης επάνω σε πετρώματα
σκληρά, πανύψηλα και σε χιονοστρώματα
λευκότατα κι αστραφτερά,
σε κορυφές γαλάζιες και μαβιά βουνά.
Μπορώ να σας αγγίξω με τα χέρια της αφής
κι αν μ' απορρίξετε υψώματα της γης θαυμάσια,
στην έξαφνη καταστροφή και στην προσπάθεια,
θενά καταπνιγεί η φοβερή φωνή
που θα σημάνει την καταφορά μου.

Εσένα λογαριάζω, ανάβαση φανταστική
σε ύψη αόρατα, αόριστα, πάντοτε άγνωστα,
διαφορετικά.
Ανεξερεύνητη, μοναχική οδός που οδηγεί
προς τη δική σας διαδρομή
και η κλιμάκωση σας ανήκει μόνο στην ψυχή.

Εκεί, η θέληση και η επιμονή δε φτάνει,
η αναμονή δεν ξέρει τι προσμένει.
Δεν είναι η ορμή που χρειάζεται,
μονάχα υποταγή δοσμένη από μύχια γνώση.
Το επίτευγμα δε φαίνεται κι ο άνθρωπος,
περίδεος, το θαύμα της αγάπης περιμένει.

7.12.09

Συγγνώμη


Του έγραψε δυο λόγια, πως η Aγλαΐα είναι πολύ άρρωστη και τώρα τον περιμένει. Δώδεκα χρόνια ζουν χωρισμένοι. Δώδεκα χρόνια κλείσθηκε σ' αυτό το σπίτι μέσα. Δώδεκα χρόνια δεν τον είδε. Τα μαλλιά της ασπρόμαυρα, το μέτωπόν της ρυτιδωμένον. Τα δάκτυλά της πλέκουν γρήγορα πτερωτά και τα μεγάλα γαλανά μάτια της, που τώρα ξεθώριασαν, οπλισμένα με τα γυαλιά, ακολουθούν τις βελόνες. Μαύρο το φόρεμά της, μαύρη και η καρδιά της.

Το παράθυρον, το οποίον είναι πολύ πλησίον της, της δεικνύει τον Kεράτιον κόλπον γαλήνιον. Πάντοτε όταν βλέπει τα μεγάλα σκάφη να εξαπλώνονται ήσυχα και αμέριστα εις την λείαν επιφάνειαν του λιμένος, ψιθυρίζει: «H θάλασσα η άπιστη, που σηκώνει θεριά κύματα ή σείεται ελαφρά, έχει λιμάνια ακύμαντα, μα η ζωή του ανθρώπου, αχ, δεν έχει». Κτύπησε τον εσπερινό η καμπάνα του πατριαρχείου, η κ. Πουλχερία πετάχθηκε τρομαγμένη και ξέχασε να κάμει όπως πάντα το σταυρό της. Έφυγαν δύο - τρεις βελονιές από την κάλτσα της και η ματιά της καρφώθηκε στη θάλασσα, και κατόπι ξεκαρφώθηκε με βία και καρφώθηκε στη θύρα του δωματίου. Δοκίμασε να ξαναπλέξει, μα τα δάκτυλά έτρεμαν και δεν το κατόρθωσε.

O Mαυρίκος, ο γάτος της, έπαιξε με το κουβάρι της. Κτύπησε η θύρα, η κ. Πουλχερία πετάχθηκε και βρέθηκε στο πόδι. Επλησίασε τον καθρέφτη. Θεέ μου, τι άσχημη! Xλωμή, λιγνή, ζωντόνεκρη. Διόρθωσε λιγάκι τα μαλλιά της -η γυναίκα αυτό δεν το λησμονεί και στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής της, και συμμάζεψε το κουβάρι της που ολόκληρο το ξετύλιξεν ο Mαυρίκιος. Ακούστηκαν βήματα.H καρδιά της κτυπούσε δυνατά, όσο τα βήματα πλησίαζαν, τόσο οι παλμοί πλήθαιναν. Εμβήκε ένας κύριος με μεγάλη κοιλιά, παχύς, ροδοκόκκινος, καλοξυρισμένος και κρατούσε στα χέρια του κυλινδρικόν πίλον. H κ. Πουλχερία του έτεινε το παγωμένο χέρι της. Tα μάτια της άστραφταν.

Ναι, ο Mάρκος δεν είναι αδύνατος σαν σκελετός, μα γήρασε κι εκείνος, άσπρισαν τα μαλλιά του και τα μουστάκια του. Εκείνος, πήρε το χέρι της και το φίλησε. Δύο μεγάλα δάκρυα κυλίσθηκαν στα παχιά κατακόκκινα μάγουλά του. Mε φωνή βραχνή, η οποία διεκόπτετο από την συγκίνησιν, εψιθύρισε: «Πουλχερία, με συγχωρείς;»

Εκείνη τον συνεχώρησεν, όπως συνεχώρησε προ ολίγου τον Mαυρίκιο, που εξετύλιξε το κουβάρι της. Tι στενοχωρία! Δεν έχουν τίποτε να πουν. Πόσα έλεγαν άλλοτε σκυμμένοι σ' αυτό το παράθυρο, πριν να ξημερώσει η μαύρη μέρα, κατά την οποίαν ο κ. Mάρκος έφυγε διά την Eυρώπην, με την διδασκάλισσαν της κόρης του. Δώδεκα έτη έλειπε, δώδεκα έτη η κ. Πουλχερία έζησε ζωντόνεκρη στο παραθαλάσσιο αυτό σπίτι, δώδεκα έτη έκλαιγε κρυφά, διά να μην την βλέπει η κόρη της η ασθενική. «Kαι η κόρη μας;», εψιθύρισε με στενοχωρίαν ο παχύς άνθρωπος. «H κόρη μας;»

Τώρα δάκρυα χονδρά σαν βροχή άφθονα έβρεξαν το πρόσωπόν της κ. Πουλχερίας. «H κόρη μας δεν είναι καλά». Σηκώθηκε και του ένευσε να την ακολουθήσει. Σ' ένα δωμάτιον ευρύχωρον, με τοίχους παχείς σαν τοίχους φυλακής, με δικτυωτά πυκνά, ήτο εξηπλωμένη η κόρη του, η κόρη των. «Aγλαΐα!» Άνοιξε τα βαριά βλέφαρά της η άρρωστη με κόπον. Aλλά τα ξανάκλεισε, διότι την εστενοχώρει το φως το άπλετον. Χλωμή σαν αγιοκέρι και με πρόσωπο λιωμένο εχαμογέλασε, και φάνηκαν τα δόντια της μαύρα και τριμμένα. «O πατέρας σου, παιδί μου». Το μειδίαμα έφυγε από τα χείλη της. O κ. Μάρκος επλησίασε και την εγλυκοφιλούσε. «Mε γνωρίζεις, Aγλαΐα μου;»

«Nαι, η μητέρα όταν παρακαλούσε στην αρρώστια της, πάντα ανέφερε τ΄ όνομά σου». Γέλασε ένα γέλιο περιπαικτικό, έκλεισε τα μάτια της και γύρισε από το άλλο το πλευρό. H κ. Πουλχερία τον έσυρεν εκτός του δωματίου.

«Μάρκο, μη νομίσεις ότι έμαθα την κόρην σου να σε καταράται και να σε μισεί. Mα έγινε νευρική. Και ενώ όταν ήμην καλά σ' εζωγράφιζα με τα καλύτερα χρώματα, άμα μου ήρχετο η κρίσις φαίνεται ότι έλεγα μερικά πικρά πράγματα, εις τα οποία η κόρη μας επρόσεξε περισσότερον από τα λόγια τα δικά μου. M' εννοείς!»

«Nαι».

Το ρολόγι της Mεγάλης Σχολής εκτύπησε πέντε ώρες, ο κ. Mάρκος απεφάσισε να φύγει. Ήτο η ώρα που έβγαζε την κυρία του - διότι τώρα είχε άλλην σύζυγον και άλλα παιδάκια - στον περίπατο.

«E, με συγχωρείς, Πουλχερία;».
«Σε συγχωρώ».

Έφυγε κατευχαριστημένος διότι φέρθηκε σαν άνθρωπος με πολλή καρδιά, αφού πήγε σ' αυτό το σπίτι που δεν έπρεπε να ματαπατήσει, διά να ιδεί την άρρωστη κόρη του. Ενώ έφευγε, ανέπνευσε ελεύθερα και είπε:
«Mα πταίει η Πουλχερία. Tο παιδί αυτό είχεν ανάγκη καθαρού αέρος, περιπάτου, και εκείνη έζησε δώδεκα τώρα χρόνια κλεισμένη σαν σπιτόγατα. Τέτοια ήταν πάντα. Δεν αγαπούσε τον περίπατο. Aλίμονον, ούτε η μητρική στοργή δεν μπόρεσε να ξεριζώσει τα κακά της φυσικά». Σκούπισε τον ίδρω του και πήδηξε γρήγορα μέσα στο καΐκι, που τον επερίμενε έξω από τα κάγκελα του κήπου. Γλίστρησε το καΐκι, εχοροπήδησε λιγάκι ενώ περνούσε τα μεγάλα κύματα που εσήκωσε το βαποράκι της γραμμής που πέρασε προ ολίγου και άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο του. H συγγνώμη, την οποία του έδωκαν, πολύ τον εχαροποίησε.

Σε δυο διαφορετικά παράθυρα ήταν δύο γυναίκες και τον έβλεπαν με ματιές διαφορετικές. H κόρη του έβηχε, έβηχε και γελούσε, ενώ έβλεπε τον πατέρα της ξαπλωμένο, και το εξησθενημένο πνεύμα της τίποτε δεν συλλογίζουνταν. H κ. Πουλχερία τον έβλεπε και έλεγε πως η συγγνώμη, την οποία δίδει κανείς, είναι πολύ γελοίο πράγμα. «Πώς τον συγχώρησα; Ήλθε πίσω η αδικοξοδευμένη νεότης μου, η Αγλαΐα μου έγινε πάλιν υγιής και ροδοκόκκινη;». H κ. Πουλχερία, η οποία συχνά δεν γελά, εγέλασε τώρα και εκείνη, όταν είδε μέσα στο καΐκι τόσο χαρούμενο τον κ. Μάρκο, διά την συγγνώμην την οποία έλαβε. Το γέλιο της κόρης απετέλεσαν μια παράξενη συμφωνία σπαρακτική μέσα στο σκοτεινό, ήρεμο και μεγάλο φαναριώτικο σπίτι.

O γείτονας ο δεσπότης, ο οποίος επότιζε μόνος του τα λουλούδια του, πετάχθηκε τρομαγμένος και σταυροκοπήθηκε, διότι πότε μα ποτέ δεν άκουσε δώδεκα τώρα χρόνια γέλια στο σπίτι της ζωντόνεκρης.

6.12.09

Η αχνάδα του φεγγαριού

.
Ο άντρας πουλάει
το άλογο
Μια γυναίκα πουλάει
δυο χήνες.
Πόσες ώρες μοναξιάς
να σημαίνει αυτό.
Πόσα όνειρα…
Πιάνει βροχή
Οι αγοραστές δείχνουν
ευτυχισμένοι.
Οι αυλές τους
ομορφοσυγυρισμένες
καταπράσινες
Η αχνάδα του φεγγαριού
μπαίνει απαλά στους κήπους.
Τα δέντρα καρποφορούν
Οι καρποί τους μοιάζουν
ρουμπίνια.
Κι η καινούργια μέρα αρχίζει.

5.12.09

Γραφή Γ'


Πέρασα μέσα από ένα σεισμό.
Το σώμα μου κρατάει τους κραδασμούς και τα χάσματα.
Κάηκε το δέρμα βαθιά και τα μαλλιά απ' τη ρίζα τους.
Κάπου στη μέση του σώματος,
εκεί το μεγαλύτερο χάσμα


Τα παράθυρα των σπιτιών στη μνήμη κλειστά.
Στην πρόσφατη μνήμη ορθάνοιχτα, όπως ήταν όλες τις νύχτες,
που τα 'βλεπα και φτάναν ως εμένα ήχοι συλλαβών
ανεξέλεγκτων. Διαταγές σε ρυθμό υπαγόρευσης.
Διαταγές Ραδιοφώνου.

Εθνορυμαγδός, Ασπροχριστιανικός, Εθνορυμαγδός.
EPISTOLA DICE DICE
Καλοζωισμένο, Εθνικοθρεμμένο, Εθνομπακαλικάκι.
DICE DICE NON DICE NON

Εντούτοις οι φθόγγοι βγαίνουν ελεύθεροι αρθρώνονται τέ-
λεια. Φθόγγοι και άρθρωση στην πιο τολμηρή αγωνία.
Φθόγγοι στιλπνοί και νεόκοποι οι φθόγγοι που έπλασα. Αυ-
τή των φθόγγων η δύναμη.

Γνώριμη θέση απρόσβλητη απασχολεί τοπογραφικά και άρ-
ρυθμα την νεόκοπη μνήμη.
Όλα είναι στιλπνά και νεόκοπα, εννοώ οι φθόγγοι που διάλεξα.
Φθόγγοι καθ' όλα ελεύθεροι από γνώση και γνώριμη γλώσσα
καμία.
Είναι η γλώσσα αυτή η δική μου νεόκοπη και σ' αυτήν θα μι-
λήσω.

Θα μιλήσω γι' αυτά που θεληματικά τα κρατούσα ζηλότυπα
μέσα μου, πολύτιμα, νόμιζα, σε χώρους αφύλακτους.

Γιατί πέρασα μέσα από ένα σεισμό και τώρα δεν έχω πια φό-
βο κανένα.

Εθνορυμαγδός πελεκητός,
Ασπροχριστιανικός.
Αρθρώνω με χείλη ολάνοιχτα ήχους ηχηρούς και στιλπνούς
που απ' όλους διαφεύγουν.
Οχλοπόπολο DICE Εθνοπόπολο ΝΟΝ DICE ΝΟΝ.

Η μνήμη φρέσκια και νέα όπως τη μέρα της μάχης.

Κι απ' τις παγίδες του ψεύδους σας, συλλαμβάνω τις τομές
της αλήθειας.

Το πράγμα παραμένει ανέκφραστο στα δικά του αδιαπέ-
ραστα πλαίσια.
Το πράγμα άλλαξε όνομα, όμως εγώ το κατέχω.
Κατέχω το όνομα και το πράγμα το ίδιο.
Φορτωμένη με μνήμες γνωρίζω τους μύθους,
όπως ποτέ δεν τους γνώρισε το όνειρο του περιούσιου λαού σου.
Φορτωμένη με μνήμες γνωρίζω τον θάνατο, όπως ποτέ δεν τον γνώρισε ο περιούσιος λαός σου.

Μεταπλάθω και ελέγχω τους μύθους.
Θα αλλοιώσω τους μύθους σ' ένα χρόνο δικό μου, όμως γι'
αυτό και δικό σου. Θ' αναπλάσω τους μύθους για την δικιά
μου αλήθεια.
Θα σου πω την αλήθεια αφού ξεμπερδέψω το κουβάρι των
μύθων.
Ξεκουβαριάζω τον χρόνο σ' ένα χρόνο δικό μου, όμως γι' αυ-
τό και δικό σου.
Διάρκεια δική μου, όμως γι' αυτό και δική σου.
Παραλλάζω τα πράγματα.
Περπατάω σε βάθος.
Διαπερνώ την ουσία των λόγων τους.
Μεταλλάζω το ρήμα.
Διασχίζω την έρημο.
Προηγούμαι σε αίσθηση.
Κοινοποιώ αλλοιωμένο αποτέλεσμα όμως σ' όλους γνωστό
και εκ των προτέρων εν πολλοίς δεδομένο.
Είναι αυτή η γλώσσα η δική μου νεόκοπη και σ' αυτήν θα μι-
λήσω.

4.12.09

Ψίθυροι


Οι δρόμοι αυτοί έχουν πάντα κάτι να μου πουν.
Ένας ψίθυρος με σκεπάζει κάθε φορά που τους διαβαίνω.
Κοιτάζω δεξιά, αριστερά, κάτω, πάνω. Τίποτα και όλα.
Ύστερα χαμογελώ και ο ψίθυρος ανταποκρίνεται
με ένα λαθραίο παρατεταμένο αλλά συγκαταβατικό γελάκι,
που με ακολουθεί σαν να βγαίνει από πάνω μου.

Τότε βγάζω τα κλειδιά από τις τσέπες και περνάω
τον κρίκο στο μικρό δάκτυλο του αριστερού χεριού.
Είναι ο μόνος τρόπος να τους δείξω ότι είμαι εδώ και θα είμαι εδώ.
Ποτέ δεν έπεσαν από το χέρι μου με τον τρόπο αυτό
ποτέ δεν πλήγωσαν το κουβεντολόι τους.
Είναι γερά δεμένα εκεί.

Απόψε πήρε βοριαδάκι και δεν άφησε στο δρόμο
ούτε μια σταγόνα ούτε ένα σκουπιδάκι.
Έτσι ξεχρέωσε ο καιρός τις βροχερές μέρες που προηγήθηκαν.
Τα λιθόστρωτα γυάλιζαν, προκαλώντας το αποκαμωμένο φεγγάρι,
οι ψίθυροι πιο καθαροί, διέκρινα να συνωμοτούν για Εσένα,
ανοίγοντας έναν νέο κύκλο επιβεβαίωσης.

Η μικρή τσιγγάνα ζητιάνευε με τεντωμένο το βρώμικο χεράκι της.
Τη ρώτησα αν ακούει κάτι, ένα όνομα, μια συζήτηση μακρινή.
Στριφογυρίζοντας τα γυμνά της ποδαράκια, αφουγκράστηκε
βάζοντας μια κοκκαλωμένη τούφα, πίσω από το αυτί της
που ήταν όμηρο σε ένα μεγάλο χρυσό σκουλαρίκι.
Ξέρεις, από ΄κείνα που γεννιούνται μαζί τους.

Ύστερα με κοίταξε με τα μαύρα γυναικεία μάτια της,
παράταιρα στην παιδικότητα, και μου είπε το όνομά Σου.
Μόνο που δεν το άκουγε. Το έβλεπε, λέει, γραμμένο στα δικά μου μάτια.
Πήρε το χάρτινο ταλιράκι, το έχωσε σε μια τσέπη χαμηλά
στη φούστα της που έμοιαζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο και
χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στην κατηφόρα, μόνη αλλά ευτυχισμένη.

3.12.09

Απόγευμα


.

Οι ξένοι που περπατούν δίπλα μου,
ανηφορίζοντας θαρρείς σε λιόπυρο μονοπάτι,
σκεπάζουν τις σκέψεις μου.
Σέρνουν τις δικές τους με τόσο θόρυβο,
λες και συναγωνίζονται
ποιος θα επικρατήσει στη μιζέρια.

Κι ο δρόμος είναι τόσο λυπημένος,
που σκύβει τα φώτα του με ντροπή.
Σκιές φτιάχνει,
να σταθούν κοντά μου,
να παρηγορηθούν και να παρηγορήσουν
που κανείς δεν έχει να σκεφτεί ό,τι εγώ.

Αφού σου έχω πει πως τ΄ απογεύματα
θέλω να τους δείξω την ευτυχία μου.
Γιατί απορείς;

2.12.09

Φυσική επιλογή

.
Είμαι ο νοσταλγός
των περασμένων πολιτισμών
που μίλαγαν για δάση και πουλιά
και νύμφες
ο αθεράπευτος ρομαντικός, ο αναχρονιστής
ο παρελθοντολόγος
αυτός που είναι ταγμένος να χαθεί
με ό,τι δεν προσαρμόζεται στην πορεία
της εξέλιξης των ειδών
με ό,τι κλαίει για κάθε τι που χάνεται.

Έχυσα ένα δάκρυ για κάθε κομμένο δέντρο
για κάθε καρέκλα που διώχτηκε
από την παραλία του Πειραιά
για κάθε ισοπεδωμένο βραχάκι
της Καστέλλας.

Για το Ρολόι που γκρεμίστηκε
και για την αγορά
που κάποτε θα γίνει κι αυτή πολιτισμένη
όπως τα πάρκα τ΄ αποστειρωμένα
με το γρασίδι πλαστικό.

Είμαι αυτός που θα μείνει πίσω
που σίγουρα δεν θα επιλεγεί
από τη Φύση
των ηλεκτρονικών σας εγκεφάλων.

Μα πριν πηδήσω μοναχός
από τον εικοστό τέταρτο όροφο
του πρώτους σας ουρανοξύστη, Αθηναίοι,
θα σας αφήσω μια κραυγή για ενθύμιο
να σας κρατάει συντροφιά για το ταξίδι.
Το μαζικό ταξίδι των προσαρμοσμένων.

1.12.09

Πόσο πολύ σ' αγάπησα


Πόσο πολύ, πόσο πολύ,
πόσο πολύ σ' αγάπησα
πόσο πολύ σ' αγάπησα
ποτέ δε θα το μάθεις
Απ' τη ζωή, απ' τη ζωή,
απ' τη ζωή μου πέρασες
κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα
κι αγύριστα πουλιά

Πόσο πολύ σ' αγάπησα,
ποτέ δε θα το μάθεις

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις
κι αν δεν προσμένεις να με δεις
Κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
εσύ του πρώτου ονείρου μου
γλυκύτατη πνοή

Αιώνια θα το τραγουδώ,
αιώνια θα το τραγουδώ
κι εσύ δε θα το μάθεις,
πως οι στιγμές που μου 'δωσες
αξίζουν μια ζωή

Πόσο πολύ σ' αγάπησα,
ποτέ δε θα το μάθεις.

Ένα δώρο για σένα κι ένα από σένα

.
Νύχτα, με τα πόδια περπατώ γυμνά
ξεψυχούν λουλούδια
έξω απ΄ τις κλεισμένες θύρες τα τραγούδια
Νύχτα δίχως φώτα η πόλη, σκοτεινά
Και περνώ κοιτώντας στ΄ ουρανού τα πλάτια
τη ζωή στα μάτια.

30.11.09

Κράτα τα χρόνια


Δικές μας είναι οι χαρές και το μοίρασμά τους, στο χέρι των άλλων.
Κι αν τρόπος δεν υπάρχει να τις μοιραστείς, απ΄ το χέρι των άλλων κι αυτός.
Παραμένουν όμως δικές μας, φανερές ή κρυφές για το ένα αγαπημένο χέρι,
εκείνο που μόνο όταν ακουμπάμε καταλαβαίνουμε ότι του αρέσει.
Εκείνο που φοβάται να σηκωθεί πρώτο να προσφέρει τη ζεστασιά του,
παρά όταν σ΄ αγγίξει νιώθεις την αγάπη την κρυφή.
Είναι όμως η χαρά πως θα το αγαπάς πάντα,
αρκετή για να το αισθάνεσαι μέχρι τέλους,
μοναδική παρηγοριά για την ασχήμια που η φύση σε προίκισε.

Δικές μας είναι και οι πίκρες και το μοίρασμά τους, στα μάτια τα δικά μας.
Κι αν τρόπος δεν υπάρχει να τις κρύψεις, απ΄ τα μάτια των άλλων, αυτός.
Φεύγουν όμως, δικές μας, φανερές ή κρυφές για το ένα αγαπημένο βλέμμα,
εκείνο που μόνο όταν μας κοιτάζει καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει ασχήμια.
Εκείνο που δεν φοβάται να κοιτάξει πρώτο, για να προσφέρει την επιθυμία,
παρά όταν δεν σε βλέπει, νιώθεις την πίκρα την κρυφή.
Είναι όμως η πίκρα πως δεν μπορείς να το κοιτάζεις πάντα,
τόση όση να το αποζητάς κάθε φορά περισσότερο,
μοναδική γιατρειά για την ασχήμια που νομίζεις πως η φύση σε προίκισε.

Μην τραβάς το βλέμμα σου, μην διστάζεις το χάδι σου.
Δεν είναι η λύση για μένα. Περνούν τα χρόνια. Κράτα τα κοντά μας.
Κράτα μας, μαζί.

29.11.09

Μάτια που όσο με κοιτάτε αλλάζω….


Κυνηγημένος
από έναν πόθο μας κοινό…

Κυνηγημένος από έναν πόθο μας κοινό
που αδιάκοπα μεγάλωνε

Μέσ΄ από πόλεις κι εξοχές

Και θανάσιμα βέβαιος ότι θα με φθάσεις

Η κατοικία μου κι ας σου ήταν άγνωστη
και τ΄ όνομά μου κι η όψις μου

Και τώρα νύχτα κι εσύ εδώ
κι ο πόθος μας χωρισμένος στα δυο

Κι οι πόλεις και οι εξοχές
αποκοιμισμένες στον βυθό του.

28.11.09

Η γάτα



Έδιωξα κι εγώ μια γάτα,
που ΄χε γαλανά τα μάτια.

Σαν κοιμόμουνα τη νύχτα
μούχωνε βαθιά τα νύχια.

Τόσους μήνες που την είχα
μου ξηγιότανε στην τρίχα.

Τώρα έγινε από σόι
και τα ψάρια δεν τα τρώει.

Την εδιώχνω με γινάτι
και την άλλη μέρα νάτη.

Μου ΄ρχεται με ποντικάκια
και μου κάνει κορδελάκια.

Τώρα βρήκα άλλη γάτα,
πιο όμορφη και μαυρομάτα.

Πονηρή κι αυτή σαν γάτα,
μου τα σπάει κρυφά τα πιάτα.

27.11.09

Το νέο πάθος



Έρχεται σαν το ξαφνικό άνεμο
του καλοκαιριού∙ όμως δεν δροσίζει
μόνο φουσκώνει τα καυτά κύματα του νου.
Το σώμα ακολουθεί
σαν τρελαμένος σαλτιμπάγκος∙
χειρονομεί αφύσικα
για να πείσει το κοινό πως θριαμβεύει.
«Τι είναι; Τι σου λείπει;»
ρωτάω τα διάφορα μέρη του προσώπου
με την ειρωνεία που παράγει
η πίκρα της πείρας,
η πίκρα της απεριόριστης απώλειας.
Απαντώ: Κοιτώ τη θάλασσα
κι όλο μου αφαιρείται η έννοιά της
αφού όλα τα γαλάζια ξεχάστηκαν
κι εγώ λησμόνησα τα μπλε…
Ζητώ εξηγήσεις από την πλάση
μα με στέλνουν αλλού
σε άλλη υπηρεσία συναλλαγών∙
καμιά σχέση με το μέλλον,
Λέω: Θα ΄μια γλυκιά
θ΄ αποδείξω πόσο μακάρια είναι η καλοσύνη
πόσο μακρόβια η γενναιοδωρία…
Μου απαντάει μια φωνή στεγνή
αποθηκευμένη στο αμπάρι της στέρησης:
«Τι θες; Σου ζήτησε κανείς τίποτα;»

Και τότε έρχεται
-όπως παλιά η επιθυμία ερχόταν-
ένας αέρας, ένα κρύο κύμα
ένα μαύρο φως, ένα τυφλό πάθος
χωρίς μάτι΄ αστραφτερά στο τέλος του σπασμού
μ΄ ένα αγκίστρι μπηγμένο στο στομάχι
που ματώνει όλο και πιο βαθιά
μεταλλάζει τις θρεφτικές ουσίες
ασχημίζει τα ιερά πρόσωπα
του γάμου, της φιλίας,
ενώ σε κάποια κρυφή αυλή της ύπαρξης
μαζεύονται τα σκουπίδια γέλια
τα σκασμένα λάστιχα της κίνησης.
Έρχεται, ανεβαίνει, δεν επιβαίνει
γιατί είναι ανάπηρος, πεζός
δεν επιβάλλεται σαν επιθυμία
γιατί δεν υπάρχει επί
είναι μόνο θυμός…
ή μήπως ο Θεός που ΄χει κακοφορμήσει;

26.11.09

Ο καθρέφτης

.
Ξύπνησε, όπως πάντα, ένα τέταρτο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Δεν το είχε ανάγκη για να ξυπνάει, αλλά για ν' αποκοιμιέται... Το δυνατό, ρυθμικό τικ - τακ τού κρατούσε συντροφιά, τού έδινε την ψευδαίσθηση πως δεν ήταν μόνος στο δωμάτιο του άχαρου ξενοδοχείου.

Άρχισε να ξυρίζεται μ' αυτή την καταπληκτική μηχανή με μπαταρίες, που είχε αγοράσει, ενώ με το άλλο χέρι συγύριζε το δωμάτιο, για να το βρει η καμαριέρα τακτικό. Έβαλε ένα καθαρό πουκάμισο - κάθε δεύτερη μέρα άλλαζε - και ντύθηκε.

Τη στιγμή που έδενε τη γραβάτα του, χτύπησε το ξυπνητήρι. Χαμογέλασε στη σκέψη πως είχε μια κανονική ζωή, ένα σήμερα ολόιδιο με το χτες, μια συνέχεια τέλος πάντων. Οι ίδιες κινήσεις, οι ίδιοι θόρυβοι, το δρομολόγιο, η ίδια εργασία, η ίδια κάμαρα... Κάτι ήταν κι αυτό.

Τίποτε δεν είχε αλλάξει μέσα σ' αυτά τα χρόνια και αυτό ήταν ένα είδος επιτυχίας... Ήταν έτοιμος. Μα έλειπε το σπουδαιότερο: Το χτένισμα. Δεν μπορούσε ν' αποφύγει τον καθρέφτη όμως. Κάθε φορά που τον αντίκριζε, του ερχόταν στο νου η τέταρτη, αλλά και τελευταία επέτειος των γάμων του και ας είχε περάσει μια ολόκληρη δεκαετία από τότε. Πήρε την τσατσάρα κι έφτιαξε τη χωρίστρα του. Μια χωρίστρα κοινή, ανώνυμη, όπως και το ντύσιμό του, όπως οι κινήσεις του, οι εκφράσεις του, η ομιλία του, η συμπεριφορά του ήταν.

Την έστρωσε καλά - καλά και έπειτα, χωρίς να το θέλει - ποτέ του δεν το θέλησε - ξανάκουσε με τη φαντασία του τον τελευταίο του διάλογο με την Κάτια.

«Θεέ μου, πώς μπόρεσα και παντρεύτηκα τέτοιο τέρας σαν και σένα.! Και ήθελες να σου είμαι και πιστή... Πιστή μια γυναίκα σαν και μένα... Μια κυρία από σπίτι, με φινέτσα, με γαλλικά, με γνώσεις πιάνου, μια γυναίκα ραφινάτη και γλυκομίλητη... Τώρα αμέσως να πάρεις τα κουρέλια σου και να φύγεις. Βαρέθηκα τη ζήλια σου και κυρίως δεν αντέχω την ασχήμια σου. Κουράστηκα να πλένω τις φανέλες σου, τα πουκάμισά σου. Χάλασα τα χέρια μου, τα ωραία μακριά μου χέρια. Ξέρεις πώς με φώναζαν στο σχολείο; Πιανίστα. Εσένα πώς σε φώναζαν; Κουασιμόδο;

«Όχι, κερατά...»

«Παλιάνθρωπε, ανάγωγε! Πότε θα μάθεις τρόπους; Μάζεφτα και φύγε. Μα την ώρα που θα κατεβαίνεις, ρίξε μια ματιά στον καθρέφτη του ασανσέρ στο πρόσωπό σου. Εάν σου 'χει μείνει τόση δα ειλικρίνεια, τότες θα απορήσεις για την αντοχή μου. Θα αηδιάσεις με το θέαμα, όπως αηδίαζα κι εγώ κάθε φορά που μ' άγγιζες. Μου τα 'λεγε η καημένη η μαμά. "Κόρη μου, εσένα που σε προόριζα για πριγκιπόπουλο... θα πάρεις αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας, με το μακρύ πιγούνι, τα τεράστια βοδινά μάτια, και αυτή τη σουβλερή μύτη... Καλά, δε λυπάσαι τον εαυτό σου. Αλλά δε λυπάσαι τα παιδιά σου; Αν πάρουν απ' αυτόν θα μοιάζουν κάτι μεταξύ ζώων και πτηνών". Μα να το λάθος μου, σε λυπήθηκα η ανόητη...».

«Με λυπήθηκες; Όσο για τη μητέρα σου, έχω το γράμμα της που μου 'χε στείλει από την Αιδηψό το πρώτο καλοκαίρι του γάμου μας. Έγραφε: "Να 'σαι καλά παιδί μου, που με απήλλαξες απ' αυτήν τη φαντασμένη, την ανισόρροπη την κόρη μου. Ο Θεός να σου δίνει κουράγιο. Με πέθανε τριάντα χρόνια..."».

«Τότε η καημένη η μαμά είχε αρχίσει να το χάνει. Αλλά, εσύ δε σέβεσαι ούτε τη μνήμη μιας πεθαμένης. Ξετσίπωτε, μηδαμινό, πανάσχημο πλάσμα. Σε τρώει ο φθόνος, γιατί ακόμα και η παραδουλεύτρα δεν αντέχει να σε κοιτάξει κατάματα. Δεν την αδικώ τη γυναίκα. Ενώ, εμένα με τριγυρίζουν παραγωγοί ταινιών...».

« Σε... αναποδογυρίζουν... τουλάχιστον απ' ό,τι είδα προ ολίγου».

«Έξω, έξω από το σπίτι αγριάνθρωπε. Αποτυχημένο τέρας».

Εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε ξαναπερνώντας μηχανικά τη χτένα πάνω στα μαλλιά του, δεν είχε και πολύ άδικο. Ήταν αδιόρθωτα άσχημος. Μπορούσε όμως να μην του τα χε πει έτσι σκληρά. Μα δε βαριέσαι, αν δεν ήταν αυτή θα 'ταν μια άλλη... Κάποτε θα το μάθαινε. Όταν πείστηκε για την ασχήμια του, της έγραψε ένα γράμμα.

«Αγαπητή Κάτια,
Ακολούθησα τη συμβουλή σου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και επειδή μου έχει μείνει περισσότερη τιμιότητα απ' όση νομίζεις ανατρίχιασα. Τώρα σε δικαιολογώ για κείνα που είπες και έκανες στη θλιβερή επέτειό μας. Δεν έχω το δικαίωμα να σε ταλαιπωρώ εφ' όρου ζωής, γι' αυτό αποφάσισα να σου δώσω διαζύγιο. Με την ομορφιά σου και τις γνωριμίες σου, είμαι σίγουρος πως θα επιτύχεις. Αν θέλεις μπορείς να χρησιμοποιήσεις το γράμμα μου στο δικαστήριο.
Σου ζητώ συγνώμη για την ασχήμια μου και σ' ευχαριστώ που μου άνοιξες τα μάτια. Καλή τύχη.
Αλέκος».

Μετά μια βδομάδα χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν πρόλαβε ούτε «εμπρός» να πει και την άκουσε να λέει: «Σε γέλασαν εξυπνάκια...».

Τι τα 'θελε και τα θυμόταν; Περασμένα ήταν. Φυσικά, δεν ήταν ο μόνος άσχημος στον κόσμο... Τέλος πάντων, ζούσε, εργαζόταν, πλήρωνε διατροφή, και με τη μοναχική ζωή του ξεπλήρωνε την ασχήμια του. Ευτυχώς παιδιά δεν πρόλαβε να κάνει κι έτσι δεν είχε τύψεις πως θα άφηνε τέτοια κληρονομιά στην κοινωνία. Το ελαττωματικό πρόσωπο άρχιζε με εκείνον και θα τελείωνε σε κείνον.

Κάθε μέρα που πέρναγε, ανακάλυπτε και κάτι άλλο επάνω του, που πριν δεν είχε προσέξει. Κείνο το πρωί είδε με φρίκη πως τ' αυτιά του ήταν δυσανάλογα μικρά. Πριν μια βδομάδα, πως το κούτελό του ήταν μεγάλο. Έπρεπε να πηγαίνει. Είχε αργήσει.

«Σας ζήτησε ο κύριος διευθυντής», του είπε η δακτυλογράφος.

Πέρασε το διάδρομο και έφτασε μπρος στην καφέ πόρτα. Χτύπησε διακριτικά. Ο διευθυντής σηκώθηκε:

«Αργήσατε, πρώτη φορά το κάνετε αυτό, αγαπητέ μου. Και εδώ σας περιμένουμε για κάτι σπουδαίο. Να σας συστήσω τον κύριο Λαμπ».

Ο Αλέκος γύρισε και μόλις τότε πρόσεξε την παρουσία ενός άγνωστου άντρα, λίγο παράξενα ντυμένου. Φορούσε κόκκινο σακάκι, μπλε παντελόνι, πράσινο ριγέ πουκάμισο και κίτρινο φουλάρι.

«Καθίστε», είπε ο άγνωστος με μια οικειότητα στο χώρο λες και το γραφείο ήταν δικό. Κάρφωσε τα μάτια του πάνω στο πρόσωπο του και έπειτα γύρισε προς τον διευθυντή.

«Είναι ο άνθρωπός μου. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα. Ζητώ την άδειά σας να του εξηγήσω περί τίνος πρόκειται. Οπως καταλάβατε από τ' όνομά μου, είμαι καλλιτέχνης».

«Νόμιζα πως είστε αλλοδαπός».

«Αν με βοηθήσετε λίγο θα γίνω διεθνής... Το επίθετό μου είναι Λαμπρινοπαπαδημητράκης. Μεγάλο και ασυνάρτητο. Αποφάσισα να λέγομαι Λαμπ. Είμαι σκηνοθέτης. Έχω γυρίσει πολλά έργα... για την ακρίβεια διαφημιστικά. Εξ ου και η γνωριμία μου με τον κύριο διευθυντή σας. Αλλά πάντα φιλοδοξούσα κάτι καλύτερο. Έγραψα ένα σενάριο για παλιές εκκλησίες. Γίνεται ένα Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στο Λουξεμβούργο και αποφάσισα να συμμετάσχω. Χτες που σας είδα να βγαίνετε νόμισα πως ο Θεός σάς έριξε στο δρόμο μου. Στον ουρανό σάς γύρευα και στη γη σάς βρήκα. Θέλω να παίξετε στην ταινία μου. Να πρωταγωνιστήσετε».

«Την Παναγία των Παρισίων έχετε κατά νου», είπε βέβαιος πως τον ήθελε για το ρόλο του Κουασιμόδου.

«Έχετε χιούμορ και αυτό είναι κάτι που εκτιμώ πολύ. Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά. Ο κύριος Γιαννάκης θα σας δώσει άδεια άνευ αποδοχών όσο θα κρατήσουν τα γυρίσματα. Από μένα θα πληρωθείτε αδρά. Όλα τα είχα έτοιμα, μόνο ένα πρόσωπο σαν το δικό σας μου έλειπε. Μπορούμε ν' αρχίσουμε από αύριο».

«Μπορείτε κύριε Λαμπ, έκανε έντρομος ο Αλέκος, να επαναλάβετε τι ήταν εκείνο που σας έλειπε;».

«Σας είπα. Ένα πρόσωπο σαν το δικό σας. Αυτά τα μεγάλα μελαγχολικά, γλυκά μάτια, αυτή η μύτη, ίσια, λεπτή αντρίκεια, μύτη, μύτη αγίου ή κατακτητού. Μοιάζετε με βυζαντινή εικόνα. Θα σας κάνω ένα "άγιο" Δον Ζουάν, που θα ξεναγεί στην παλιά εκκλησία, τις όμορφες, προκλητικές αλλά άπιστες τουρίστριες. Και κείνες θα γονατίζουν μπρος στη γοητεία του και θα πιστεύουν στο Θεό, σε σας, στο θαύμα. Θα γίνει πάταγος. Θα πάρουμε το πρώτο βραβείο, να 'στε σίγουρος».

Ο Αλέκος ένιωσε τη δεξιά φλέβα στον κρόταφο να τον τσιμπά, έπειτα ένα θόρυβο, έναν εσωτερικό θόρυβο απ' το αίμα που ανέβαινε με ταχύτητα στο κεφάλι του. Θα πάθαινε συμφόρηση και δε θα 'χει προλάβει να μιλήσει, να τους ξεσκεπάσει. Μάζεψε όση δύναμη του απέμενε.

«Κύριε Διευθυντά. Μην πιστεύετε τίποτα. Ολα είναι σκευωρία της γυναίκας μου. Δε με συγχωρεί για την ασχήμια μου. Με μισεί. Καιρός είναι να με λυπηθεί. Να πείτε παρακαλώ στο συνεργό της να μη με κοροϊδεύει. Ελεος επιτέλους, δε φταίω που γεννήθηκα έτσι.. Ξέρω πως είμαι αποκρουστικός, πως το κούτελό μου μοιάζει με διάδρομο προσγείωσης, πως τ' αυτιά μου είναι μικρά και τα μάτια μου σαν και κείνα του βοδιού. Όσο για τη μύτη μου, ο θεός να με λυπηθεί... Ας μ' αφήσουν ήσυχο. Κύριε Γιαννάκη, πεθαίνω ή λιποθυμώ», είπε και σωριάστηκε στο πάτωμα πριν προλάβουν οι δύο άντρες να τον συγκρατήσουν. Ο κύριος Γιαννάκης φώναζε σαν υστερικός «γιατρό! γιατρό!», ενώ ο κύριος Λαμπ έσκυψε πάνω του και τον περιεργαζόταν.

«Μια χαρά τ' αυτιά του και το κούτελό του υπέροχο. Τι να έπαθε ο άνθρωπος; Συγκίνηση. Μα γιατί συγκινούνται όλοι όταν τους προτείνουμε να παίξουν στον κινηματογράφο; Αυτός, πάντως, το παράκανε. Ελπίζω να μην πέθανε».

25.11.09

Σε κοιτούσα


Σε κοιτούσα στα στενά σοκάκια
χωρίς ρολόι.
Ήταν την ώρα που πίναμε καφέ
στο ίδιο τραπέζι.
Τη στιγμή που ακούμπησα το χέρι σου
χωρίς να κοιτάξω γύρω.

Δεν ξέρω τι ήταν πιο όμορφο.
Εσύ ή ο ελεύθερος ουρανός
που κατέγραφε τη ζωή μας.

Σε κοιτούσα τη νύχτα να χορεύεις
περπατώντας.
Ήταν την ώρα που γελούσαμε
ακουμπισμένοι δίπλα.
Τη στιγμή που χάιδευες το μέτωπό μου
να διώξεις τις ρυτίδες.

Δεν ξέρω τι ήταν πιο ελεύθερο.
Εσύ ή το βλέμμα των ανθρώπων
που φωνάζει: είμαστε εδώ.

Σε κοιτούσα να κινείσαι στις λεωφόρους
με την ταχύτητα που αγαπάς.
Ήταν την ώρα που ταξιδεύαμε
με μια ford του ΄57.
Τη στιγμή που η θάλασσα έστελνε αλμύρα
να γυρίσει τα νιάτα μας.

Δεν ξέρω τι ήταν πιο όμορφο.
Εσύ ή το όνειρο που εξελισσόταν
μαζί σου.

Τελικά δεν έχω κοιτάξει τίποτα
πριν από σένα.

Τελικά δεν ξέρω τίποτα
παρεκτός Εσένα.

Όταν ξεφυλλίζεις το μέλλον
υπάρχει ακόμα ελπίδα.

24.11.09

Φωτιά

.
Σκεφτόμουν πορτοκαλί.
Χρώμα μυρωδάτο
να σκεπάζει τους πόθους μας.

Άκουγα νωχελικές φωνές.
Μελωδίες σκορπούσαν
στο σμίξιμο των σωμάτων μας.

Έβλεπα τη νύχτα να γέρνει.
Ασημένιο φως κουβαλούσε
να φωτίσει τα λόγια μας.

Ήσουν εκεί κι εγώ μαζί σου.
Ζωή αλλάζαμε, ελεύθεροι άνθρωποι
ήταν οι ρόλοι μας.

Θυμήσου την άλλη φορά
να κρατήσεις φωτιά από κείνη
που ανάβεις μέσα μου.

Όσο κι ελαφρύς να ΄ναι ο χειμώνας
θα υπάρξουν στιγμές
που θα κρυώνεις μόνος.

23.11.09

Τομή στο Χρόνο


Απ΄ τη στιγμή που αρνήθηκε τον έρωτά μου
αδέσποτος γερνάει ο χρόνος
Λένε πώς δεν θυμάται ούτε την πρώτη μας φορά
Σβήνει από έπαρση μες στο παρθένο σώμα του.

Απ΄ τη στιγμή που αρνήθηκε τον έρωτά μου
ο χρόνος
στις ώρες μου το γήρας δεν κυλά
Μόνον εξωτισμός μιας επανάληψης
Μονότονοι άσωτοι ρυθμοί
Έκταση της στιγμής.
Στη χάση του Παρθένου
Το Παρθενικό
Ως δωρεά αναπάντεχη μου δόθηκε
το βλέμμα που έψαχνα
Αειθαλές και Γόνιμο
όπως ενός τυφλού ή του βρέφους.

Απ΄ τη στιγμή που αρνήθηκα τον έρωτα του χρόνου
Ο Έρωτάς μου Διήρκησε και Διαρκεί.

22.11.09

Έλα να δεις


Ετούτο το καράβι
πως αργοκυλάει λυτρωτικά
στα χρώματα του φθινοπώρου
από του κόσμου τη μεγαλοσύνη μαγνητισμένο.
Μερτικό αντάξιο στα σημάδια του πεπρωμένου.

Ανάσα γνώριμη, θα ΄λεγες, στης θάλασσας τη σιωπή.
μάχεται τείχη εξοντωτικά
τους ίσκιους προσπερνάει
κι οι ρίζες του, δείκτης στιγμών,
φλέβες πυρετικές βλασταίνει.

Και παίζει και τεντώνεται
στων πηγών την ατέρμονη διαύγεια
και υφαίνει μια πρασινάδα τρυφερότητα
σε όλα τα δάχτυλα του ονείρου
μέσα από του χρόνου τις σκουριές.

Χελιδονιού φτερούγισμα
στην αγκαλιά του σιρόκου

21.11.09

Τέσσερις το πρωί




Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα του γυρίσματος από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.

Η καθαρή ώρα για το λάλημα των πετεινών.
Η ώρα που μας απαρνιέται η γη.
Η ώρα των σταγόνων από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα».

Μια άδεια ώρα.
Άχαρη, στείρα.
Απ' όλες τις ώρες η χειρότερη.

Κανένας δεν είναι στα καλά του στις τέσσερις το πρωί.
Κι αν άσπρα μυρμήγκια νιώθουν ωραία στις τέσσερις το πρωί
- ας συγχαρούμε τα μυρμήγκια. Κι ας γίνει πέντε η ώρα
αν σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.

Μτφρ.: Β. Καραβίτης

20.11.09

Χορηγία


Κάθε μέρα θα ΄θελα
να νιώθω, σαν σήμερα.
Να βλέπω τα βάσανά μου
και να ονειρεύομαι.
Να πλένω τα πιάτα μου
και να ταξιδεύω…
να φροντίζω τον κόσμο και να χαίρομαι.
Να ξενυχτώ από αγάπη
και να κοιμάμαι,
με μάτια ανοικτά!
Έτσι σε μέτρησα ζωή.
Με μια μεζούρα κριτικής
που μ΄ έκανε χαρούμενη.
Έτοιμη ν΄ ανταμώσω τη λύτρωση
και να συνομιλώ αιώνια με τ΄ άστρα.
Κι όλα είναι τόσο απλά
σ΄ αυτή την επαφή…
Ο δικός μου άνθρωπος
θα παραμείνει αλώβητος
όχι σαν αητός, που έλεγε ο Δέλφης,
αλλά σαν αστέρι, που επιχορηγεί
τη Γη με όνειρα και ελπίδες…

19.11.09

Ηδέως ζην


-Ηδέως ζην και ευ αγωνίζεσθαι-
Στην αλχημεία της ευτυχίας μου
δοκίμαζα τη σοφία της εποχής μου.
Θείος Νόμος –Μειονότητς είστε σεις
που μ΄ εμποδίζετε στο διαλογισμό μου
Μην κολακεύετε την έπαρσή σας –στην
υπέρβασή μου βλέπω καθαρά μέσ΄ από
τα φτηνά τζάμια σας τις κρυφές σας
επιθυμίες, απληστία, φιλοδοξία και
παράνομο πλουτισμό. Εγώ Βαβυλώνιος
τοξότης του Περσικού Στρατού με τη
φαρέτρα μου στον ώμο,
θα σας τοξοβολώ
ανηλεώς.

18.11.09

Αν τότε…



Τι ωραία που θάταν
αν είχαμε συναντηθεί τότε που σ΄ ονειρεύτηκα,
πριν ξεφυλλίσω τα ημερολόγια
στο φύσημα του ανέμου
πριν γκρεμιστούν τα είδωλα
στα πάρκα των ελπίδων.

Τότε που δεν είχες όνομα
κι ήμουνα όλη δική σου.

17.11.09

1050 χιλιόκυκλοι



Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο!"
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σου' στειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνή χιλιάδων του λαού σου.
"Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,
τρείς μέρες και τρείς νύχτες δε μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι' αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο!"
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι' είναι εκατό οι μανάδες
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.

16.11.09

Νυχτερινό



Δύο κόμποι δάκρυα η νύχτα
νύχι που κόβεται στα δύο
σκιά που αντανακλά φως
μέσα στις σήραγγες του ονείρου
τις γεμάτες κόκκινο πηλό
Πλάθεται από την αρχή
ο άνθρωπος στα όνειρα
η τελειότητα τού γνέφει
με χαμόγελο πικρό στην άκρη
των χειλιών
σύντροφος μα για τόσο λίγο
όσο ένα τίναγμα του κεφαλιού
από ανήσυχο ύπνο
και η νύχτα βουβαίνεται ξανά
ξαναπιάνει το κέντημά της
ξαναπιάνει τ΄ αστέρια
και ημερεύει.

15.11.09

Δύσκολη στιγμή



Το βραδινό σου πρόσωπο
καθώς το σκίαζαν τα φύλλα της μουριάς
και το φεγγάρι το έντυνε
χρώμα πορτοκαλί
φάνταζε μεγαλόπρεπο
απατηλό και ξένο.

Απόψε έχει παγωνιά
και σε θυμήθηκα…

14.11.09

Η σκιά



Τα βράδια κοιμάμαι με ένα όνειρο ακουμπισμένο στα βλέφαρα. Ελαφρύ, δεν λέω, μα επίμονο. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάνω την κίνηση να το τρομάξω, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ξαπλώνει.

Ανοίγω ξαφνικά τα μάτια μου, να τρομάξει, να πεταχτεί μακριά, τα βλέφαρα να αφήσουν. Τις νύχτες που έχει φεγγάρι παίζω, μην τύχει και μου φύγει στ΄ αλήθεια. Το σκοτάδι φοβίζει και τη ζωή ακόμη.

Μια βραδιά σαν τη χθεσινή ήτανε η πρώτη φορά, και το φεγγάρι, θυμάμαι, φώτιζε και τις πιο σκυμμένες επιθυμίες. Τότε τα μάτια τρόμαξαν περισσότερο. Τ΄ όνειρο σηκώθηκε, τεντώθηκε και ξάπλωσε πάνω στη σκιά μου.

Αχ και να ΄ξερες πόσο Σου μοιάζει. Γι΄ αυτό κάθε βράδυ με πανσέληνο παίζω. Τις άλλες σφαλίζει τα μάτια μου σαν χάδι περιμένοντας τη στιγμή που το σκοτάδι παραδίνεται και σκιά γίνεται να ενσαρκώσει το πλάσμα της αγάπης μου.