31.10.09

Ψίθυροι


Στα χείλη μου κάθισαν απαλά οι χθεσινοί ψίθυροι της κάμαρας.
Φεύγοντας άφησαν μόνο κάποια επίγευση αλμύρας.

Η πόρτα έμεινε ανοικτή να περιμένει την επιστροφή τους
Μα εκείνοι χαθήκαν μέσα στα γέλια των κοριτσιών που παίζαν έξω.

Έμεινα μόνη με το πάτωμα να τρίζει.

Η αντήχησή τους έρχεται κάθε νύχτα
και κεντά τις σκιές των ονείρων μου.
Μόλις όμως οι πρωινές αχτίδες φωτίσουν την κάμαρα
ξηλώνουν όλο το βραδινό τους έργο
σαν αποτυχία κάποιας βραδιάς που γκρεμίστηκε
από των αυτάρεσκων ποιημάτων τις άκρες.

30.10.09

Το άνοιγμα της καρδιάς



Μα πρόσεχε λοιπόν,
Τι την άνοιξες διάπλατη έτσι
την καρδιά σου,
Θέλεις ν΄ αρπάξω πυρκαγιά
και να κάψω το σύμπαν;
Δε συλλογίζεσαι καθόλου
τα χλωρά μάτια μου,
Δε συλλογίζεσαι καθόλου
την Άνοιξη;

29.10.09

Απόβροχο


Τις μέρες που αγυρτεύανε οι στάλες του Θεού
στ΄ απόβροχο τα θάματα μας παίρνανε το νου
κοντά παντελονάκια, τιραντούλες και φωνές
αφήναν στο πετρόστρωτοο ασπρόμαυρες μπαλιές.

Πεντόβολα αράζαν στα παρτέρια, στις αυλές
απλώναμε χοχλιούς κι ήταν οι άμαχες στρατιές
ουράνιο τόξο στόχευε κουρσάρους, πειρατές
ψωμί, ζάχαρη λιώνανε στο στόμα οι νικητές.

Εσύ γουλί, με ένα φτιόγκο εγώ πορτοκαλή
τυλίγαμε μ΄ ένα σεντόνι πάνω στη σιωπή
τη μοναξιά και κάτι κουρελιάρικα κουκλιά
κι ήταν τ΄απόβροχο νωπά που μύριζε φιλιά.

Εγώ θα ζευγαρώσω με τ΄ απόβροχο ξανά
πληρώνω τη δροσιά απ΄ τα φιλιά πανάκριβα
θ΄ αφήσω στο παγκάκι την ομπρέλα μοναχή
εσύ ξέρω πως έφυγες μα όχι κι η βροχή.

28.10.09

Ένα φιλί μέσα από τα σίδερα


Ήμουνα πια σίγουρη πως θα ΄ρχότανε κείνο το βράδυ, μα δεν είπα τίποτα. Κι εκείνος ήτανε σίγουρος πως θα ΄ρχότανε, μα όχι πριν τη Δευτέρα. Και κοιμηθήκαμε. Ακόμα και κείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε. Στον ύπνο μου άκουσα κλειδιά. Ήτανε ακόμα στην αυλή, μα άκουσα το βρόντημα των κλειδιών. Τινάχτηκα πάνω και φώναξα το Νίκο. Είχε ακούσει και κείνος. «Ε, ναι, έρχονται» μου αποκρίθηκε. Τους είδα. Ανοίξανε όλα τα κελιά εκτός από το δικό μου. Ο Νίκος ζήτησε να με δει. Δεν μου ανοίξανε. Μας αφήσανε το παραθυράκι με τα σίδερα για να αποχαιρετιστούμε. Είδα το αίμα να χάνεται από το πρόσωπό του όταν κοιταχτήκαμε και ξέραμε πως δεν υπήρχε για μας άλλη μέρα … Ο Νίκος έγειρε κοντά μου. «Πρέπει να ζήσεις, μου ΄πε, πρέπει» … Μου ΄δωσε το ρολόι, το στυλό, το πορτοφόλι με τις φωτογραφίες. «Πάμε» είπε ο επικεφαλής. Ένα φιλί μέσα από τα σίδερα…

27.10.09

Νάξος

Του έδωσε ένα μίτο που αυτός έδεσε
στην είσοδο του λαβυρίνθου...
ΟΒΙΔΙΟΣ, Μεταμορφώσεις



Φεύγεις βουβός και ανεξιχνίαστος. Σαν ριπή
ραγίζεις στα κλεφτά την αβέβαιη διαύγεια της μέρας μου.
Θησέα, απροσδόκητε, σε βλέπω να διαλύεσαι πίσω
από το λαβύρινθο όπου με αφήνεις.
Μου έδωσες τη δίψα, τον άνεμο και την άμμο
που ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: μαρτυρίες της
έντονης κι αναπάντεχης παροδικής ύπαρξής σου.
Κι εγώ χάνομαι ξανά, μπερδεύομαι από
τις χαραγματιές στις εσχατιές του βράχου, ανέγγιχτες και
σκοτεινές, τίποτα πέρα από την αθεράπευτη κενότητά τους.
Διακρίνω πίσω μου ξανά και ξανά βαριά τη θάλασσα
στους ίσκιους, την απουσία γλάρων.
Και σε περιμένω σιωπηλή, μπροστά σε μιαν αδιάκοπη
έρημο, τρέμοντας σαν ένα ξέθωρο
περίγραμμα από αντικατοπτρισμούς.
.
Μτφρ: Ν. Πρατσίνης

26.10.09

Εκτίθεμαι


Εκεί που τα πράγματα ζητούν
οξύτερη εγρήγορση
στον κύκλο μιας ακόμα φωτιάς, πυροβατώντας
τη θλίψη μου
Απεκδύομαι το πληγωμένο σώμα μακρόπνοα
απομυζώντας
την πολυτέλεια της ηδονής των σωμάτων
στο χορό της μνήμης
Είναι που δεν θέλω να ξεχάσω ότι μέσα
από τα σημεία μου δόθηκες
κι έχω στον κόρφο μου φυλάξει
γλυκό αποθησαύρισμα
Μιας άπληστης άνθισης σε κρεμεζί αποχρώσεις
να πλέκουν τ΄ άκρα συμβολικά
σε λευκό κατάλυμα βαμβακιού…
εγκλωβίζοντας το φως εκτίθεμαι ψυχή μου
Σαν απόσταγμα χαμένης νιότης

25.10.09

Ενθύμηση



Οδύνη στην κόγχη των φιλιών
ιριδίζει θλίψη αχνοφέγγοντας.

Βαρύ το τίμημα:
εστέρεψε το δάκρυ
κι ο μέσα πόνος απλώνεται.

Μισοκρυμμένη παιδιαρίζεις,
μέλλουσα χαρά.

Απ΄ τα βάθη ανοχύρωτων πόθων,
μυστική ηδονή,
σιμώνεις για να πληρωθείς.

-Η ανάγκη πλανεύει αιώνια.-

Θάλλει η τέρψη
κυοφορώντας
άρωμα του σύμπαντος.

24.10.09

Αγαπημένος ο ύπνος


Αγαπημένος ο ύπνος, κι όσα παίρνει, χωρίς πληγή, πικρό σημάδι, βία, σκεπάζοντας τα ίχνη, τις φωνές, αίμα νυχτερινό, σκοτάδι που άπλωνε.

Κατακλυσμός μιας άνοιξης δαιμονικής, σαν καταδίωξη που τελειώνει σε ποτάμιες όχθες, γλυκό λαχάνιασμα, σιωπή, ο παφλασμός,

κι αγαπημένα πλέκει, αγαπημένος, με το σφιχτό νερό του από παντού,

σαν τόπος χλοερός σκιάζοντας.


23.10.09

Τα ποδήλατα

.
Τα παιδιά που περνούσανε και τον κόσμο κατέβαιναν με ποδήλατα γέμισαν τον αέρα φωνές. Και στον δρόμο μας σύρριζα από όλους ο ένας λίγη σκόνη που άφηνε, από κάτω του το ποδήλατο σταματώντας, εκείνος και αποδήλατος έφευγε απ΄ τις κορφές των δέντρων ψηλά, και οι άλλοι τρέχοντας προλαβαίνανε πιο κάτω το ίδιο, στη γειτονιά του καθένας, ώσπου ο αέρας γέμιζε από όλους τους δρόμους εκείνη την ώρα αγόρια που ανέβαιναν αντί για πουλιά.

22.10.09

Το σπάνιο δώρο



Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ΄ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
-ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια-
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση -δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις- πως θα ΄ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν΄ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ΄ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μόλων λαβε μωρό μου, μόλων λαβέ να απαντάτε.

21.10.09

Ελευθέρας

.

Από το κάτω πάτωμα
Με θέα προς τη γέφυρα των ξεχασμένων
Άχρωμο σκηνικό και παρ΄ ολίγο ανύπαρκτο
Το σώζει η ομίχλη γι΄ αυτός μη σκας
Στο μέλλον που μπορώ να δω
τη γέφυρα δεν θα περάσεις
Θα σε θυμούνται στο παρόν της εικοσαετίας
Για το μετά, προεβλέψεις και χρησμούς δεν εγγυώμαι
Άλλοι θ΄ αποφασίσουν για το πέρασμα
Εγώ από το δάπεδο της αποκάλυψης
γνέφω τα γεγραμμένα
Αυτά μου τρέμουν πως συμφωνούν
Και γίνονται μέσα στο χρόνο περασμένα
Λοιπόν μην ανησυχείς για το παρόν
Απόλυτη απ΄ το κενό ακινησία
Ελεύθερη από πλευράς σκοπού
Για την επόμενη δεκαετία.

20.10.09

Τάξη

Οι ποιητές όταν δεν γράφουν μαραζώνουν
Ορκίζονται στον εαυτό τους
Πως η αιτία είναι άλλη
Κάποια ασθένεια του σώματος που έρχεται
Ίσως οι έρωτες που έσβησαν
Βάζουνε τάξη στην κάμαρά τους
Παλιά κλειδιά και αποδείξεις
Τίποτα δεν ανοίγουν ετούτα τα κλειδιά
Κι οι αποδείξεις δεν παραγράφουνε κανένα χρέος
Διπλώνουνε τα ρούχα τους
Όπως οι ιερείς τα άμφια
Περπατούν αργά προσεχτικά
Σαν ηλικιωμένοι τουρίστες
Τάξη τάξη
Δεν πιάνουν πια χαρτί
Το άσπρο τους τρομάζει

19.10.09

Λαχτάρα


.

Λαχτάρισα
αχ πόσο το φιλί σου λαχτάρησα...
μια σταγόνα
μονάχα μια σταγόνα -είπα- θα πιω
κι εσύ με βύθισες
σ΄ ολάκερο ποτάμι.
Ξεχνώντας την αρχική μου δήλωση
αχόρταγα το ρούφηξα
μα όσο κι αν με την ψυχή μου ήπια
ψυχή μου,
πάλι αξεδίψαστη έμεινα.

18.10.09

Μέτρο




Καμιά φορά είναι σαν να επιστρέφεις σπίτι. Πριν περάσεις το κατώφλι
τα σκυλιά ήδη παραμερίζουν τα χρόνια της απουσίας
με τις ουρές τους. Μπορείς πάλι να χαϊδέψεις την τριχωτή
παλιά επιφάνειά τους, τη σπυριάρικη επιφάνεια του αγαπημένου και
σημαδεμένου σαν χάρτης τοίχου, με ημερομηνίες και ονόματα
σύμφωνα με τις οποίες σε μέτραγαν όταν ήσουν παιδί, λαχταρούσες
να συνεχίζεις να ψηλώνεις πιο πάνω από κάθε γραμμή.

Έτσι μετράς με το μέτρο: στέκεσαι δίπλα
σε μια σταθερή χάρτινη κουπαστή, ημερομηνίες και ονόματα και πίστη
στον τοίχο που μπορείς πάντα να ακουμπήσεις
μετά από μια πικρή βροχή, μετά από το λούκι της ρίμας.
Και κάποιες φορές είναι σαν η μοίρα να θέλει να σου κόψει
την πρόθεση με μια τομή ή να τη ρίξει σ' ένα άλλο
ποίημα όπου δεν υπάρχει πια σπίτι ή οικογένεια.


Μτφρ: Ε. Τσιριγωτάκη

17.10.09

Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης


-

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ΄ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
–απουσία από τη ζωή –
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ΄χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –
θα ΄ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν΄ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.

16.10.09

Η συντέλεια του χρόνου

.
Περπατάει.
Άκοπες μέρες μυστικές.
Δεν απαντούν.
Δεν ξέρουν.

Περπατάει.
Πέφτει ψύχρα πολική
Ρίχνει το παλτό
Στα ύψη ανεβαίνει ο πυρετός.

Περπατάει.
Ανοίγουν χέρια έρχονται
Γυρίζει τον διακόπτη
Ώρα μηδέν.

Περπατάει.
Στην τσέπη
φρέσκια Μνήμη μυρωδάτη
Τη φέρνει στο στόμα
Τη μασάει.

Περπατάει
Γάτα γκρίζα
σαρκοβόρα
στον Χρόνο τον πετάει.

15.10.09

Τ΄ απογεύματα στην πατρίδα μιλούσαμε


.

Παιδιά, στην πατρίδα, μεσημέρι κι απόγευμα
τρέχαμε στα πηγάδια. Κάτω στο μαύρο νερό.
Το κοιτούσαμε
και φούντωνε το κόκκινο των σωμάτων μας.

Μετά, σαν πηγαίναμε, ξενιτεμένοι,
στην πατρίδα
με το χλωμό μας πρόσωπο και την καρδιά μας
ώρες, μιλούσαμε με τους πνιγμένους.


.

-
Έχεις ακούσει ποτέ σου σαύρα;
Άρα, η σαύρα, δεν υπάρχει για την ακοή.

Κι ίσως ούτε για την όραση.
Όταν την δεις, επάνω στα πλακάκια της κουζίνας
από την αηδία σου,
τρέχει, τρέχει,
βγαίνει απ΄ τον φωταγωγό,
αναλήπτεται.

Η σαύρα υπάρχει μόνο για την όσφρηση.
Γάλα μυρίζει, αχνών θηλαστικών
που δεν συλλήφθηκαν ποτέ.

Και φώτα ζητάνε και σώματα.
Και σιωπή μέσα στα σώματα
και μπορούν να ονειρεύονται.

Είναι γλυκιά η μυρωδιά
που αφήνει στην κουζίνα,
βγαίνοντας.

14.10.09

Πιστεύω




Η Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατί η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ΄ ουρανού.
Μπορώ να σηκώνω το βάρος τ΄ ουρανού.
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.
Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.
Γιατί η Αγάπη είναι ο ουρανός και η πυρά!
Η Αγάπη πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο.
η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ να πιστεύω στη ζωή και στο θάνατο.
μπορώ να πιστεύω στο θαύμα.
Γιατί η Αγάπη είναι η ζωή και ο θάνατος!
Γιατί η Αγάπη είναι το θαύμα!
Η Αγάπη προσεύχεται κ΄ ενεργεί.
η Αγάπη αγρυπνεί.
Μπορώ να προσεύχομαι και να ενεργώ.
μπορώ να αγρυπνώ.
Γιατί η Αγάπη είναι προσευχή και πράξη!
Γιατί η Αγάπη είναι η μυστική αγρύπνια!
Η Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα και όλα τα δάκρυα.
Μπορώ να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα -
γιατί η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!
Η Αγάπη δίνει τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Μπορώ να μεταλάβω τον άρτο και τον oίνo
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Γιατί η Αγάπη είναι ο Μυστικός Δείπνος!
Κ΄ η μεγάλη υπόσχεση!
Η Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο.
η Αγάπη εδώρησε το φως.
Πιστεύω στον άνθρωπο.
πιστεύω στην Αγάπη.
Γιατί η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!
Γιατί η Αγάπη είναι ο Άνθρωπος!

13.10.09

Η αυγή με βρήκε


Η αυγή με βρήκε να κρατώ με καρδιοχτύπι
σ΄ άπειρα χέρια τ΄ όνειρό μου της νυχτιάς.
Ποιος ήρθε χτες στην ερημιά της ξενυχτιάς,
αχ, ποιος μου λείπει;

Δεν ήμουν ξένοιαστη, δεν είχα συνηθίσει
να συλλογιέμαι ειρηνικά την αττική;
Ποιος ήρθε χτες με τη ματιά τη μαγική
να με ξυπνήσει;

Σα φοβισμένο, πληγωμένο περιστέρι
μέσα στο στήθος μου σπαρτάρησε η καρδιά…
Κι έτρεμα μόνο τη μεγάλη βραδιά,
τι θα μου φέρει.

Πέρασε η ώρα με την έκσταση δεμένη
Πούπαιζε μέσα στων ματιών μας τα νερά,
Κι ήταν σα χάδι που σ΄ αγγίζει τρυφερά
και σε θερμαίνει.

Η αυγή με βρήκε τρομαγμένη, μοναχή μου,
να νοσταλγώ την τρυφερότατη φωνή.
Πούναι η γαλήνη; Τι τρεμίζει και πονεί
μέσ΄ στην ψυχή μου;

12.10.09

Άσπρες μέρες



Καιρός ήταν.
Διανύω τις αλκυονίδες
ημέρες.
Δόξα τω Θεώ
διαρκούν.

Ανοίγω διάπλατα τα μάτια.
Όλα ανθισμένα μυρωμένα
τα δέντρα, ο κάμπος.
Γονατίζω.
Στρέφω το βλέμμα
στα ουράνια.
Μπαμπακένια, σιντεφένια
σύννεφα
και λαχταρώ.
Αχ και να ΄μουν
ξαπλωμένη πάνω τους
να μικρύνω την απόσταση.

11.10.09

Αν γίνω αετός;

-
Ο κόσμος δεν σταματούσε ποτέ.
Περνούσε πλάι μου τυλιγμένος σ΄ αόρατα μάτια.
Και πριν προλάβω να γίνω αντιληπτή
Κάτι ξεχώριζε ανάμεσα στο λάθος.

Ήσουν εκεί,
κοιτούσες το φως από μέσα και απ΄ το πλάι.
Και ήμουν εδώ,
Μ΄ ένα τέταρτο της σκιάς προσευχές,
μ΄ ένα νύχι της αγάπης κορδέλες,
διψασμένη να φτάσω στο σημείο,
όπου κοιμούνται τα πάντα.

Πες μου,
αν γίνω αετός
θα αποχτήσω κάποιο νόημα;

10.10.09

Αρχή μέση και τέλος


-Πέρασαν οι ημέρες που ξεκίναγα και περπατούσα
απ΄ την αρχή ως το τέλος.
Η μέση είναι η πιο αγαπημένη φίλη.
Μου κλείνει το μάτι συνωμοτικά σαν να μου λέει:
«Μόνο εγώ είναι τώρα πια για σένα». Όμως εγώ δεν το
πιστεύω. Και προχωρώ. Θα έρθει ο καιρός που θα μ΄
αγαπήσουν πάλι οι ίνες μου και θα μου κάνουν το χατήρι
να αγκαλιάσουν ξανά το κουρασμένο μου κορμί.
Και εγώ θα αφεθώ στο στοργικό τους χάδι.

9.10.09

Το αύριο

Πέρασαν ξανά τα τρία γατάκια
Που πάνε κάθε μέρα τέτοια ώρα
Τελειοποιούν τα αγγλικά τους
Αυτά να τα βλέπεις εσύ…

8.10.09

Γοργόνα


-
Αν ποτέ βρεθείς
στης σιωπής τα μεγάλα διαστήματα,
τότε που τα μάτια γεμίζουν με κύματα.

Περίμενε.

Μετά τον δυτικό άνεμο
θα έλθει στον επόμενο γύρο
μια μικρή σγουρή γοργόνα
ελπίζοντας
πώς έχει βράγχια κι εσύ.

7.10.09

Δεν βιάζομαι

.
Δε βιάζομαι να φτάσω στην κορφή,
ενώ το ξέρω πως θα ξαποστάσω,
το βλέμμα μου με πόνο θα στραφεί
στους δρόμους που με κόπους θα περάσω.

Δε βιάζομαι να φτάσω στην κορφή,
Δεν θάχω πού να πάω σαν θα φτάσω…

6.10.09

Ελπίδα


-
Αν δεις τ΄ αστέρι του γαλάζιου ουρανού
στο χάος της πικρής ζωής να σβιέται,
κάνε φτερά και πέταξε μαζί του
ή άστο δεν είναι κάτι που κρατιέται.

Αν στ΄ άσκοπο της ζήσης σου ταξίδι
δεν βλέπεις παρά νούφαρα σπασμένα,
βόλτα στο άθραυστο ποτήρι της καρδιάς
και μη τ΄ αφήσεις να χαθούν μαζί με σένα.

Αν στη συμβατικότητα του ψεύτικου καιρού σου
τ΄ όνειρο γίνεται ρημάδι και γκρεμιέται,
πίσω μην κάνεις, μπρος προχώρησε χωρίς συμβιβασμούς,
δεν είναι η ελπίδα σαν τον πόνο να ξεχνιέται.

Αν στο θολό το τζάμι, έξω που κοιτάς,
μια πεταλούδα έρθει και τσακίσει τα φτερά της,
σκύψε δειλά, πάρτην στο χέρι, φίλησέ την,
μα μην ακολουθήσεις την καρδιά της.

Αν νοιώσεις της μικρής βαρκούλας το πανί
απ΄ τ΄ αγριοβόρι και το κύμα να χτυπιέται,
μη φοβηθείς, μπορεί απ΄ τα λείψανα να ιδής
κάποιο γαλάζιο περιστέρι να γεννιέται.


5.10.09

Γύμνια

-
Η γη είναι μικρή
Η γη δεν ήταν ποτέ μεγάλη.
Δε βρήκαμε παρά μια μικρή έρημο
να χτίσουμε την καλύβα
που θα ξεκουράζει την ύλη μας.
Κι όμως αγναντεύαμε θάλασσες κάποτε
Αγναντεύαμε και τις καρδιές μας…

4.10.09

Μύθοι και Ωδίνες


-

Περιορισμός που σκληραίνει
σαν όστρακο
δίχως το βάρος, που το περιμένεις
να πληγώσει.

Μπουμπούκι γλιστρά,
στο φλοίσβο της αναπνοής
αχαλίνωτη δέσμη
χρωματισμένων λυγμών,
γυρεύοντας πίσω
τον καθρέφτη που μας αποχαιρετά.

Κούραση ήρθε έφυγε
έδωσε μια πυγμή
στην τόση μας νωθρότητα
στην καθημερινή παράδοση
στο νόστο και την ηδονή.

Τι να ΄ναι η φυγή
έξω απ΄ αυτό το κύμα,
έξω από την ηδυπάθεια,
την προσπάθεια των νεύρων.

Μέγεθος δεν υπάρχει
χωρίς χρόνο,
ο εξευτελισμός μας δεν υφίσταται
δίχως μεγέθη.
Ο μύλος της ζωής μας δεν αλέθει
παρά την επιθυμία μας.

3.10.09

Απολογία


Γαμπρέ, αγαπημένε της καρδιάς μου,
σαν το μέλι γλυκιά είναι η ομορφιά σου.
Λιοντάρι, αγαπημένο της καρδιάς μου με μάγεψες.
Άσε με να σταθώ τρέμοντας, μπροστά σου,
να σε αγγίξω με το χάδι μου.

Το χάδι μου είναι ακριβό,
πιο απολαυστικό είναι από την ομορφιά.
Σαν το μέλι με το γάλα.
Γαμπρέ, πες στη μητέρα μου,
θα σου δώσει λιχουδιές.
Στον πατέρα μου, θα σου δώσει δώρα.
Τη ψυχή σου να ζωντανέψω, ξέρω.

Γαμπρέ κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή,
τη καρδιά σου ξέρω πως να ευχαριστήσω.
Λιοντάρι κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή.
Εσύ, επειδή μ΄ αγαπάς, κύριέ μου,
κύριε προστάτη μου, Σουσίν μου,
εσύ που ευφραίνεις τη καρδιά της Ενλίλ,
άγγιξέ με, με το χάδι σου.

2.10.09

Αγόρι χαμινάκι




Μικρό αγόρι χαμινάκι
που βγήκες να κυνηγήσεις πορτοκαλιές
καταμεσίς του ήλιου
που μαύρισες τα μέλη σου
στα χαμοσόκακα του μεσημεριού
που σκόρπισες τη φωνή σου
στους γελαστούς ανέμους!

Μικρό αγόρι χαμινάκι
των αστεριών και των πέντε λόφων
που τρύγησες ουρανό
απ΄ την ανύποπτη μάνα σου
εδώ σ΄ αυτή τη γη με τους βοριάδες
στην άλλη γω με τα σύννεφα
χαράδρα κι αλαφροπάτητος αητός
θαλασσάκι και χώμα
εσύ που γέλασες
εσύ που έκλαψες
εσύ που τραγούδησες
χαμινάκι της ψυχής μου
που νάσαι;

1.10.09

Εννιά και τέταρτο (φεγγαριού)



.
Κι όταν πλέον
δεν ακούγεται
παρά μόνο
του σφυγμού
ο κτύπος
να υλοτομεί
αντηχώντας
στον αιώνα
δρυμό,

ο χρόνος
ξετυλίγει
μήκος
αφύσικο
σαν βασιλικό
φίδι
στον ήλιο·

Θέλω ξανά
να οργίσω
τις αγέλες
των κυττάρων,
κυνόρυγχες
να σηκωθούν
και να δαγκώσουν

Κουράστηκα
να περιμένω
σε λέξεις
ολόλαμπρες
σαν παρεκκλήσια
και με τα μάτια
αδιάκοπα
να γνέθω
δέντρα.