31.7.09

Εξουσία και οίκτος



Ζω και πεθαίνω· φλέγομαι και σβήνω αντάμα·
παραζεσταίνομαι ενώ ρίγος με κρατά·
σκληρή η Ζωή, μα κι΄ απαλή μου είν΄ αρκετά
κι΄ έχω λαχτάρες και χαρές περίεργο κράμα.

Την ίδια ώρα οπού γελώ ξεσπώ στο κλάμα,
και μες στο κέφι βάσανα νιώθω φριχτά·
χάνω ό,τι ωραίο, μα και για πάντα αυτό κρατά
την ίδια ώρα μαραίνομαι κι΄ ανθίζω αντάμα.

Με τέτοια αστάθεια ο Έρωτας με περιβάλλει·
κι όταν τη θλίψη μου θαρρώ για πιο μεγάλη,
δίχως να το σκεφτώ, είμαι έξω απ΄ την οδύνη.

Κι όταν πάλι είμαι σίγουρη για τη χαρά μου.
και πως στην ώρα βρίσκομαι την πιο γλυκιά μου,
στην πρώτη μου τη συμφορά με παραδίνει.


Μτφρ: Κ. Αλέπης

30.7.09

Πρώτη Πράξη



Έρωτας το κορμί σου
από πού έρχεσαι-
ξεχασμένο άγαλμα στους δρόμους.
Με γέρνει η αγάπη σου.
Βουλιαγμένο καράβι στην αγκαλιά σου.

29.7.09

Ο πληθυντικός αριθμός



Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι .
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

28.7.09

Πέρασα



Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ΄ όλα. Λίγο απ΄ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ΄ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε σιντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ, πήγα και από εκεί...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ΄ αντίσταση σ΄ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

27.7.09

Ήσουν κι εσύ άνθρωπος



Ήσουν εκεί, όπως συνήθιζες, μόνος και έστεκες μέσα στη βροχή.
Τα ρούχα σου βρεγμένα κολλούσαν πάνω σου μες στα λασπόνερα.
Μα εσένα ούτε που σε ένοιαζε.
Πότε χαμογελούσες και πότε πότε μάλωνες με τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο πρόσωπό σου.
Τα μάτια σου υγρά, τα ανοιγόκλεινες ξανά και ξανά, λες και κάτι να ήθελες να διώξεις. Ήταν η βροχή ή μήπως δάκρυα –δεν μπορούσα να δω.
Φάνταζες υπνωτισμένος από τον ήχο που έκανε το νερό, όπως άγγιζε το χώμα και τα ξερά φύλλα.
Στιγμές στιγμές σε είδα να λικνίζεσαι, λες και σε είχε συνεπάρει το άκουσμα μιας μελωδίας.
Ήσουν ένα με τη φύση κι έδειχνες μαγεμένος.
Πέρασαν κάτι άνθρωποι σε είδαν και τρομαγμένοι έτρεξαν να φύγουν.
Ίσως σε πέρασαν για άγριο ζώο, ίσως για άγνωστο στοιχειό.
Ήταν η βροχή, ίσως ήταν που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κιόλας και έτσι δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι ήσουν και εσύ άνθρωπος.

26.7.09

Νύχτα στο Αιγαίο


Η νύχτα απόψε, βακχική, τυλίγει το καράβι,
έτσι, καθώς λικνίζεται στα πέλαγα και πάει.
Αγκάλη γίνεται ο γυαλός, χέρια απλωμένα οι κάβοι
κι ένα τραγούδι απόκοσμο ξεχύνεται απ΄ τα χάη.

Από τη Λέσβο εχύμηξαν κοπάδι ερωτοπούλια,
φωλιάσαν στα κατάρτια του και κελαηδούν κρυμμένα.
Στ΄ άλμπουρο επάνω, εξάδιπλο φιλί, κατέβη η Πούλια
και τ΄ άστρα, μέσα στα νερά, χορεύουν μεθυσμένα.

Τα στήθη απόψε δε χωρούν τον πλήθιο ανασασμό τους.
Από λαχτάρες μυστικές γεμάτο είναι τ΄ αγέρι.
Οι ναύτες σιγοτραγουδούν στην πλώρη τον καημό τους
και φλόγες γίναν οι ματιές του μαύρου τιμονιέρη.

Σειρήνες μας ξεπροβοδούν στου πόντου τη γαλήνη,
κι είναι όλα γύρω υπέρκοσμα και εξωτικά κι ωραία.
Πόσες παγίδες μυστικές η νύχτα απόψε στήνει,
για να ξεγελαστεί η καρδιά πως είναι ακόμα νέα!

25.7.09

Δροσερό νερό


Την Αγάπη
Πρέπει πάντα να την κερνάς
Φρέσκο γλυκό πορτοκάλι
Και κρύο νερό σε καθαρό ποτήρι
Γιατί ΄ναι φιλάσθενη γυναίκα
Και ξεψυχά.

24.7.09

Δώσε μου λίγη νύχτα



Πάρε το μερτικό σου απ' τη νύχτα
κι απ' την αυγή, ό,τι σου δίνει νιώσε.
Τ' άδεια σου βράδια μ' ευτυχία πνίχτα
και το κενό στην καταφρόνια δώσε.

Ένα άστρο δώθε, πιο κει κι άλλο, κι άλλο,
μα κάποια το στρατί τους έχουν χάσει.
Μια καταχνιά παντού, πέπλο μεγάλο,
κι ύστερα νέα μέρα θενά φτάσει.

Δεν θα βρεθεί κανένα πλοίο για να ταξιδέψεις
σαν το βιβλίο και να πας στα μακρινά τα ξένα,
μητ' άλογο σβέλτο πολύ να το καβαλικέψεις,
σαν μια σελίδα ποίησης με λόγια φτερωμένα.

Τέτοιο ταξίδι ανέξοδο και το φτωχό συμφέρει,
δεν του γυρεύουν διόδια και ναύλα δεν χρωστάει.
Τόσο λιτό, κι όμως παντού το νου μας μεταφέρει.
το μέσο αυτό που ταξιδιώτες όλους μας χωράει.


Μτφρ: Σ. Δόικας

23.7.09

Απούσα



Σε δρόμους επικλινείς
σε πλατείες ομόκεντρες
επιτύμβιες πλάκες οι απόντες
σέρνουν τα ίχνη τους
καταστρέφουν τα νέα πεζοδρόμια
χορεύουν πεντοζάλη στην καρδιά μου

παρεκλίνω σε αγκαλιές καινούργιες
άτρωτη μα σημαδεμένη.

22.7.09

Την αγάπη την τρέφει το φως

.
Πάντα ήθελα
ν΄ αγοράσω μια λάμπα
για το δωμάτιό σου.
Όχι πως ήταν σκοτεινό, αλλά να,
ήθελα τάχα να σου πω
πως ανάβοντας κάθε βράδυ το μυστικό μας
θα μπορούσες να θυμάσαι
πως εσύ ζητούσες
να σβήνεις
τη μνήμη.

21.7.09

Maman Vertu



-Με λεν «Maman Vertu» και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο....
-Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν.
-Λοιπόν;
-Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας....
-Δεν τη δείχνω σε κανέναν, διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι.
Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε:
-Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς.
-Ανοησίες!, διέκοψα, και του μίλησα για το βιβλίο του, ένα έργο που μου είπε ένα βράδυ, στης αδερφής μου, που κάθουνταν κοντά μου, στο τραπέζι, πως το είχε γράψει, και του το ζήτησα μα αρνήθηκε να μου το δώσει. Του είπα: Το δουλεύετε ακόμα;. Μου αποκρίθηκε:
-Όχι, είναι έτοιμο»
-Μου το αρνηθήκατε, τάχα πως είναι τόσο κακογραμμένο ώστε δε διαβάζεται!.
-Ναι, για σας. Εγώ το διαβάζω.
-Διορθώσετέ το και δώσετέ μου το.
-Δεν μπορώ, είπε σιγά. Και πρόσθεσε: Δεν έχω καιρό.
-Τόσο σας απασχολεί το προξενείο;.
-Όχι
Λίγην ώρα δε μίλησε. Γυρισμένος από το μέρος μου, με τα μάτια σκυφτά, σώπαινε. Πιο σιγά, με συμπάθεια, νιώθοντας πως κάτι τον πονούσε, ρώτησα:
-Τι κάνετε;.
Μ' αποκρίθηκε: Τίποτα... Θέλω να φύγω.
-Σας εννοώ, του είπα πάλι. Ξέσπασε ξαφνικά.
-Και τι με μέλλει αν μ' εννοείτε, αφού δεν με βοηθείτε να φύγω από δω;. Κοντοστάθηκα. Σάστισα. Τον ρώτησα:
-Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;
Είπε απότομα:
-Διώξτε με.
-Εγώ;.
-Ναι. Πριν με νικήσει η Κλεοπάτρα. Νευρικά, συσπασμένος πρόσθεσε: Μόνο αυτή μπορεί να με κρατήσει εδώ, να με νικήσει, όπως νίκησε δυο δυνατούς Ρωμαίους.
Του είπα:
-Εσείς έχετε άλλα όνειρα, δεν πρέπει να σας φοβίζει η Κλεοπάτρα.
Είπε:
-Και μένα μπορεί να με εξουδετερώσει.
Το είχε πει χαμηλόφωνα, με σκυφτό κεφάλι. Δεν αποκρίθηκα. Σήκωσε τα μάτια. Είχα καταλάβει. Και το είδε. Αργά έγειρε πίσω το κεφάλι με μιαν ακατάδεκτη κίνηση που του ήταν συνηθισμένη, και από μέσα από τα χαμηλωμένα του ματοτσίνουρα με κοίταζε. Του είπα σιγά:
-Όχι, δεν πρέπει η Κλεοπάτρα να σας κρατήσει. Φύγετε, ριχθείτε πάλι στη δουλειά. Είπε:
-Δεν μπορώ να εργαστώ. Δε μ' ενδιαφέρει τίποτε.
-Ζητήσετε να σας μεταθέσουν στη Μακεδονία.
-Ούτε αυτή δεν μ' ενδιαφέρει πια, είπε χαμηλόφωνα.
Τον κοίταξα έτσι λιγνό, χλωμό, πεσμένο στον καναπέ κοντά μου, που δονούσε όλος. Και ήμουν κοντά του εγώ, η Κλεοπάτρα, η κοκέτα, η επικίνδυνη για τους λίγους, για κείνον... Και είπε με τη χαμηλή, voilee φωνή του:
-Δεν κάνω τίποτε, και δε θέλω πια να φύγω... Και περιμένω κάθε μέρα, πότε να έρθει το βράδυ για να σας δω.
Σώπασε, και μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και μέσα μου κάτι κατακάθιζε, δυνάμωνε, μ' έκανε ατσάλι. Πολύ ήσυχα του είπα:
-Κύριε [Δραγούμη], αν νόμιζα πως το να με βλέπετε μπορούσε να σας κάνει να ξεχάσετε τα όνειρά σας είπας, θα σας έκλεια την πόρτα μου.
Με το χέρι έκανε μιαν αόριστη κίνηση, που τη βλέπω ακόμα.
-Λοιπόν, είπε, κάνετέ το... Εκεί πηγαίνω.

20.7.09

Γυναίκα από βούτυρο


Ο σύντροφός της τη βρίσκει εύπλαστη
Ο οικογενειακός γιατρός τη βρίσκει νόστιμη
Τα παιδιά της τη βρίσκουν γλυκιά
Η γειτονιά τη βρίσκει ευχάριστη
και κείνη σα βούτυρο παγώνει και λιώνει.

19.7.09

Ένα ποίημα αγάπης



Το κορμί μια γέφυρα για τ΄ άστρα
Σου ανήκει
Μην χαθείς περνώντας στα όνειρά μου.

Κι ο αγαπημένος δίπλα μου
Ένα τεράστιο κλαδί
Γεμάτο άνεμο.

Ω, σ΄ αγαπάω
Ωκεανέ, ανεμοστρόβιλε
Απεραντοσύνη
Και δύναμη ζυμωμένη με μέλι
Και σιτάρι.

Αχ, κορμί μου σπαταλημένο στη μοναξιά
Σαν μια κούπα πικρό κρασί.

Είσαι όμορφος αγαπημένε
Ένα τεράστιο περσικό χαλί
Στη μέση του σπιτιού.

18.7.09

Ανάμεσα όνειρο και πραγματικότητα



Απ΄ την ποδιά μου έπιασε ρίζα ο ουρανός
μπλέχτηκαν τα σαντάλια σου
είδες φυτεμένη την ανατολή στα βότσαλα
είδα τα πορτοκαλιά, τα καταπράσινα
έξω στο σκαλοπάτι μου
προτού να μπούμε μέσα
μ΄ έκανες να κλάψω
να γελάσω-
μα δεν θυμάμαι Αύγουστος ήταν
ή ύπνος Αυγούστου

ως το ένα
μέσα απ΄ το σώμα μου
ή μέσα από το παραμιλητό μου υπήρξα

κάτι πικρό μεσολάβησε, και τώρα
σαν παραμύθι, τη διηγιέμαι τη χαρά
για τις σπηλιές που τους δίνουν
και τους παίρνουν πίσω τους θησαυρούς μιλάω
μιλάω για τους ήλιους που περνούν χαμηλά
απλώνουν οι διαβάτες, τους κόβουν
τους ξεχνούν στ΄ αλώνια παύει να νυχτώνει
για τ΄ αηδόνια μιλάω
που δεν τα σηκώνει ο τόπος
όταν δεν βρουν να τραγουδήσουν λύπη
και ξενητεύονται.

17.7.09

Τα τείχη



Φτάσαμε ως τελευταίο σύνορο
τα τείχη δεν ήτανε πολύ ψηλά
όμως δειλιάσαμε
την ύστατη στιγμή
μας έλειψε η ορμή
για το μοιραίο άλμα

το πέρασμα είναι απότομο
ακράτητο ένα κύμα
μια σαϊτιά από χέρια που δεν τρέμουν

ματώσανε τα χέρια μας
στις μυτερές τις πέτρες
και το κορμί απ΄ άκρη σ΄ άκρη μια πληγή
καμιά κραυγή κι ο θάνατός μας μίζερος

φτάσαμε ως το τελευταίο σύνορο
και σταματήσαμε
έρμαια μιας λαχτάρας που αγάλι αγάλι και ξεφτάει
μείναμε σκλάβοι κακομοιριασμένοι και φτωχοί
στα στήθια μας χτυπάει μια καρδιά φτηνή
έχουμε και μια ξέθωρη ψυχή
που όλο και κάτι μέσα της αθόρυβα γκρεμνάει.

16.7.09

Ειδύλλιο


Θέλησε να της κάμει δώρα. Αλλ΄ εκείνη
Εσκέπαζε με τα μεγάλα της φτερά
Το εφηβαίο.

15.7.09

Σε περιβάλλω



Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ΄ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό του μπάτη.
Σ΄ αγροικώ με την ίδια διάθεση που ο ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν΄ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Λες κι΄ ήτανε
Λες κι΄ ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.

14.7.09

Πινακίδα


Σ΄ αυτό τον κάμπο
Είναι απλωμένα τα μαλλιά μου.
Προσέξτε μην τα πατήσετε
Δεν έχω ακόμα πεθάνει.

13.7.09

Εξιλέωση



Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κ΄ οι άγγελοι, που δεν με είχαν βρει στην αρετή μου ωραία,
των άνθινων τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα,
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα…
Και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρυα μες στα χόρτα.
Μ΄ απ΄ τα ουράνια αν με έδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα,
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κ΄ οι άγγελοι μόνο ωραία.

12.7.09

Στον έρωτα



Καρτερούσα τον έρωτα κι΄ έλεα θάρθη ένα βράδυ
Δίχως μήνυμα, αθόρυβα σαν ανάλαφρο χάδι.

Θάρθη αγάλια κι΄ ως έρχεται το κρινάκι στα χιόνια
κι΄ ως με μιας ανθοσκέπουνε τ΄ άγριου βάτου τα κλώνια.

κι΄ όλη χαίρεται απάντεχα η βαρύθυμη πλάση
και ξεχνιέται στο ηλιόχαρο ξαφνικό της γιορτάσι!

Καρτερούσα τον έρωτα να χυθή από έρμο σπίτι
σαν το φως στο ηλιόχαρο του γλυκού αποσπερίτη.

Κι όλα γύρω να λάμψουνε κ΄ η καρδιά μου ένα αστέρι
μιας καλόβολης μάγισσας σαν να τ΄ άγγιξε χέρι.

Καρτερούσα τον έρωτα κι΄ ήρθε! μα ήταν ωιμένα
σκοτεινός, και στην όψη του χαμογέλοιο κανένα.

Δεν επράυνε, κι ένιωσα στην καρδιά μου τον τρόμο
όπου ανοιώνουμε άγνωρο, σαν τραβάμε το δρόμο.

Κι΄ ως τα μάτια του στύλωσε στα δικά μου εντός, είδα
της σκλαβιάς μου πώς έπλεκαν την βαρειάν αλυσίδα.

Είμαι ΄γω που περίμενες, κι΄ ήρθα! Μούπεν αγάλι
και το χέρι του απίθωσε στο σκυφτό μου κεφάλι…

Καρτερούσα τον έρωτα κ΄ έλεα θάρθη ένα βράδυ
δίχως μήνυμα, αθόρυβα, σαν ανάλαφρο χάδι!

Κι ήρθε αμίλητος κι΄ άγριος σαν αφέντης κουρσάρος,
τη χαρά φέρνει κάποτε, συχνά γίνεται χάρος!

Στην τρανή του τη δύναμη, ωσάν σε ακροποτάμι
αφημένο στο δρόλαπα μοναχό ένα καλάμι.

Τη ζωή μου ακυβέρνητη μες στα δυο του τα χέρια
πότε την πάει στα τάρταρα, πότε ψηλά ως τ΄ αστέρια,

Κι΄ όπως του ήλιου το φίλημα το λουλούδι ανασταίνει
κι΄ ύστερα έρχεται η πύρη του και σκληρά το μαραίνει,

η ψυχή μου στο φίλημα το δικό του σαν κρίνο
πότε ανθεί, πότε καίγεται στη φλόγα του ως εκείνο.

11.7.09

Σ΄ ένα φίλο


Θαρθώ ένα βράδυ, στρέφοντας το δρόμο που με παίρνει,
θαρθώ να σ΄ εύρω μοναχόν με το παλιό όνειρό σου.
Η εσπέρα τις λεπτές σκιές νωχελικά θα σέρνει,
περνώντας στο μοναχικό μπροστά παράθυρό σου.

Στη σιωπηλή σου κάμαρα θα με δεχτείς και θάναι
βιβλία τριγύρω σε σιωπή βαθιά εγκαταλειμμένα.
Πλάι-πλάι θα καθήσουμε. Θα πούμε για όσα πάνε
για όσα προτού τα χάσουμε μάς είναι πεθαμένα,

για την πικρία της άχαρης ζωής, για την ανία,
για το που δεν προσμένουμε τίποτε ν΄ αληθέψει,
για τη φθορά, και σιγαλά στη σκοτεινή ησυχία,
θα σβήσει κ΄ η ομιλία μας κ΄ η τελευταία μας σκέψη.

Μα η νύχτα στο παράθυρο θαρθεί να σταματήσει.
Μύρα κι΄ ανταύγειες αστεριών κι΄ αύρες θ΄ ανακατέψει
με το μεγάλο κάλεσμα που θ΄ αποπνέει η φύση,
με την καρδιά σου που η σιωπή δε θα την προστατέψει.