28.2.11

Όταν το σώμα


Όταν το σώμα
υποσχεθεί τον εαυτό του
κι εκπληρώσει την υπόσχεσή του
επιθυμώντας με φωνές
που ξεχύνονται στον κήπο
και κολλάν στους κλάδους
σαν ρετσίνι,
όταν το σώμα εξαρθεί αναγγέλλοντας
«υπάρχω απόλυτα στο χάος»
και κάτω από δυνατούς γλόμπους
ανοίξει στα δύο
για να χωθεί μισό
στο άλλο μισό του άλλου,
όταν ο λόγος του γίνεται
κατακόρυφη γραμμή
που το συνδέει με τα ουράνια,
όταν το σώμα
φαρμακωθεί απ' τους χυμούς
φασκιωθεί απ' τ' αγγίγματα
φανερωθεί σαν ολομόναχο
και συνεπαρμένο,
όταν όσα δίνει καταπίνει
όπου πιέζει ενδίδει,
όταν η μετρημένη επιφάνειά του
έχει μετρηθεί άπειρες φορές
με το μάτι, το στόμα
το φακό του χρόνου εξονυχιστικό
πάνω στο κάθε σπυρί, πόρο
όταν κουλουριαστούν ξέπνοες
οι ωραίες αναλογίες
κι εξαντληθεί το επιχείρημα
«ερωτεύομαι άρα υπάρχω»
οι φωνές ξαναγυρίζουν
στις ρίζες των νεφρών
κι ένα πουλί κρυμμένο
αλώβητο στα τόσα σάλια και φιλιά
πετάει, φεύγει πάνω
απ' τον ερημότοπο
σπαρμένο δόντια και μαλλιά,
που άφησε πίσω του το σώμα,
όταν το σώμα...

27.2.11

Δωσ΄ μου μια μέρα


Δώσ'μου μια μέρα
Να κατοικήσω στα μάτια σου
Δώσ'μου μια νύχτα να παραδώσω ψυχή
Σαν τον αγέρα
Σφυρίζω στα μονοπάτια σου
Τη μοναξιά μου δεν την ξεπλένει η βροχή

Αχ πουλάκι μου στο λέω
Καταστράφηκα
Δίχως τη δική σου αγάπη
Μα στη δίνη του μυαλού μου
Αντιστάθηκα
Μη σε χάσω και χαθώ

Δώσ'μου ένα δρόμο
Να περπατήσουν τα πάθη μου
Να βρουν τη χώρα
Που τα όνειρά σου καρατάς
Γίνε ποτάμι
Να παρασύρεις τα λάθη μου
Κι αν θες να φύγεις
Θα γίνω δρόμος να πας

Αχ πουλάκι μου...

23.2.11

Αδιέξοδο



Οι ιδέες τραβιούνται σαν λαστιχένια φίδια
Φάρδυνα τον ουρανό και είναι άδειος

Κραυγάζω, σαν τους τρελούς που ξαπλώνουν πάνω στην άσφαλτο
και ζητούν να φυτέψουν δέντρα μεσοστρατίς
Παραπατώ, σαν τους μεθυσμένους που ζητούν να γεμίσουν το κενό,
το τεράστιο καζάνι του χρόνου

Φοβάμαι την τοποθέτησή μου
σαν ένα κουρέλι πάνω στην παλάμη της γης

13.2.11

Τραγούδι για κουβάρι και φωνή



Θα τραγουδήσω σιγανά για σένα
Που έχεις κρυφτεί και δεν ακούς.
Και τρως μέσα στη θλίψη τη ζωή σου,
Αν κι έχεις αρχαγγέλου φως.

Η λύπη σου έχει έναν καθρέφτη
Κι όλο κοιτάζεται κι όλο λυπάται.
Μα βρήκα εγώ μες στο πατάρι ένα καλάθι
Όλο κουβάρια και κουμπιά
Κάμποσες άγνωστων φωτογραφίες
Κι ανάμεσα και μια δική σου:

Μαζί βγαίναμε από κάποια εκκλησία.
Οι άλλοι σιγοκλαίγανε και σκύβαν.
Όμως εσύ, στηριγμένος στο χέρι μου,
Κρατούσες το βλέμμα σου ψηλά,
Προς ένα ουρανό που ακόμη
Δεν έχει φθαρεί μες στο χαρτί.

Απ΄ αυτήν τη γωνιά της εικόνας,
Που τη λησμόνησες ή την οικτίρεις πια,
Εγώ σαν φίλος τώρα σε κοιτάζω,
Σαν κάποιος που σ΄ έχει αγαπήσει.

Ω, πώς να μ΄ άκουγες που ακόμη
Για σένα τραγουδώ ολομόναχος.
Και που δε βρήκαμε πολλά, αυτός δεν είναι
Λόγος να ζούμε με τα λίγα.
Κάτω απ΄ τον άπληστο ουρανό
Γιατί να ντρέπομαι και να φοβάμαι;
Με τα πολλά που τόλμησα να φανταστώ
Πηγαίνω
Και που είναι
-Σαν να τα έχω αξιωθεί-
Μεγάλα.

7.2.11

Την τελευταία στιγμή



Κατέβαλα κάθε δυνατή
κάθε φιλότιμη προσπάθεια
Έγιναν κατά γράμμα όλα
Δόθηκαν οι σωστές απαντήσεις
(ακόμη και στις λάθος ερωτήσεις).

Μέχρι την τελευταία στιγμή όμως
ποτέ δεν ξέρεις
Έτσι φτάσαμε εδώ φίλε μου
και ιδού: τα φρεσκοκαμένα μου κουλουράκια
είναι δικά μου
και σίγουρα θα βρω κάποιο τρόπο
να είμαι περήφανη γι' αυτά.

5.2.11

Άκρο



Η γυναίκα ολοκληρώθηκε.

Το νεκρό κορμί της φοράει το χαμόγελο της εκπλήρωσης,
η ψευδαίσθηση μιας χρείας ελληνικής
κυλάει στις έλικες της τηβέννου της,
τα γυμνά πόδια της φαίνονται να λένε:
Φτάσαμε τόσο μακριά, τετέλεσται.

Κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο -άσπρο φίδι-
ένα σε κάθε μικρή κανάτα γάλα, τώρα άδεια.
Τα ΄χει διπλώσει ξανά μες το κορμί της
σαν πέταλα ρόδου εν παρόδω, όταν ο κήπος
κοκαλώνει και μυρωδιές αιμορραγούν
απ΄ τους γλυκείς βαθείς λαιμούς του νυχτολούλουδου.

Δεν έχει λόγο να λυπάται η σελήνη,
καθώς κοιτά επίμονα απ΄ την οστεοθήκη της.

Είναι συνηθισμένη σε τέτοια πράματα.

Τα μαύρα της σέρνονται και κροταλίζουν.


Μτφρ: Κ.  Λυμπέρη