20.5.11

Αυτό το περίεργο ον



Ι
Είμαι αυτό το περίεργο ον λοιπόν.
Με το ένα εκατομμύριο σκέψεις.
Τα απόλυτα μαλλιά.
Τα καλλυμένα και σε μένα μάτια.
Είμαι ένα ον από λέξεις.
Στις ώρες ισορροπίας ενός κενού.
Από συνθέσεις ακατάληπτες στο νου μου.

ΙΙ
Και σκύβω από το παράθυρο του ερείπιου.
Διαβάζω αργά την άμμο.
Τους βράχους στον ουρανό.
Ενώ στο νερό γράφω αχινούς.
Και την ελάχιστη πνοή μιας μέδουσας.
Στην ετοιμότητα του ανέμου.

ΙΙΙ
Στο σπίτι είμαστε όλοι νεκροί.
Στις θέσεις μας δεν είναι κανείς.
Ίσκιοι κοιτούν μόνο ο ένας τον άλλο
Είμαι ένας ίσκιος κι εγώ.
Στον τοίχο.
Σ' αυτό το ποίημα
Τα κεριά στα κηροπήγια είναι νεκρά.
Ενώ λύκοι συνωμοτούν.
Στους ήχους του δάσους.

VI
Διακόπτεται η οπτική μου ζωή.
Από αισθήσεις τυφλές.
Αόρατες ώρες.
Σαν ποιήτρια της αστικής τάξης είμαι νεκρή.
Ζω στις διαθέσεις μιας αργής παύσης.

VII
Πλένω τα ποτήρια
Τοποθετώ τα πιάτα από το τίποτα στο ποίημα.
Ακόμα μια διευθέτηση.
Από το ένα κενό στο άλλο.
Το αδιόρατο είναι ένα διπλό όνειρο.
Έχει τελειώσει κι είναι στην αρχή.
Αυτή η στιγμή
Και η άλλη.
Παύει ο χρόνος.
Και αρχίζει ξανά.
Εγώ λοιπόν είμαι το περίεργο ον;
Όταν υπάρχει ο θάνατος.
Μια ώχρα γη.
Ψυχρή βροχή στα παράθυρα.
Κλειστός ο τάφος.
Κι ανοιχτός.
Αυτός.
Και άλλος.

17.5.11

Ανθρώπινες αδυναμίες



Το ψέμα ζεις στο όνειρο,
Ξυπνάς, μπροστά σου η αλήθεια.
Τυφλός όντας δεν βλέπεις,
Τα χρώματα αδιάφορα.
Δεν ακούς τα λόγια µου…
Θα άκουγες την μαρτυρία μου,
Αν διάβαζες τα χείλη μου.
Φτερά δεν έχεις να πετάξεις,
Καλύτερα ν’ ακούσεις τον αέρα.
Και τα πουλιά να φτερουγίζουν.
Πρόσωπα καμωμένα από πέτρα,
Τα βλέπω τα φαντάζομαι,
Λέω πως είναι άγγελοι.
Η πέτρα σπάζει το μυστήριο,
Τα όνειρα μου τσαλακώνονται,
Γίνονται χαρτιά σκισμένα.
Σημάδια ψάχνω για να βρω,
Ψηλά εκεί στ’ αστέρια.
Μια πρωτόγνωρη, άυλη μαγεία
Έρχεται και µε τριγυρίζει.
Το ψέμα, το όνειρο, η αλήθεια,
Πεταλούδες που πετάνε…
Αντίλαλοι οι φωνές τους…
Ανθρώπινες αδυναμίες…

12.5.11

Ιδανικό δωμάτιο


Κι αν κοιμηθώ;
Στο ιδανικό αυτό δωμάτιο της λήθης;
Με το άγαλμα του σώματός σου στο κέντρο;
Τα αντικείμενα ακαθόριστα
Κι ένα θραύσμα μόνο της μνήμης;
Ακρωτηριασμένο το φως.
Χωρίς καιρό.
Στην εποχή μιας σελήνης
Υποθετικής.
Σε διάσταση με τον ήλιο.
Κι αν κοιμηθώ;
Κενή κι εγώ
Από την υπόστασή μου;
Ποιος θα υπολογίσει τότε τον ύπνο.
Των πραγμάτων.
Των εμπειριών.
Όλων των απουσιών μου στο τέλος;

7.5.11

Αδιέξοδο


Να σ΄ αφήσω, λέω
να πλανιέσαι
σε φώτα νυχτερινά
πιθανοτήτων.

Φοβάμαι, ξέρεις, μήπως,
στο καταμεσήμερο της βεβαιότητας,
η μαγεία σου χαθεί.

1.5.11

Δεν ήξερα


Τον προηγούμενο καιρό
διάβαζα ποιήματα δακρυσμένα,
στίχους χαραγμένους με πίκρα,
με πόνο, με οδύνη.
Κι έλεγα: «άστους για το αύριο
που η πίκρα, ο πόνος, η οδύνη
θα ξεχυθούν μανιασμένα από την αναμονή».
Τώρα, μου φαίνονται εξόχως αισιόδοξα.
Είναι που ήξερα το τέλος,
μα δεν γνώριζα την ένταση της οδύνης.
Είναι που δεν ήξερα εσένα.