23.5.10

Μορφή




Είναι αυστηρά τα σύμβολα απόψε
Αν και από καιρό νεκρά
Ο χαρτοκόπτης
Η κρύπτη
Μια εικόνα κενή,
Όλα είναι ακατάληπτα.
Πέρα απ’ τις σκέψεις.
Ποιες σκέψεις;
Στην θέση μου κάθεται μια λευκή μορφή.
Αντιγράφει τη σκηνή.
Όπως την υποβάλλουν
Τα αντικείμενα λέξεις.

22.5.10

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές




Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσες.
Πάνω - κάτω. Πάνω - κάτω η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τι ψηλόκωλες.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι' αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.

21.5.10

Αναμνήσεις…




Ημέρες...
ή μάλλον ώρες της ζωής μου
δεμένες με βάρος, ξανάρχονται
εμπρός μου, γύρω μου δε φεύγουν.

Φαντάσματα του χρόνου,
του εκείνου δικού μου καιρού,
ανήσυχες ψυχές από στιγμές
που μείναν ανάρμοστα οδυνηρές,
δίχως απάντηση, στο γιατί της οδύνης.

Ώρες δίχως εγκαρτέρηση κι υπομονή,
δίχως παραδοχή, δεν λησμονούνται
τούτες οι πληγές που ανοιχτές μένουν
στο σώμα του χρόνου εκεί,
εκείνου που αγάπησα παράφορα,
οι αναμνήσεις επιμένουν επίπονες.

20.5.10

Όταν νυχτώνει



Όταν νυχτώνει
η ζωή αιμορραγεί
και μπαινοβγαίνει
από σώμα σε σώμα

Μεροληπτεί κάποτε ο θάνατος
και σου ανήκει.

19.5.10

Αφή




Ακούω τα ουρλιαχτά σου τη νύχτα..
Σε πλησιάζω..
Δεν έχω αφή να σ΄ αγγίξω
Μου την έχει κλέψει εκείνη

Ακρωτηριασμένη μελαγχολία
Χωρίς βουή ούτε και πάθος

Μόνο μια έκρυθμη σιγή

Υποτονική σάρκα
Ακόμη πιο υποτονική ψυχή

Η ανάσα μου ζωγραφίζει στο τζάμι κραυγές
Έλα να τις σβήσεις..
Δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω
Όμως να περιμένω μπορώ.

18.5.10

Όσο το δυνατόν σιγότερα




Κανένας δε θα με μάθει
Τις επιθυμίες μου
Εκτός απ' την κραυγή μου
Εκείνη που αντηχεί
Ξημέρωμα
Στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης.
Μιλάει πότε σε σένα
Αλλόκοτα
Μ' έναν υπόκωφο ήχο
Πότε σε άλλους
Τραυλίζοντας
Χωρίς λόγο.
Αυτό που απομένει
Είναι το σώμα μου
Ριγμένο άτσαλα
Πάνω στο στρώμα.

17.5.10

Στο ίδιο σημείο




Στο ίδιο σημείο
στρέφομαι
σήμερα όπως οι ανεμόμυλοι
αέρας άδειος
παίζει με τα σύρματα
ανάμεσα στα πλευρά μου

Σα να έχω ξεχάσει γιατί βρίσκομαι
εδώ
ή οπουδήποτε
σίγουρη πως μόνη μου
εγκαταστάθηκα
πάνω στο γκρίζο
-γιατί κάποτε φέγγει γαλάζιο- κανείς
δεν με έσυρε
κι είχα τόσα να -
όχι, είχα κάτι να κάνω
τόσο δυνατό

Το φάντασμα
που δεν φανερώνεται
το τίποτα ως τοπίο
γίγαντες σε πεδίο
κι εγώ αιχμάλωτη

Τουλάχιστον ας φυσούσε
δυνατότερα
να τσακιστεί ο ανεμόμυλος
να νιώσω άνθρωπος.

16.5.10

Της απίστου θλιβερό



Κι είπα θ' αλλάξω τη ζωή
φτιάχνοντας τη ζωή μου
Δεκαοχτώ εργάσιμες την εβδομάδα
Πενήντα τέσσερις οι ασφαλείς του ύπνου
και κάθε μέρα δεύτερη
της λίμπιντο το δίωρο
Καθότι δεν το ξέχασα
Είμαι γυναίκα
Ο εραστής της Τρίτης τρυφερός
Της Πέμπτης βίαιος αλλά
παλιός
Και το κρεβάτι του Σαββάτου
γιορτινό
Ένδυμα επίσημο στο πάτωμα ριχτό

Κι είπα αλλάζω τη ζωή
Δύσκολο πράμα
Χωρίς εσένα αν δεν περνά
γίνεται δράμα.

15.5.10

Λευκό



Ένα σεντόνι ατσαλάκωτο, λευκό, θέλω.
Όχι λόγια, σκέψεις. Κινήσεις μόνο να
το τσαλακώνουν ευλαβικά.
Μέχρι τότε σ΄ ακούω και σου μιλώ
περιμένοντας ποιος θα στάξει πρώτος.

14.5.10

Άλλοθι



Το πιθανότερο είναι να θες να γελώ
επειδή το γέλιο είναι μπογιά
που πιτσιλάει τους τοίχους της ζωής.
Θα μπορούσε να ΄ναι και εντιμότητα
από τα θηκάρια που έχεις πάντα γεμάτα
για να οπλίζουν εκείνον που μπορεί να τα ΄δει.
Όμοιες καταστάσεις, δίδυμες λες.

Εσύ, εγώ κι ένας άλλος άνθρωπος.
Το έζησα στ΄ αλήθεια άραγε;
Μήπως η μπίρα ζήλεψε το χρώμα του γέλιου;
Πάντως τα λογάκια της τα υπαγόρευσα εγώ,
η ανόητη που νόμιζα ότι θα μπορούσα
έστω και για μια φορά να αντιμετωπίσω
τη φυγή χωρίς το ίχνος του σώματός σου επάνω μου.

Ευχήσου για το άλλοθί μου
είναι η εξιλέωση του παρελθόντος
σε ένα παράταιρο παρόν, δίχως μέλλον.
Με χρώματα, όμως.

13.5.10

Φύση




Εγώ η εγκαταλελειμμένη
Η προσβεβλημένη
Προδομένο χώμα εγώ
Έρχομαι κοντά σου τολμώ
Ως μέσα σου να ιδώ
Με φως δικό μου χρωματιστό
Τον ωραίο που είσαι

Αγνοημένη κι όμως επίμονη
Εξαφνική κι απρόβλεπτη εγώ
Σε κατοχή ερωτικού ύπνου
Το σώμα σου θωπεύω – δεν το νιώθεις;

Για σένα δεν πεθαίνω ακόμα

Μην κρύβεσαι μην κλείνεσαι
Σαν λουλούδι της νύχτας
Σκοτεινό νερό και σε φέγγει
Εικόνα στη σκιά του σπιτιού σου
Εντός σου άγρυπνος και γυμνός

Έλα έλα

Στο στήθος σου άρωμα χύνω
Κόκκινα φιλιά με στόμα πορφυρό
Μιας αιματοβαμμένης μέρας.

12.5.10

Σαν παραμύθι




Σαν παραμύθι παιδικό:
Κρατάς παστέλι
έχει σουσάμι, πολλή αγάπη
και γύρω μέλι
Θα σου κλέψω –μ΄ ένα φιλί- και θα γελάω
που στον αγώνα –με ζαβολιά- σε ξεπερνάω

Σαν παραμύθι παιδικό:
Μοιάζει να παίζουμε κρυφτό
μου τραγουδάς για το καράβι – Εκείνο το μικρό
και ΄γω σ΄ ακούω και μια βιολέτα
σφιχτά κρατώ
το παλικάρι που θα την πάρει
θα τ΄ αγαπώ

Και τώρα λέω:

Όλα τα χρόνια όπου κι αν πάω
στο παραμύθι το παιδικό μου ξαναγυρνάω
κλείνω το μάτι και μ΄ ένα νάζι πάλι το σκάω
πάμε ξανά κυνηγητό, σου απαντάω.

11.5.10

Ως τα χαράματα




Χρώμα δε βρίσκει να κυλά
του χρόνου η μολυβιά
που έγραψε να ζούμε χωριστά.

Δρόμο δε βρίσκει να περνά
της νύχτας η φωτιά
να κάψει όσα αφήσαμε μισά.

Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψαμε
σ' ένα αστείο που κανένας δε γελά.

Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
μ' ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυό.

Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...

Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά
εκεί στα σκοτεινά
ν' ακούσω το κλείδι σου να γυρνά.

Δένω στο χέρι μια κλωστή
να ΄πιάσει η ευχή
και ό,τι μας χωρίζει να χαθεί.

Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψαμε
σ' ένα αστείο που κανένας δε γελά.

Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
μ' ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυό.

Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...

10.5.10

Ra - ke



Ο θώρακας του πολεμιστή
δεν ενώνει,
δε θυμίζει
μόνο ταξιδεύει
σαν θρησκευτική τελετουργία
μες στην ανωνυμία
των Δενδρών.
Αγέρωχα στέκεται
κι όπως αφήνεις ένα δάκρυ
το παρελθόν ξαναγεννιέται
σ' έναν ακόμη αποχαιρετισμό,
σε μια διαδρομή
από τα σπήλαια στα ανάκτορα
κι από τον πολιτισμό του χαλκού
στον πολιτισμό των αόρατων εχθρών.

9.5.10

Παράλογη σκέψη




Παράταση ή επανάληψη
Μιας τυφλής πράξης;
Πως με τον ίδιο τόνο φωνής
Επέμενα στην εκμάθηση
Της λογικής
Με τις ίδιες σαφείς λέξεις;
Δεν έβλεπα την έμμονη σκέψη;
Καθημερινά λόγια την έκρυβαν
Και ακόμα την αγνοώ.
Την διαστροφή της αίσθησης.
Παραίσθηση;
Παράλογη σκέψη;

8.5.10

Μωσαϊκό




Ο βίος περνά κι εγώ τον περιμένω.
Να μη γνωρίζω, νομίζω
πουθενά να χαρώ δεν χωρώ.
Προβαίνω έξαφνα τρέχω.
Απ' τον δικό μου φεύγω καιρό.

Υπάρχει πολύ κρύο
διασπαρμένο παντού, ακόμα
και μες στην αγκάλη του ήλιου
ο χρόνος γίνεται θάνατος,
όταν απρόσιτοι περιμένουμε.

Περιμένω τον εαυτό μου
επίμονα με λογική εγκαρτέρηση.
Δεν μπόρεσα σήμερα
ούτε αύριο, χτες, όλες οι μέρες
χάνονται, δεν μπορώ ποτές,
καθώς περιμένω την παρουσία
του ακέραιου.

7.5.10

Ερωτήσεις



Έφαγες, ξεκουράστηκες, έπαιξες
μόνος με τον εαυτό σου, έγραψες,
πρόλαβες καφέ να απολαύσεις;
Α, μα δεν ξέρω εσύ τι λες,
τη στοργή σου πού χαρίζεις,
ούτε μητέρας αγωνίες είναι αυτές.
Σε νοιάζομαι μονάχα κι αγωνιώ
να βρέξει ο ιδρώτας σου,
τα λευκά σεντόνια.
Είναι που τα βράδια χρειάζομαι
ένα σύννεφο να ταξιδέψουν
τα όνειρά μου πριν τα μαξιλάρια
ρουφήξουν και την εικόνα σου ακόμη.

6.5.10

Πόρτες



Ανοίγοντας μια νέα πόρτα, μονή ή διπλή, δεν έχει σημασία,
να πιάνουν καλά οι μεντεσέδες στα ντουβάρια
το γραμματοκιβώτιο καλά στερεωμένο, με στόμα μεγάλο
να χωράει τα γράμματα με τη ολοκαίνουργια διεύθυνση,
μα περισσότερο να κλείνει σωστά και στην ώρα της.
Τελικά δεν είναι άσχημες οι πόρτες όταν από τη μέσα τους πλευρά
κουρνιάζει η ζωή, τυφλωμένη από τους προβολείς των άλλων.
Άσχημες είναι όταν το πόμολό τους δεν προσδοκά
το άγγιγμά Σου.

5.5.10

Ιφιγένεια




Σε είδα χτες στο Σύνταγμα, Ιφιγένεια

Το πρόσωπο σου στενόμακρο φεγγάρι
Πίσω απ' τα κάγκελα του τρόλεϊ
Και ο λαιμός
Λαιμός του απελπισμένου κύκνου
Μέσα στο άδειο σκοτεινό νερό.

Τα πάντα έτοιμα για την ανώφελη θυσία
(έτσι κι αλλιώς η Ελένη κάποτε θα γύριζε)

Ύψωσα αργά το χέρι, και χαιρέτησα
Χάιδεψα με τα δάκρυα μου τα μάτια.
Τα κατάμαυρα μαλλιά,
Το σκοτεινό σημάδι πίσω στο λαιμό

Οι άλλοι, γύρω;

Μα άσ' τους αυτούς -

Σε είδα χτες στο Σύνταγμα, Ιφιγένεια,
Σε είδα μες στο δειλινό.

4.5.10

Η γνωστή πόλωση




What we call the beginning is often the end
and to make an end is to make a beginning.
T.S. Eliot

Θέλω να κολυμπήσω σε μια καινούργια ψυχή
τόσο μπλε
τόσο αμέριμνη
τόσο αθόρυβη
όσο και η εγκυμοσύνη της θάλασσας.

Γιατί θα πρέπει να υπομένω
τη γλυκιά προσμονή
ενός βρέφους απάτη
που προτίμησε να με εγκαταλείψει
για την προσωρινή ύπαρξη
του κίτρινου φύλλου;

Δώσε μου ένα λόγο για να το κάνω.
Για άλλη μια παράταση αθανασίας;

3.5.10

Μνήμη και Λήθη



Μες στο σαλόνι παρελαύνουν θεάματα,
από τα πιο πανάρχαια δράματα.
Η μνήμη εστράφη, στην πηγή της λησμονιάς.
- Μείνε επιλήσμων! - Μην ξεχνάς!

Είχαν ανοίξει οι κρουνοί των ουρανών -
ορμητική στην άσφαλτο η πτώση των νερών.
Η μνήμη εστράφη, με μια ανάγκη λησμονιάς.
- Μείνε επιλήσμων! - Μην ξεχνάς!

Βάθαινε η νύχτα, επιστρέφοντας σε κάτι,
που ήταν σκοτάδι, πριν υπάρξει φως.
Στριφογυρίζω διχασμένη στο κρεβάτι.
Μνήμη και λήθη βρέχει ο ουρανός.

2.5.10

Η Κυριακή




Θαρρώ μια μέρα θα ξαναβρεθούμε
Μια Κυριακή βεβαίως φθινοπωρινή
κομψά ενδεδυμένοι εν τω μέσω υπαιθρίων
αγγέλων μικροπωλητών λοιπών παρισταμένων
- ή το σενάριο παραλλάσσοντας
φιγούρες ασαφείς ωστόσο επίμονες
στο φόντο μιας μαυρόασπρης φωτογραφίας
Σαφώς σε τέτοιες ή παρεμφερείς συνθήκες
γονυπετείς μ' ακόμα αμετανόητοι
σφιχτά κρατώντας τις παλάμες μες στις τσέπες
και το κομμένο δάκτυλο αποκρύπτοντας
- λησμονημένο στο συρτάρι μεταξύ φακέλων
κι ετέρων αλληλογραφίας υλικών -
ιδανικοί ως υπήρξαμε εραστές ανεπαρκή
έστω δυο τέρατα ν' αγαπηθούμε
τις νύχτες κάτω απ' τα σεντόνια χωριστά
καθένας γλείφοντας του άλλου την αναπηρία
Το δίχως άλλο θα ξανασυναντηθούμε
τα φονικά τύμπανα κρούοντας ρευστά
επικίνδυνα αναβλύζοντας και φθόγγους
καυστικούς στο πλήθος μέσα έρημοι ακούραστοι
φριχτοί
- καθώς μαρμάρινη στιγμή θ' ακινητεί -
θ' αγκαλιαστούμε.

1.5.10

Επαναστάτες




Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπέμπελ και Μπουχάριν
τους στρίμωξα στο νου κουκί κουκί.
Να με, λοιπόν, κατέκτησα την χάριν
να κρίνω με την διαλεκτική.

«Αχώριστος η θεωρία και η πράξη»-
συχνά σκοντάφτω στην εφαρμογή,
μα η κριτική μου πάντοτε είναι εν τάξει,
όλους κι όλα τα ελέγχει, τα εξηγεί.

Τις συγκεντρώσεις των προλεταρίων
απ' το παράθυρό μου τις κοιτώ
ως να συγκινηθώ μέχρι δακρύων
και γράφω στίχους πλέον των 100.

Τη σκέψη αφήνω διάφανο μπαλόνι
στον άδειο ν' ανεμίζεται ουρανό,
να βλέπω την εντύπωση που απλώνει
το χρώμα που αντιφέγγει στο κενό.

Τώρα το «Καπιτάλ» του Μαρξ κηρύττω,
μα αποφεύγω την κάθε συμπλοκή
γιατί, ξέρω θανάσιμα θα πλήττω
αν κάποτε με βάλουν φυλακή.