31.3.10

Πάνω σε έναν πολύ παλιό χάρτη



Πάνω σε έναν πολύ παλιό χάρτη
κίτρινο σαν τη βρεγμένη άμμο που έχει πατηθεί
με ζωγραφιές ψαριών
όπου υπάρχει θάλασσα
και τα βουνά εκεί που βρίσκεται στεριά
σέρνω το δάκτυλο στο δρόμο που δείχνει η πυξίδα
να καταλάβω πόσο λίγο είναι το χώμα
και πόσο πιο μεγάλη η θάλασσα κι αναρωτιέμαι
πιο περισσότερο από τα δύο αγαπώ πιο μεγαλώνει
μέσα μου το φόβο.


Μτφρ.: Δ.  Άλλος

30.3.10

Αν έφευγες



Ανάπηρη θα ήταν η ψυχή μου
Αν άνεμοι τρικύμιζαν τα μάτια σου
Και χερουβείμ αρμένιζαν θρυμματισμένα
Σαν ψίθυροι θα χάνονταν στη χλόη
Τα τραγούδια
Αν μουσικές δεν άνθιζαν με το χαμόγελό σου

Πώς να στο πω;

Αν έφευγες
Μια εκκλησιά χωρίς Εσταυρωμένο
Θα ήταν η αγκαλιά μου

29.3.10

Πρωϊνό



Μια μέρα θα βάψω κόκκινα τα νύχια μου
και πάνω στη λευκή πετσέτα θα σχηματίσω
το θόρυβο που κάνει η φράση η τυποποιημένη
που πετάγεται ξαφνικά τις νύχτες
λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου.
Σε άλλη τοποθεσία, με ανοικτά τα παράθυρα
να σε βλέπω να βαδίζεις σαν εδώ να έρχεσαι.

Μπορεί και με το αγαπημένο μαχαιράκι σου
να χαράξω στο κόκκινο χρώμα
τη γραμμή που αφήνει κάθε χαρά σου
μακρινή, ξένη, άγνωστη, κλέφτρα
αλλά δική Σου.
Σε άλλα μέρη, με κλειστές τις πόρτες
να σ΄ ακούω να μιλάς σαν αληθινός να είσαι.

28.3.10

Ο λόγος



Ανώφελο δεν είναι να προσπαθώ
τις ώρες της ανίας σου να καταστρέφω,
να γεμίζω τις μέρες εκείνες που μοιάζουν
λες και δεν θα τελειώσουν.
Ποια μοναξιά εξαντλώ, γνωρίζω καλά.
Εκείνη που πνίγεται στο «άντε να δούμε»,
φράση που έπεσε από το τζάμι
της μικρούλας καλοκαιρινής ταβέρνας
ελεύθερων ταξιδιωτών, της περιπέτειας εραστών.
(σκέφτηκες ποτέ ότι αυτή τη φράση
εγώ τη μεταφράζω σαν το «μου λείπεις;)

Μην φύγεις ποτέ, κοντά μου μείνε,
τώρα που έμαθα να σκεπάζω με ένα χάδι
όλες τις σκέψεις που την γαλήνη σου απειλούν.
Ποια πλευρά κατέχω γνωρίζω καλά,
εκείνη που κρύβεται στο «δική Σου»
λέξεις που βρίσκονται σκορπισμένες
αιώνες τώρα, κάτω από τα στήθη
των γυναικών εκείνων που ξέρουν
την αγάπη να φυλάνε και μόνο για δύο.
(έχεις σκεφτεί, το ξέρω, ότι δεν αγαπήθηκες
ποτέ τόσο πολύ. Τον λόγο τον βρήκες;)

27.3.10

Ασήμαντα - Σημαντικά


Ούτε ποδήλατο σου γύρεψα,
μήτε πυροτεχνήματα
μονάχα καραμέλες γεμιστές
με αμυγδαλόπαστα,
ή μια ντουντούκα της δραχμής
για να σε ξεκουφαίνω,
που δε μ` ακούς.
Όσα βρίσκεις δηλαδή,
στο περίπτερο,
ή στο ζαχαροπλαστείο «Ο Ντίνος».
Τόσα ασήμαντα
σημαντικά για μένα,
τόσο ασήμαντα
στα δικά σου σημαντικά.
Παραδόξως δεν εξέπνευσα,
μόνο εμπνεύστηκα.
Ανασαίνει κανείς
όταν τραβά το δικό του
σημαντικό δρόμο;
Και τώρα,
τόσα πολλά σημαντικά
που κατόρθωσα,
δε ξέρω πια τι να τα κάνω…

26.3.10

Ο χρόνος συνέχιζε το καθήκον του

[…] Βέβαια δεν ήξερα τίποτα αλλά
κάποιες φορές χρειάζεται να
κρύβεις την αλήθεια για να είσαι
ειλικρινής όπως όταν ζητάς ένα
χαρτομάνδηλο ή όταν έρχεσαι
από απέναντι ζωγραφιστός.

25.3.10

Το κόκκινο πουκάμισο



Κύλησα πάνω σου χθες βράδυ σαν βροχή
Και έβαψα κόκκινο το γκρίζο σου πουκάμισο
Χείλια γλυκά μου θα σε μάθω εγώ να ζεις
Σαν ακροβάτης σε σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο
Κύλησα πάνω σου χθες βράδυ σαν βροχή
Σαν όστρια σκόρπισα όλα τα καθώς πρέπει σου
Και άναψα πυρκαγιά στην κρύα σου ζωή
Και έκαψα ως το κόκκαλο τα πρέπει σου

Εμείς οι δυο θα ταξιδέψουμε
ότι και αν πρέπει να ξεχάσουμε
ότι και αν χρειαστεί να χάσουμε
ήταν η ώρα, ήταν η μέρα, ήταν η μοίρα
ήταν το φως μεσ΄ στο σκοτάδι
ήταν το γκρίζο σου που έβαψα
κόκκινο της φωτιάς χθες βράδυ

Κύλησα πάνω σου χθες βράδυ σαν βροχή
Κι ήσουν γελαστός και ωραίος σαν αρχάγγελος
Το κόκκινο πουκάμισό σου έγινε αστραπή
Της ομορφιάς που εμείς θα ζήσουμε προάγγελος

24.3.10

Φίλιος έρωτας



Δεν είσαι μέσα στην αράδα
σε λίστες και ατζέντες,
σαν όλους που με περιστοιχίζουν
και πρέπει να θυμάμαι.
Οι αριθμοί μας ορίζουν
και τους ορίζουμε.
Χωρίς μελάνι
σφραγίζουν τις πράξεις μας.
Εσύ αιωρείσαι πάνω μου
θαρρείς ότι βγήκα
να δω το εαυτό μου από μακριά.
Εσύ τους αριθμούς τους κάνεις
τραγούδι, λέξεις, ανάσες,
σαν τον καλό τον μάστορα
που φύσαγε τη γυάλινη κανάτα
δέκα γενιές να πιουν.

23.3.10

Νόθος Στίχος



Αργότερα
Θα με καταδώσουν σα το ποίημα
που ενώ γεννήθηκε
στου Ήλιου τα μονοπάτια
τον μοναχικό δρόμο του Φεγγαριού βαδίζει

Αλλά έχω έτοιμη την απολογία μου
Νόθος στίχος των αστεριών θα δηλώσω

22.3.10

Τ΄ όνομά σου



Με μια ξυλομπογιά που στάζει φως
έγραψα απόψε τ΄ όνομά σου,
μα λησμόνησα να το κάνω σιωπηλά
κι άκουσες τη στιγμή.
Είδες πού φτάνει ο θόρυβος
μιας τόσης δα λεξούλας όταν
το φεγγάρι είναι μοναδικός της τόνος;

21.3.10

Ημεδαπός εξόριστος



Η πόλη αλλάζει κι ίδια μένει, χωνευτήρι
των Βαλκανίων – πλέον των δύο αιώνων -,
Ρώσων, Κινέζων, μαύρων απ’ τη Νιγηρία.
Και ο Ημεδαπός Εξόριστος, στο παραθύρι,
σαν θέατρο προγόνων κι επιγόνων
της πόλης ξεδιπλώνει μια ιστορία.

Στον ίσκιο της Ακρόπολης, σαν όπως
που του Ψυρρή η μόνη χουρμαδιά
από τη γέφυρα φαινόταν του Ιλισού
- κι έπειτα, πλήθος Βαυαρούς ο τόπος
πλημμύρισε, με σχέδια αρχιτεκτονικά -
κι η πόλη, ως την Πύλη τ’ Αδριανού.

Κι αργότερα, μπουλούκια εξ επαρχίας,
στα χίλια εννιακόσια κι ο Καβάφης
κι ο Παλαμάς, να γράφουν στην Αθήνα.
Δεντρόφυτη η πλατεία Ομονοίας,
μια συνοικία να μοιάζει της Ανάφης,
στο Ζάππειο κυρίες μ’ ομπρελίνα.

Απ’ το ειδύλλιο, η νέα καταστροφή
(λίγο μετά αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης):
Πρόσφυγες μύριοι από τη Μικρασία
κι η πόλη απλώνει τόσο, παρεπιδημεί.
Σε παραγκούπολη τα σπίτια της ανάγκης,
Βύρωνας, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία.

Μιλιούνια ανθρώποι, κατεβαίνουν ολοένα
και ερημώνουν τα ορεινά χωριά.
Βουνίσιοι και καμπίσιοι, τώρα αστοί.
Κι η πόλη, να επεκτείνεται αφρισμένα,
σαν κύμα στα παράλια, στα βουνά,
να καταπίνει ολόκληρη Αττική.

Μα ο αχός της ιστορίας στα Βαλκάνια
και στην Ευρώπη της Ανατολής ξυπνάει.
Το ντόμινο αρχίζει με το Τείχος,
στα σύνορα οι ανθρώποι, στα λιμάνια,
πλήθος που όλο τα φράγματα περνάει
- κι εντέλει, ο αστικός μας μύθος :

Στις γειτονιές τις ίδιες, των κατατρεγμένων,
τόσους αιώνες θέλει να γυρνάνε,
γύρω απ’ την πρώτη αρχαία χουρμαδιά.
Στη ρίζα της Ακρόπολης, στων ξένων
τις συνοικίες τώρα αλβανικά μιλάνε
και τρέμουν, μην τους ψάξουν τα χαρτιά.

Κι ο Ημεδαπός Εξόριστος γυρίζει
τις νύχτες, ίσκιος στο Μεταξουργείο,
στα ρώσικα μιλάει στους μετανάστες,
ενώ το χωνευτήρι εξαφανίζει
της ιστορίας κάθε ίχνος και στοιχείο
- αλλά ποτέ τις τάξεις και τις κάστες.

20.3.10

Άγριο μέλι



Ο χρόνος είναι κυνηγός,
που με ουράνιο τόξο
ό,τι πετάξει απ' την ψυχή,
ανθρώπου γέλιο ή προσευχή,
το κυνηγάει για να βγει στο φως
για της ζωής τη δόξα.

Μα εμένα κι αν με βρουν τα βέλη,
για δυο φιλιά απ' άγριο μέλι
θα ξεκινήσω
κι αν είναι ο δρόμος θάνατός μου,
κι ο έρωτας πιο δυνατός μου,
μου φτάνει που έφτασα ως εκεί,
θα συλλαβίσω.

19.3.10

Παιχνίδι



Αν έχω αγοράσει αυτόν τον τενεκέ και επιμένω
πως είναι καράβι και θα ταξιδέψω, είναι γιατί
να παίξω θέλω μαζί σου. Έχω κι ένα κατάρτι
σφηνωμένο στην πλάτη, που μου επιτρέπει να
βλέπω καθαρά το βυθό και είναι αυτό που βλέπω
τρομερά ενδιαφέρον γιατί ακόμα δε μου ανήκει
και αν κρατάς μυστικά σου λέω πως ούτε τενεκέ
ούτε κατάρτι ποτέ μου είχα μα είμαι πάντα εγώ
η ίδια μια σχεδία κι έτσι μ' αρέσει να ζω χωρίς
εξηγήσεις.

18.3.10

Η πόλη που ζω



Αυτή η πολιτεία καλλιεργεί τη μοναξιά μου
Επιβάλλει το βήμα μου να' ναι πίσω
Εξαναγκάζει την καρδιά
Αυτή η πόλη γίνεται χώρα μοναδική
με τα καλντερίμια, τις γραμμές των τραμ
τους στρατιώτες της στα φυλάκια
Αυτή η χώρα μου μ' εξαγοράζει

Κρύβομαι ανάμεσα σε σοκάκια
Λένε πως η μοναξιά
ζει με τους πεθαμένους
πως τα σπίτια που περιτριγυρίζονται
με κάγκελα, είναι σπίτια νεκρών.
Όνειρα με φωταγωγημένες εκκλησίες
και φρούτα παράκαιρα.
Τα πόδια εξακολουθούν να βαδίζουν.

17.3.10

Οι λέξεις



Τώρα μπορώ να φωνάζω όσο θέλω
μες στην αχόρταγη ερημιά μιας καταπράσινης θέας
Στην καταχνιά μιας απέραντης όχθης από βαθιές θλίψεις
όπου σπανίως ακούγονται πουλιά ή γίνονται πράξεις

Μα πιο πολύ θέλω
να πέσω μπρούμυτα στη σιωπή μου
Να μην ξαναμιλήσω σε κανέναν

Αχ, τι άγρια κραυγή η μέρα σέρνει
και σαν μεταλλικές πόρτες κλειστές οι λέξεις
με απωθούνε
Διώχνουν τους εραστές
χωρίζουνε τους φίλους οι λέξεις ...
Οι λέξεις που δεν ξέρουν να φιλιούνται

16.3.10

Αυτοσυντήρηση





Θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
γιατί η μνήμη αυτή
υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.
Εκτός αν η νοσταλγία,
από πολλή βιασύνη,
παραγνώρισ' ενθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα
όταν τα πάρει ο χαμός.
Αλλά μπορεί σωστή να είναι η μνήμη
και να 'ναι ξένο αυτό το φόντο,
και να 'ναι οι παπαρούνες δανεισμένες
από μιαν άλλη ιστορία,
δική μου ή ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.
Από φιλοκαλία και έπαρση.

Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
για και μέλισσες βλέπω
να πετούν γύρω απ΄ αυτή τη μνήμη,
με περιπάθεια και πίστη
να συνωστίζονται στον κάλυκά της.
Εκτός αν είν' ο οργασμός
νόμος του παρελθόντος,
μηχανισμός του ανεπανάληπτου.
Αν μένει πάντα κάποια γύρις
στα τελειωμένα πράγματα
για την επικονίαση
της εμπειρίας, της λύπης
και της ποίησης.

15.3.10

Απώλεια




Δεν είναι που έφυγες
είναι που σ' ακολούθησαν όλα τα άλφα
από το "σ' αγαπάω"
και το ωμέγα
από την αθωότητα μέχρι το ωραίο,
κι απόμειναν στεγνά
το γάμα με το πι
μ' ένα μετέωρο σίγμα
να ζητιανεύουν έκφραση
σ' αφιλόξενες λέξεις.

Στην Παγωνιά.

14.3.10

Εκ των υστέρων β’



Νομίζω εν τέλει
Τώρα καλύτερα μπορώ και σ' αγαπώ
Τώρα που ολόκληρος στη μνήμη μου
Βουβός διατηρητέος
Ένα μοναδικό ενσταντανέ
Άλγους απροσμέτρητου και κάλλους

13.3.10

Πώς μπορώ;



Να κρεμάσω στα βλέφαρά σου τον ύπνο μου
και την κούραση να αφήσω στο γυμνό σου στήθος.
Είναι φορές που η ζωή συγκρούεται μαζί μου
και τότε ένας λόγος σου αρκεί, ασπίδα να φορέσω.
Ν΄αγαπώ εκείνους που αγαπώ, περισσότερο,
να φροντίζω την ψυχή μου, μ΄ έμαθες.
Πώς μπορώ να ζω χωρίς εσένα;

12.3.10

Είναι σωτήριος αυτός ο τρόπος

τα σκαλάκια της Μονμάρτης, αποκλειστικά για Εσένα…



Έφυγαν τα λεπτά σαν μια στιγμή
Σαν ένα ξάφνιασμα του χρόνου
Κι όμως ακόμη δεν σε χόρτασα
Δυο λεπτά ακόμη…
Λεπτά κλεμμένα, δύσκολα
Φιλιά κρυμμένα, χάδια μισά
Κυνηγημένοι λες απ’ τη ζωή κι απ΄ τους ανθρώπους
Σ’ ένα στενό, σ΄ ένα καφέ
Αντικριστά θα στέκονται
Βλέμματα αιώνια
Και οι σιωπές ατέλειωτες
Πάνω από το τραπέζι
Να με κοιτάς, να σε κοιτώ
Ν΄ αγγίζουμε δειλά τα σώματα
Κι όμως να μη μας φτάνει
Δεν φτάνει, δεν είναι αρκετό
Για μας ποτέ δεν θα ΄ναι
Κι αναρωτιέμαι μοναχή
Μες στη ζωή πώς μερικοί
Το λεν ζωή αυτό το λίγο, το μισό που ζούνε
Κι αν μια στιγμή θα ενωθούν, αιώνια θα χωρίσουν
Ψυχές δυστυχισμένες σε αιώνια στράτα ατελεύτητη
Μπρος πίσω μπρος
Σαν χαλασμένο ρολόι
Που μετρά πάντα την ίδια ώρα

11.3.10

Το άθικτο κρεβάτι




Έστρωσα το κρεβάτι χθες το βράδυ.
Σεντόνια αραχνοΰφαντα,
μαξιλαροθήκες δαντελένιες
χνουδωτά μαξιλάρια από στάχτη.
Σήμερα το πρωί δίπλωσα τα σεντόνια
ανέπαφα, ατσαλάκωτα
και τακτικά τα στοίβαξα και πάλι.
Μόνο στο πάτωμα είδα να διαγράφονται στη σκόνη
τα ίχνη των ποδιών σου.

Γιατί κάποτε η απουσία βαθουλώνει τις σκιές
και ό,τι λείπει είναι αυτό που μένει.

10.3.10

Αβλαβής διέλευση



Να περνάς ανάμεσα
από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη
με το αδιόρατο χαμόγελο
μίας ήττας
που τη μετέτρεψες σε νίκη
Με τους όρους των άλλων
Στο ζυγό να σκύβεις
σε υποταγή
στα πρέπει παραδομένος
Ο πόνος ακραιφνής
Τίποτα το ξεχωριστό
Κι εσύ μέσα στη μάζα
Ας νόμιζες πως έπλεες μοναχός
πρίγκιπας και σοφός
γκουρού μες στη γαλήνη
της απεραντοσύνης
Ελεύθερος θα είσαι πια
μόνο στα όνειρά σου
Θα σε αφήνουν να γλιστράς
ήσυχος και αβλαβής
στα διεθνή τα ύδατα
Μες στα σεντόνια τα σατέν
κάτω από την πέτρινη στέγη
του σπιτιού σου

9.3.10

Χάδι



Με την υπόμνηση
πως χαϊδεύουμε ωραία
όταν αγαπάμε ωραία.

Νόμιζες πως τα χέρια, τις σκέψεις ζαλώνονται
να τις βάλουν στη σειρά, λέξεις να παράγουν.
Πριν σε χαϊδέψουν.
Είδες πώς μπορεί να γίνουν οι ταυτότητες των αισθημάτων
και τ΄ αποτυπώματά τους να φωνάξουν
όσα η φωνή δεν ξέρει να βγάζει;
Η ομορφότερη φωνή, οι άριστες των λέξεων
υποκλίνονται στα χάδια. Σα να ζηλεύουν κιόλας,
τώρα που οι τόνοι τους, χάθηκαν δια παντός.
Ίσως μια γλυκιά περισπωμένη στο όνομά σου
να μπορούσε να παρηγορήσει τα γραπτά μου,
να πάψουν να δακρύζουν κάθε φορά που σε αγγίζω.
Είναι η απόλαυση, το νέκταρ στη ζωή μου, να γράφω
επάνω στο κορμί σου με τα χείλη και τ΄ ακροδάχτυλα
ό,τι επιθυμώ. Εσένα.
Να το αφήνεις να περνά απαρατήρητο,
πού ξέρεις, μπορεί την ώρα που σου μιλούν
και με σκέφτεσαι, να φανούν οι λέξεις…

8.3.10

Πάθος




Της καρδιάς τη λάβρα και μανία,
Ατίμητος και μόνος θησαυρός της,
Στην άσβηστη του στήθους της θρησκεία
Ασάλευτος βασίλευε Θεός της.
Αδιήγητη κι’ ασύγκριτη ευτυχία
Η ματιά που της έριχνε ο καλός της·
Δόξες, πλούτη, ομορφιές και μεγαλεία,
Αθώρητα διαβαίνουν από μπρος της.
Μα της Αγάπης τ’ άχραντο κλωνάρι
Δάκρυ πικρό γυρεύει, για ν’ ανθίζει,
–Ο πόθος με τον πόνο είναι ζευγάρι! –
Τί ο σπαραγμός τα σπλάχνα της κι’ αν σκίζει;
Τί κι αν θανάτου θλίψη δοκιμάζει;
Το Γολγοθά θωρεί κι’ αναγαλλιάζει.

7.3.10

Εαρινό



Δεν έχω ιδέα
από εξωγήινες προθέσεις
ιδέα δεν έχω
από ιπτάμενα σφάλματα
ηρωισμούς και αδρεναλίνες.
Μόνο ξέρω να σ' αγαπώ υπέροχα
σε τόπους αφορισμένους
με γιορτές και τραγούδια,
πολλά τραγούδια
όσα και οι αλήθειες
που τολμούν να σε διαψεύδουν.
Κι όμως υπάρχεις,
υπάρχεις δελεαστικά απτός
κι άλλο τόσο ονειρεμένος.

Ξετυλίγω το κουβάρι της άνοιξης,
μη με ακολουθείς πίκρα
βρες άλλη χαρά να εξοντώσεις.
Αυτή η μέρα δεν εύχεται
κανένα δισταγμό
αυτή η μέρα γράφει
σιωπηλά τ' όνομά σου
και δεν έχω ιδέα
γιατί αυθαδιάζουν γύρω μου
τα ρίγη και οι αφορμές,
ιδέα δεν έχω
γιατί έχασαν την ψυχραιμία τους
όλα τα τέλεια και τα σημαντικά.
Μόνο ξέρω να σ' αγαπώ αβάσταχτα
τόσο που φαίνεται η ψυχή μου.

6.3.10

Canzone Arrabbiata




Τραγουδάω για όποιον δεν έχει τύχη
τραγουδάω για μένα
οργισμένο τραγούδι λέω για τούτο το φεγγάρι ενάντια σε σένα
ενάντια σ' όποιον είναι πλούσιος και δεν το ξέρει
σ' όποιον λερώνει την αλήθεια
περπατώ και λέω το τραγούδι για την οργή
που μέσα μου φουντώνει

Σκέφτομαι τόσο κόσμο στο σκοτάδι
στης πόλης μέσα τη μοναξιά
σκέφτομαι τις χίμαιρες του ανθρώπου
όλα τα λόγια που λέει και ξαναλέει

Τραγουδάω για όποιον δεν έχει τύχη
τραγουδάω για μένα
οργισμένο τραγούδι λέω για τούτο το φεγγάρι ενάντια σε σένα
τραγουδάω για τον ήλιο που θάρθει
θα πάει στη δύση θ' ανέβει στην ανατολή
τραγουδάω για τις χίμαιρες και την οργή που με πνίγει

Μτφρ: Τζούλια Τσακίρη

5.3.10

Υποχρέωση


Η επιθυμία είναι προνόμιο.
Οι ζωντανοί επιθυμούν.
Εκείνοι που επιθυμούνται ζουν.
Τους ανύπαρκτους δεν επιθυμεί κανείς,
όχι τους νεκρούς. Τους ανύπαρκτους.
Ένα σκαλί κάτω από το θάνατο
ποιος έχει την υποχρέωση να σκύψει;

4.3.10

Απόπειρα



Όπως τα ξίφη καλά ακονισμένα
έλαμψαν οι ματιές μας
και διασταυρώθηκαν.
Όπως τα ξίφη
μέταλλο στο μέταλλο
καθώς αστράφτουν στον ήλιο οι λάμες.

Ύστερα
φρόνιμα μπήκαν στο θηκάρι
κρατώντας του αγέρα την ορμή
στην κόψη τους.
το φως της αστραπής ανάμνηση.

Τώρα πια ήσυχα κοιμούνται
τα παλιά σπαθιά.
Σκωρία τα κατατρώει και
αναποφασιστικότης.

Ποιος το αντέχει τώρα πια
το φονικό.

3.3.10

Ένα τετράστιχο




Οι μέρες στερεύουν και πάνε πίσω.
Μένουν σαν ξετυλιγμένα χαρτιά πεταμένα.
Δεν φταίνε οι ώρες που περνάνε κενές,
είναι τα μάτια που τις παρακολουθούν απλανή.

2.3.10

Ατμός



Η βροχή στο σώμα σου
Σαν να ξέπλυνε
τον κόσμο σύμπα
*
Κύμα που σκάει
το χάδι σου
στις φτέρνες της ζωής μου

1.3.10

Το Άλφα του Έαρος



Έτσι περιφερόμουν άλαλη
σε καιρούς αλαζόνες όπου αύριο
το μικρό μου άλφα ως ακίδα
σε κίβδηλες ώρες αλητεύει.
Όμοια είμαι το κίτρινο
που όμοια δραπετεύει σαν ένστικτο
ή αισθάνεται το έαρ που φθάνει
και μόνο στις άκρες των μίσχων
ανθοβολά μια μαργαρίτα σε λευκό
μεσ΄ στα ξερά χόρτα κι αγκάθια.

Το άλφα του έαρος
απείθαρχη επιθυμία με απειλεί.
Στο στήθος μου αριστερά δεν έχει
η αγάπη τελειωμό.
Μήτε των αισθήσεων η συμφωνία
ακροατήριο με παλαμάκια.
Να καταπίνει μια λύση βιαστικά
ασύνδετη χειραψία μυστικών ονείρων
σε δώματα με γελοιογραφίες.
Οι καιροί μου με πολλούς σφυγμούς
γδύνουν τη ζωή μας ανυπόμονα.
Αλλ΄ εγώ επιμένω στο άλφα του έαρος
που ολοένα μ΄ εκδίδει στις ροές του.