31.1.10

Να με προσέχεις


Δεν θέλω κραυγή να βγάζει η ποίηση
μήτε κλάμα βουβό να την μουσκεύει.
Αρχέγονες μονάχα αιτιάσεις
που δεν βαρέθηκαν τον άνθρωπο
ορμητήριό τους να ΄χουν.
Κι εγώ να σου ψιθυρίζω σαν βραδινό
αεράκι του καλοκαιριού
ό,τι φοβάμαι να σου πω.
Κι εσύ μόνο να με προσέχεις.

30.1.10

Κόκκινη κλωστή κλεμμένη


Εκείνες τις προξενήτρες νύχτες
με τα φώτα στο δοξαστικό
οι αγκαλιές μένουν ανοιχτές
του κόσμου τα πάθη
να παρηγορήσουν.
Άλλες είναι εκείνες που
σταματούν το χρόνο
συναυλία στη σάρκα ετοιμάζοντας.
Είναι κλεμμένες νύχτες
που μυρίζουν από ΄σένα.

29.1.10

Ο θόρυβος του νερού

Τώρα μπορώ να κόψω τη λέξη
ν΄ αρθρώσω το νερό νεράκι
ν΄ αφεθώ στο ξύπνημα
απ΄ το θόρυβο της μικρής αράχνης.

Τώρα μπορώ να κόψω το νερό
ν΄ αρθρώσω το θόρυβο
ν΄ αφεθώ μικρή αράχνη
μέσα στο ξύπνημα της λέξης.

Ν΄ αρθρώσω το θόρυβο
να κόψω τη λέξη:
μικρή αράχνη νεράκι.

(Ωστόσο οι μέρες φεύγουν
τα δάκρυα τρέχουν
και το νερό νεράκι.)

28.1.10

Απογαλακτισμός

.
Καλοκαιρινός άνεμος στα πανιά μου
Κατηφορίζω προς την πύλη του Άδη
Οι κινήσεις αργές, δυσβάστακτες

Ωδίνες μέσα μου
πάω να το σκάσω
κι επανέρχομαι

Επανέρχομαι και ξαναφεύγω
γαληνεύω, σπαράζω
ψάρι
που σπαρταράει έξω από το νερό η ψυχή μου

Πασχίζω για έναν απογαλακτισμό
και πάλι αναζητώ ομφάλιο λώρο

Ψαύω την πληγή μου: δάκρυ και πύο
Αναρωτιέμαι από πόσα αρμυρά νερά
θα περάσω για να κλείσει

Οι δαίδαλοί μου όμως κάπου οδηγούν-
ίσως σε νέο βλέμμα, νέο βήμα.

27.1.10

Κατ΄ εικόνα


Πώς να δεχτείς πως ο κόσμος
είναι όλος πλασμένος κατ΄ εικόνα
και καθ΄ ομοίωσή σου;

26.1.10

Τα χρώματα μιας ιστορίας


Με υφάσματα δαμασκηνά της Προύσας χρυσοκέντητα
έγραψε μες στις λέξεις της το σώμα
σαν παραμύθι στις κινήσεις του ενέδωσε
και νίκη έδωσε στα βήματα κατακτητή.

Να μ' αγαπάτε, είπε,
με τα λόγια που φορώ για ν' αντέχω στο κρύο.

Να μ' αγαπάτε, ίσως, γιατί με λέξεις ανυπόδητες
Θ' ανέβω τη ζωή μου ως την κορφή.


25.1.10

Μέρα βροχής

.
Βρόχινα ριπίσματα
δεσμοφύλακες γυάλινοι
οπτικοί ραβδισμοί
φυλακές αόρατες.

Αίσθηση παροδικής αιωνιότητας.

Στην κλειστή κάμαρα
το σώμα σου
φθαρτό όσο ποτέ
κι όμως τροπαιούχο
μ΄ ένδυμα το λάβαρο.

Όσο ποτέ νερό στη δίψα μου
κι η αποκάλυψη ανάμεσα
στο άλλο σώμα που ξεπέρασε
το σώμα του
για να γευτεί την ψυχή σου.

24.1.10

Άνθρωπε της μοίρας μου

Άνθρωπε της μοίρας μου
πουλί κυνηγημένο
πόσα χρόνια πέρασαν
που σε περιμένω.

Ποια ποτάμια σου ΄κλειναν
το δρόμο και τη στράτα
κι ήρθες μες στον πόνο μου
με κουρασμένα νιάτα.

Ήρθες περιστέρι μου
μείνε ξεκουράσου
κι οι γραμμές στο χέρι μου
γράφουν τ΄ όνομά σου

Άνθρωπε της μοίρας μου
πικρό μου πεπρωμένο
όσο δάκρυ έδωσα
να σε περιμένω.

Ποια πελάγη πέρασες
και σε ποια δάση μπήκες
Άνοιξη σ΄ αγάπησα
Φθινόπωρο με βρήκες.

Ήρθες περιστέρι μου
μείνε ξεκουράσου
κι οι γραμμές στο χέρι μου
γράφουν τ΄ όνομά σου.

23.1.10

Το πρώτο γράμμα

Στο στήθος τ' απαλό κρατάει το χέρι
και στο βουνάκι η κόρη ανηφορίζει.
Λευκό το φόρεμα της σει τ' αγέρι
και το γιαλό που αγνάντια κυματίζει.

Κερήθρα είν' η καρδιά της· κι έχει φέρει
των πόθων το μελίσσι που βουίζει...
Εκάθισε· τη θάλασσ' αντικρίζει,
κι ερωτικά στενάζει ως περιστέρι.

Λαχταριστά μέσ' απ' τον κόρφο βγάζει
ένα χαρτί. Τα δυο του φύλλα ανοίγει,
κοιτάει τριγύρω, κι ύστερα διαβάζει.

Κι ενώ η χαρά του αισθήματος την πνίγει,
τρέμει η καρδιά της, τρέμει τ' ανοιγμένο χαρτί,
σαν περιστέρι σκλαβωμένο.

22.1.10

Συνομωσία

Όταν περάσεις το κατώφλι μου
μην κοιτάξεις πίσω σου.
Είναι κάτι γάτες περίεργες
που συνωμοτούν
κατά της μοναξιάς μου.
Και τη νύχτα το ίδιο κάνουν
μόνο που κοιμούνται
κι αφήνουν την ανάσα τους
να με συντροφεύει.
Πολύ ζηλεύουν σαν παίρνεις
τη θέση τους.

21.1.10

Οι ποιητές

Είμαι μια μικρή οργισμένη μέλισσα.
Μ΄ αρέσει να αλλάζω χρώμα.
Μ΄ αρέσει να αλλάζω μέγεθος.




Οι ποιητές δουλεύουν μέσα στη νύχτα
τότε που ο χρόνος δεν τους βιάζει
τότε που καταλαγιάζει η ανθρώπινη βουή
και σταματάει το μαστίγωμα των ωρών.
Οι ποιητές δουλεύουν μες στο σκοτάδι
σαν νυχτοπούλια ή αηδόνια
με γλυκό κελάηδισμα
και φοβούνται μήπως δυσαρεστήσουν τον Θεό.
Μα οι ποιητές, μες στη σιωπή τους
κάνουν περισσότερο θόρυβο
κι από έναν χρυσαφένιο τρούλο γεμάτον αστέρια.



Μτφρ: Βασίλης Ρούβαλης.

20.1.10

Το σύμπαν είναι σχήμα



Όταν μπεις στις γραμμές του τρένου, ξεκίνα. Μην σταματάς σε κάθε σταθμό. Να είσαι σαν το εξπρές ή την ταχεία, να είσαι σαν τις νεροτσουλήθρες, αλλά όχι στην αρχή ή το τέλος. Η ταχύτητά σου πρέπει να είναι μετρημένη. Γι' αυτό υπάρχουν τα τούνελ και οι σήραγγες, γι' αυτό κι οι σκεπαστές νεροτσουλήθρες. Μήπως και πετάξεις. Το πέταγμα, εκτός απ' τα πουλιά, μόνο τα αεροπλάνα το μπορούν και οι αράχνες. Όχι εκείνες που σηκώνουν τα αυτοκίνητα από τους δρόμους, αλλά εκείνες που κατεβαίνουν από το ταβάνι ως το πάτωμα του δωματίου μας. Αυτές οι ίδιες κατασκευάζουν τις γραμμές τους, αόρατες εκτός των άλλων. Γι' αυτό μιλάμε για πτήση. Ακόμα και τα πουλιά έχουν τον δικό τους δρόμο. Το σύμπαν είναι σχήμα.

Μτφρ.: Δ. Άλλος

19.1.10

Υποψήφιοι Μετανάστες Παρακαλώ Σημειώστε ή αλλιώς Τι Σόι Χρόνια Είναι Αυτά



.
Είτε θα περάσετε
αυτή την πόρτα,
είτε δεν θα την περάσετε.

Αν την περάσετε
υπάρχει πάντα ο κίνδυνος
το όνομά σας να θυμάστε.

Τα πράγματα θα σας κοιτούν δυο φορές
θα πρέπει να τα κοιτάτε κι εσείς
και να τ' αφήνετε να συμβούν.

Αν δεν την περάσετε
είναι πιθανό
να ζήσετε με αξιοπρέπεια

να διατηρήσετε τις απόψεις σας
να κρατήσετε τη θέση σας
να πεθάνετε γενναία

αλλά πολλά θα σας τυφλώσουν
πολλά θα σας ξεφύγουν
με τι κόστος, άραγε` ποιος ξέρει;

Η πόρτα η ίδια
Δεν υπόσχεται τίποτα.
Είναι απλώς μια πόρτα.
Μτφρ.: Δημήτρης Αθηνάκης



.
Υπάρχει ένα μέρος ανάμεσα σε δυο συστάδες δέντρων όπου το γρασίδι μεγαλώνει
επίμονα
και ο παλιός ανυπόταχτος δρόμος κομμάτια γίνεται από σκιές
κοντά σ΄ ένα σπίτι όπου γίνονταν συγκεντρώσεις, εγκαταλειμμένο απ’ τους
εκτελεσμένους
που εξαφανίστηκαν μέσα σ΄ ετούτες τις σκιές.

Περπάτησα ως εκεί μαζεύοντας μανιτάρια στις παρυφές του τρόμου, αλλά
ας μην κρυβόμαστε πίσω απ΄ το δάχτυλό μας,
αυτό δεν είναι ρωσικό ποίημα, αυτό δε συμβαίνει πουθενά αλλού παρά εδώ,
η χώρα μας κινείται εγγύτερα στη δική της αλήθεια και στο δικό της τρόμο,
στους μοναδικούς της τρόπους να οδηγεί τους ανθρώπους στην εξαφάνιση.

Δε θα σου αποκαλύψω πού είναι αυτό το μέρος, το σκοτεινό σύμπλεγμα των δέντρων
συναντά την ανεπαίσθητη αχτίδα του φωτός –
σταυροδρόμια κατακλυσμένα από φαντάσματα, παράδεισος από πεσμένα φύλλα:
ξέρω ήδη έναν που θέλει να τον αγοράσει, να τον πουλήσει, να τον εξαφανίσει.

Και δε θα σου πω πού είναι, οπότε γιατί σου λέω
έστω κι αυτά; Γιατί ακόμα ακούς, γιατί σε χρόνια σαν κι αυτά
το ν’ ακούς τουλάχιστον, είν΄ απαραίτητο
για να μιλήσουμε για τα δέντρα.
Μτφρ.: Χίλντα Παπαδημητρίου

18.1.10

Φωτιά

.
Όταν θα ξανάρθεις όλα θα είναι τα ίδια
και καλύτερα από τα ίδια.
Άλλα θα έχουν προστεθεί,
που θα ικανοποιούν την προσμονή.
Θα σου βάλω κι ένα πιάτο ακόμη,
άδειο, ν΄ ακουμπήσεις την κούραση.
Κι ένα ποτήρι θα σου προσφέρω
γεμάτο από χαμόγελα, να κρέμονται
από τα χείλη του.
Να καείς θέλω και να σου αρέσει,
στο ακίνητο σκηνικό της ζωής
να ξεπηδήσουν φλόγες.
Ω, μα ξέρω από τώρα πόσο
το περιμένεις.
Η φωτιά ήταν πάντα στο κρεβάτι σου
και στάχτη ποτέ δεν μάζεψες.

17.1.10

Εκτεθειμένες στην καταιγίδα

Κομψές, λυγερές με χρωματιστά ρούχα και γυαλιστερά βραχιόλια κινούνταν με χάρη, ανεμίζοντας τα λευκά μαντήλια τους, προσεκτικά διαλεγμένα και φορεμένα.
- Όμορφος καιρός σήμερα. Να είχε και λίγο ήλιο θα ΄ταν ωραιότερος, είπε η πρώτη, λίγο πιο μεγαλόσωμη με ένα κοστούμι βαθύ κόκκινο .
- Ναι βρε παιδί μου, απότομα μας ήρθε η χειμώνας φέτος, αν και λίγο καθυστερημένα θα έλεγα, απάντησε η δεύτερη, νεαρότερη, με ένα μπλε συνολάκι την αυστηρότητα του οποίου διέκοπτε μια κατακόκκινη ρίγα στη μέση της.
-Ο αέρας όμως είναι μια σκέτη γιατρειά. Βοριάς, πλάνος… αλλά τα μαντήλια μας δεν πτοούνται με τίποτε.
- Αυτό δα έλειπε, τότε δεν θα ΄μασταν για βόλτα, είπε η μικρή κουνώντας με νάζι τα πισινά της και τα βραχιόλια της.
- Ας περπατήσουμε σε απόσταση σήμερα, είπε η ώριμη φιλενάδα, κοιτώντας ίσια μπροστά τα σύννεφα να μαζεύονται ολοένα και περισσότερα, μην τσαλακωθούμε κυριακάτικο!
- Ναι, συμφωνώ. Πάντως δεν έχεις να πεις τίποτε για τα καμάρια μας. Άντρες με τα όλα τους. Κυριακάτικη βόλτα, εν μέσω του χειμώνα, αποφασισμένοι για όλα. Τους άκουσες πώς συζητούσαν μην τυχόν και δεν αντέξουμε; Χα, χα, ποιες; Εμείς!

Έτσι όμορφες συνέχισαν τον κυριακάτικο περίπατό τους έχοντας το πλεονέκτημα των συντρόφων τους που κρατούσαν τα λευκά τους μαντίλια συνεχώς, σαν να ήθελαν να τις προστατεύσουν από την κακοκαιρία. Κουβεντούλα εκείνοι; Κουβεντούλα κι αυτές. Ξαφνικά μια αστραπή φάνηκε στον ουρανό και ήταν τόσο το φώς της που η μέρα χλώμιασε κι άρχισε να αναρωτιέται μην τυχόν και την πήρε ο ύπνος. Τα κορίτσια φωτίστηκαν κι αυτά, καθώς τα βραχιόλια τους προσπάθησαν να σταματήσουν την λάμψω πάνω τους, ενώ οι αγαπημένοι τους φάνηκαν ανήσυχοι και δυνάμωσαν τη συζήτηση.
-Λες να μαζευόμαστε ρε φίλε; Πολύ μουτζούρα και κακό βλέπω…
-Έτσι λέω..οι κούκλες δεν θα τα καταφέρουν.. άστο έχουμε Κυριακές μπροστά μας, καλά να είμαστε.
Εκείνες κοιτάχτηκαν από το άνοιγμα που άφηναν τα μαντίλια τους, τα οποία πια ζορίζονταν κρατηθούν πάνω τους, και έδειξαν φανερά τη δυσαρέσκειά τους.
-Τι γρουσουζιά κι αυτή. Σήμερα βρήκε να λυσσομανήσει, είπε η μικρή, πάλι στην απραξία; Μια βόλτα είπαμε να κάνουμε και χάλασε ο κόσμος.
-Πες το ψέματα, αποκρίθηκε η άλλη, φτυσμένες να μας είχαν δεν θα μας έβρισκε τούτη η κατάσταση. Να μου το θυμηθείς. Εκείνος ο καμπούρης που νομίζει ότι τα ξέρει όλα μας γλωσσόφαγε. Τον είδες πώς μας κοίταγε την ώρα που τ΄ αγόρια μας μας έπαιρναν να πάμε βόλτα. Αμ, ποιος του φταίει με την παλιοτσουρούτω που έχει. Αυτή όλη τη μέρα ξάπλα είναι γι΄ αυτό έγινε έτσι!
-Πω, πω τον έκανες ρόμπα αλλά του χρειαζόταν του παλιοξεφτίλα. Το πρόσεξα κι εγώ. Πάντως και οι δικοί μας πολύ υπερπροστατευτικοί δεν έγιναν..
-Μα τι πράγμα είναι κι αυτό, δίκιο έχεις, λες και είμαστε από ζάχαρη.

Εν τω μεταξύ οι νεαροί άρχισαν τα καλοπιάσματα και τα γλυκόλογα αφού η βροχή είχε γίνει πλέον αλύπητη και οι αστραπές και οι κεραυνοί πολλαπλασιάζονταν με μανία.
-Άντε κορίτσι μου, κουράγιο κοντεύουμε, ο ένας
-Κουκλάρα μου εσύ αντέχεις, το ξέρω, ο άλλος.
Εκείνες απτόητες το μόνο που τις ένοιαζε είναι μην βραχούν τα μέσα τους, μια και φορούσαν ότι καλύτερο. Κυριακάτικη βόλτα ήταν αυτή δεν ήταν παίξε γέλασε. Λίγο αργότερα γύρναγαν στο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησαν.
.
Το τηλέφωνο με συνέφερε από τις σκέψεις. Η φωνή σου, με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σαν ένοχη το πρώτο πράγμα που σε ρώτησα ήταν οι καιρικές συνθήκες για να βιαστώ να συμπληρώσω πως τα σκάφη μαζεύτηκαν στο λιμάνι όπως να ΄ναι. Τι να σου πω; Ότι τα κορίτσια και τ΄ αγόρια που παρακολουθούσα να επιστρέφουν από τη βόλτα τους λόγω βροχής ήταν δυο ιστιοφόρα και οι καπεταναίοι τους; Ε! στο είπα τώρα που έκοψε η βροχή και τα ξαναείδα. Τα ονόματά τους είναι γυναικεία και οι τύποι σε όλη τη διάρκεια της καταιγίδας έπιναν κάτω από τις λευκές τέντες, μάλλον τα μαντηλάκια πέτου των κοριτσιών τους. Προφανώς δεν ήθελαν να τις αποχωριστούν. Είναι αυτές κάτι τσαχπίνες!! Άλλο πράγμα….

16.1.10

Περιμένω να γυρνάς


Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους τους άλλους,
στον εαυτό σου γύρισε και πες:
«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».
Μαχμούντ Νταρουίς, Να σκέφτεσαι τους άλλους

.
Έφυγες, όπως πάντα γυρνάς.
Ανοιχτή αφήνω τη σκέψη,
λόγια και στιγμές τη διασχίζουν,
αγνοώντας τριγύρω.
Σαν τους πρωινούς εργάτες
στο τραμάκι του λιμανιού
στέκουν οι επιθυμίες.
Να στείλω δυο λέξεις
να σε συντροφεύουν
και να σε σκέφτομαι.
Αυτό μπορώ μονάχα.
Έφυγες, σαν την πρώτη φορά.
Μπορεί να μην ήθελες
ή να μην ήθελες να σκέφτεσαι
ό,τι αφήνεις.
Μην αγωνιάς. Μην κοιτάς ψηλά.
Θα περιμένω να γυρνάς.

15.1.10

Άτιτλο



Κοίταζέ με
κι εγώ θα γράφω

14.1.10

Εξηγήσεις


Ξεχνώ τα όνειρα όταν κατέβουν στη γη,
τις επιθυμίες που υποχώρησαν στις απολαύσεις.
Όσα σου γράφω τα καταπίνει η λήθη,
επειδή σωστά τα μεταφράζεις.
Αμφιβάλλω αν στα έγραψα,
όταν πιο όμορφα τα πλάθεις.

13.1.10

Ανέγγιχτο κόκκινο


Άπνοια.
Μόνο σκόρπιοι ψίθυροι στ΄ αρμυρίκια
και οι σκιές τους πάνω στην άμμο
σκοτεινές μορφές,
μνήμες που εξατμίστηκαν.

Μισοσβησμένα ίχνη της άλλης μου ζωής
και το βουνό του Πηλέα
-βουνό της έριδας-, θαμπό
το πρόσωπό μου
χαμένο στους μύθους.

Βυθίστηκα
σε υγρά σεντόνια,
θάλασσα
λεία μέχρι τον ορίζοντα
παραδομένη στη ζέστη.

Κι ο ήλιος έσμιγε με τα νερά.
σπίθες βουβές στα ρεύματα
βουλιάζανε ηδονικά,
μες στις θαλασσινές σπηλιές
με τα κρυφά περάσματα,
μες στις πληγές των φόβων μου
βαθιά,
σε θολό υγρό κι αιώνιο,
εκεί που ανθίζει κοράλλι
κόκκινο
σαν αίμα.

Μια φωτεινή αιχμή
Σε μήτρα σκοτεινή.
Άγγιξα μόνο μια ανταύγεια
ύπνου
όνειρο φευγαλέο,
πριν με ξυπνήσουν οι σκιές
-βοές της νύχτας.

Άδεια τα χέρια μου,
Και οι μηλιές κατάφορτες
λυγίζανε σε καταιγίδα,
παραθυρόφυλλα ανοιχτά,
τσακίζονταν σε πέτρινους τοίχους.

Και η θάλασσα ήσυχη
μισόκλειστα βλέφαρα στον ήλιο,
και τ΄ άνθος του βυθού ανέγγιχτο,
όσο καιγόταν ο ουρανός
κι έβρεχε πάνω μου στάχτη.

12.1.10

Ένας χρήσιμος άνεμος


Ένας χρήσιμος άνεμος
στο πρόσωπο.
Άπειρη αγάπη
στην καρδιά.
Βήμα γερό
στους δρόμους.
Ο ήλιος
λιώνει
και τις τελευταίες
αντιστάσεις.

11.1.10

Μνήμες



Δεν θέλω να με κλείσεις
στη μνήμη του κινητού σου.
Μοιάζει με τεφροδόχο.
Καλύτερα σ΄ ένα πρόχειρο χαρτάκι
λευκό, σκισμένο, έτοιμο να χαθεί
-μοιάζει με τάφο λευκό
που ίσως κάποιος τον επισκεφθεί.

10.1.10

Ανωνυμία


Δε θα συμπεριλαμβάνεσαι
σε κώδικες και περγαμηνές.
Σαν επίσημη τεκμηριωμένη καταγραφή.
Ούτε καν σε μια φτηνή φυλλάδα.
Όμως εσύ θα υπάρχεις
δέηση της καρδιάς μυστική.
Στη συμφωνία της αγάπης
Στη λειτουργία της ειρήνης.
Στο εμβατήριο της άνοιξης.
Στη γαλήνη της σιωπής.

9.1.10

Το κλειδί


Δεκαπέντε γράμματα κι ένα κενό
έξι στάδια ζωής και μια τρύπα
τρεις ρόλοι και μια άδεια κορνίζα

Πόσο εύκολο να περιγράψεις τον εαυτό σου
δύσκολο να συμπληρώσεις το προφίλ

Φούστα μπλούζα
παπούτσι κάλτσα
σλιπάκι και εφήβαιο

Πόσο εύκολο να ταιριάξεις τα ελκόμενα
δύσκολο να τα φορέσεις σκέτα

Αδύνατο ν΄ ανοίξεις την πόρτα
με το κλειδί στην τσέπη του άλλου
Μου αρέσει να με αγκαλιάζεις
και να ισορροπώ με τα χέρια στις τσέπες σου.

8.1.10

Hot dog

Μεσημέρι του Γενάρη στο δρόμο. Η πόλη διστακτικά αρχίζει να δέχεται τους κατοίκους της, μετά την πρόσφατη ανακωχή με τις πάσης φύσεως γιορτές. Οι καφετέριες ικανοποιητικά γεμάτες από νέους που βουίζουν στο ρυθμό της ηθελημένης ή επιβεβλημένης αεργίας τους. Η λεωφόρος, σχετικά άδεια, παραχωρεί το δικαίωμα στους οδηγούς να διαμορφώνουν τις δικές τους λωρίδες και τα φανάρια στέκονται μόνα τους, έρημα από τους συνήθεις αλλοδαπούς επαγγελματίες που φιλοξενούν.
Μια γυναίκα παλεύει με το ΑΤΜ της διεθνούς τράπεζας που είναι χωμένο πίσω από ένα περίπτερο σε μέγεθος νταλίκας, από αυτά που πουλάνε έως και παπούτσια για τη βροχή. Μια άλλη γυναίκα σφυροκοπεί την τζαμόπορτα της τράπεζας στην προσπάθειά της να την ανοίξει, αγνοώντας προφανώς το μικρό φαναράκι που ανοίγει και κλείνει την είσοδο. Και οι δύο φεύγουν άπραγες. Η μεν πρώτη σιχτιρίζει το Δία που μόνο Δίας δεν αποδεικνύεται η δε άλλη καταριέται τους τραπεζικούς υπαλλήλους που κλείδωσαν νωρίς το μαγαζί.
Η πρώτη βρίσκει εύκολα λύση με τη διπλανή τράπεζα και ανάβοντας τσιγάρο κατευθύνεται στο παρακείμενο σούπερ μάρκετ. Κάθεται στο μαντράκι δίπλα από τα καρότσια και από ένα γυαλιστερό τασάκι.
-Θέλετε καρότσι;
Η φωνή έρχεται σαν μουσική υπόκρουση πίσω από μια σειρά κινούμενων καροτσιών που θυμίζουν το παλιό τραμ.
-Ναι ευχαριστώ σε λίγο, απαντά ευγενικά ενώ σηκώνεται να κοιτάξει την οδηγό του τραμ.
Ένα αυτοκίνητο εκείνη τη στιγμή αρχίζει να κορνάρει και αποσπά την προσοχή της τροχήλατης υπαλλήλου. Η γυναίκα ανακουφίζεται με την τύχη της καθώς το κορίτσι του σούπερ μάρκετ δεν πρόλαβε να δει την έκπληξη που της προκάλεσε. Άσχημο πλάσμα. Τόσο άσχημο που μόνο η φαντασία ενός καρτουνίστα μπορούσε να δημιουργήσει. Μαλλιά, δόντια, σπυριά, κόκκαλα ένα πράγμα. Ακόμη και το χαμόγελό της φαινόταν να στολίζεται από τα γυαλιστερά θεόρατα σιδεράκια που εξείχαν από το στόμα της σαν σπάθες μονομαχίας.
Η γυναίκα χαμογελάει ευγενικά στο κορίτσι και παίρνει το καρότσι που της προσφέρει αφού σβήνει το τσιγάρο κοιτώντας το σαν λουλούδι.
Το σούπερ μάρκετ είχε λίγους πελάτες, και αρκετούς υπαλλήλους που επιχειρούν να το εφοδιάσουν μετά το πλιάτσικο που ακολούθησε τον πόλεμο των προηγούμενων ημερών. Η γυναίκα φόρτωνε το καρότσι σύμφωνα με τη λίστα της.
- Λουκάνικα, μην ξεχάσω να πάρω λουκάνικα, μονολόγησε.
Ο άνδρας κρατώντας το κόκκινο καλαθάκι όπως το ράσο ο διάολος πλησίαζε όλο και περισσότερο. Πενηντάρικο τζόβενο με αθλητική φόρμα και λευκό πουκάμισο, όλα επώνυμα παρακαλώ, αποζητούσε εμφανώς συντροφιά.
- Μα καλά τι θα τα κάνω τα λουκάνικα εδώ; συνέχισε εκείνη.
Ο τύπος προσπαθεί να εντοπίσει προφανώς το hands free της γυναίκας, πολιορκώντας απ΄ όλες τις πλευρές.
- Τι κρίμα να μην έχω ένα φορητό ψυγείο.
- Συγγνώμη; απαντά αυθόρμητα εκείνος.
Η γυναίκα προφανώς άκουσε, αλλά συνέχισε απτόητη το φόρτωμα
Στο ταμείο το τζόβενο έχοντας αγοράσει 5 πράγματα, όλα κι όλα, στέκεται πίσω της με ένα ύφος επίμονο και γαλήνιο.
- Το τελευταίο ταμείο είναι για λίγα πράγματα του προτείνει εκείνη.
- Δεν πειράζει θα περιμένω.
Η ταμίας παρακολουθώντας το σκηνικό, δημιουργεί αντιπερισπασμό, υπέρ της τακτικής πελάτισσας.
- Σας πειράζει επειδή κλείνω να περάσετε στο διπλανό να εξυπηρετήσω τον κύριο;
- Ίσα, ίσα ευχαριστώ πολύ.
Σύντομα τα πράγματα πληρώνονται, τακτοποιούνται και στέλνονται στον προορισμό τους. Η κυρία βγαίνει από την άλλη πόρτα, όχι τόσο για να μην συναντήσει το τζόβενο, όσο για να μην τρακαριστεί με την υπάλληλο που είχε καταραστεί η φύση.
Καπνίζοντας αμέριμνη σε όλο το δρόμο, το φυσάει και δεν κρυώνει και μόνο στη σκέψη ότι δεν μπόρεσε να πάρει αυτά τα εκλεκτά λουκάνικα.
.


Το ίδιο απόγευμα στο σπίτι. Το τηλέφωνο χτυπάει δύο φορές. Η κυρία τρέχει του σκοτωμού να το προλάβει και τρώει.. πόρτα. Αρχίζει να ρίχνει καντήλια στην τηλεφωνική εταιρεία που της δημιουργεί συνεχώς και περισσότερα προβλήματα.
- Γαμώ την καντεμιά μου γαμώ, φωνάζει.
Το τηλέφωνο σε λίγα λεπτά ξανακτυπάει.
-Ναιαιαι, ακούγεται από την άλλη γραμμή.
-Τι κάνεις αγόρι μου;
Ακολουθεί διάλογος επί παντός και ξαφνικά εκείνος με μια απίστευτη ψυχραιμία της αποκαλύπτει ότι την ώρα που εκείνη τραβιόταν στο σούπερ μάρκετ με την άσχημη και το τζόβενο ούτε λίγο ούτε πολύ την.. κεράτωνε.
- Με απάτησες δηλαδή;
- Ναι, αλλά ήταν σκατά..
- Γιατί τα έκαψες;
- Έτοιμα τα πήρα.
- Και πώς ήταν;
- Καυτερά και πήρε φωτιά ο κώλος μου.
-Καλά δεν σου έχω πει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φας καλύτερα μαγειρεμένα λουκάνικα από τα δικά μου.
-Το ξέρω…

Το βράδυ αργά. Η γυναίκα ετοιμάζεται για ύπνο. Ανοίγει την ντουλάπα της και βγάζει έξω τα εσώρουχά της.
-Μπα … ακατάλληλα μου φαίνονται όλα...
Κάθεται στον υπολογιστή και παραγγέλνει ό,τι πιο προκλητικό και σκοτεινό βρίσκει. Κλικάροντας για την αγορά βγάζει έναν αναστεναγμό.
-Τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις, αγόρι μου. Για να καταλάβεις το βάρος της πράξης σου. Την επόμενη φορά θα καθυστερήσεις να φας λουκάνικα. Πρώτα θα εξερευνήσεις το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου και μετά αν σου έχει μείνει αντοχή .. βλέπουμε για τα λουκάνικα.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι και αρχίζει να το σχεδιάζει. Της είχε πει κάποτε ότι λαχταρούσε πάντα μια «απευθείας» υποδοχή. Ευκαιρία λοιπόν να του ικανοποιήσει τ΄ όνειρο. Με τη μυρωδιά, όμως, από τα αγαπημένα του λουκάνικα να παίζει κλεφτοπόλεμο. Για να μάθει άλλη φορά να την απατάει.

7.1.10

Καλύτερα


Δεν κατάφερα –και ούτε πρόκειται-
να γίνω το άλλο σου μισό
παρ΄ ότι μερικές φορές αυθαίρετα
όνειρα με προοπτική επέκτασης έχτιζα.
Παρ΄ ότι τον εαυτό μου συνέλαβα να στρώνει
Το τεράστιο του κρεβατιού σου κάλυμμα
με πάθος και με φόβο
μη τιναχτούν στον αέρα και σκορπίσουν
τα λυτρωτικά αστέρια της ευχαρίστησης.
Τώρα που το σκέφτομαι λέω
καλύτερα που τ΄ όνειρο δεν επεκτάθηκε
κι ευτυχώς που να σε αναλώσω
δεν πρόλαβα.
Έτσι θυμάμαι πάντα με χαμόγελο
τα σκόρπια ρούχα και τις μπότες
καταμεσής στο πάτωμα.
Το χαμόγελο αυτό κρατάει
την καρδιά ζεστή
κι εμποδίζει το στόμα να στραβώνει.

6.1.10

Τι να σου δώσω;



Να σου δώσω μια μαργαρίτα
να μετρήσεις χάδια
ή μήπως μια μουσική νότα
να κρεμάσεις τις αναμνήσεις σου;

Να σου στείλω ένα χάρτινο περιστέρι
να σημειώσεις αυτά που δεν έκανες
ή προτιμάς ένα βιβλίο
να τα ζήσεις σαν το ήρωά του;

Μπορώ να σου χαρίσω τα πάντα
και την ισόβια άνοιξη ακόμη
εκτός κι αν θέλεις να μασκαρεύουμε
τις εποχές. Να τους ξεγελάμε.

Να κρύψω στην τσέπη σου μια κόκκινη χάντρα
στο σκοινί της να δέσεις το νόστο
ή να τυλίξω τον ορίζοντα
σαν χαρτάκι κληρωτίδας;

Να αφήσω στο στήθος σου ένα φιλί για πάντα
να ζεσταίνει τη σημαντικότητά σου
ή μήπως ένα άγγιγμα
φτερό στον άνεμο να σε διαλέγει;

Μπορώ να σου στείλω ό,τι επιθυμήσουν
τα μάτια σου στην αγωνία της παρτίδας,
εκτός κι αν αυτό που πραγματικά ζητάς
είναι ο εαυτός μου.

Τότε κράτα τη σκέψη σου κοντά μου
σαν έτοιμη φωλιά για ένα σπουργίτι
που μια κόκκινη βούλα
το έκανε διαφορετικό. Και μοναδικό.

5.1.10

Το μυστικό μας διυλιστήριο




Και άντε μετά να καταμετρήσω τη μυωπία μου
να βρω γυαλιά ειδικά
να διαπεράσω τα ομιχλώδη τοπία.
Ποιος οπτικός μπορεί να μ΄ εφοδιάσει
με φακούς διεισδυτικούς
ποιος δόκτωρ να θεραπεύσει την οφθαλμαπάτη μου;

Αν δεν έχω τροφοδοτήσει
εγκαίρως την ενδοχώρα μου.
Αν οι ήχοι που επέλεξα
δεν είχαν μέσα τους αρμονία.
Αφού ο θερισμός είναι ανάλογος της σποράς.
Σταθερές οι δοσοληψίες του υπεδάφους μας,
λειτουργούν με τις διαδικασίες της άνοιξης
με τις διεργασίες της ανθοφορίας.
Το μυστικό μας διυλιστήριο
έχει κάποτε τη δύναμη
να ξαστερώνει την όραση
να άρει αιχμαλωσίες
να εγκαθιδρύει μέσα μας
το βασίλειο της ελευθερίας.

4.1.10

Ακραίον café



Λοιπόν, υάκινθος λυγίζω από το βάρος
της προσμονής σου
καθώς ο ήλιος γέρνει το απόβραδο
και μια αχτίδα λάμψης
περιέρχεται κατευθείαν στην κατοχή μου
Με τις νησίδες της αύριον βυθισμένες
Αλλάζουν τοπία οι ψυχώσεις
και γίνονται κάκτοι ανήμεροι
φυλλώματα κι εσπεριδοειδή που
οδεύουν στη μνήμη.

Ω Αθήνα, λησμονημένη και άχραντη

Ο καθηγητής μου μιλάει μια γλώσσα
σαν τη δική μου. Από το βάδισμά του
φαίνεται. Πώς προσέχει σε κάθε του βήμα

Διαπερνά ο άνεμος τα φύλλα της λεμονιάς
Την ευωδιά της τελειότητας σκορπάει

αφού προηγουμένως ο Eliot με θορυβεί
με τ΄ αγγλικά του, με τις βιγόνιες θρυμματισμένες

και η Virginia Woolf ξαγρυπνώντας
μηνύματα στέλνει και θάλλει
σε παρουσίες μυστικές

Ω των θαυμάτων ο τοποτηρητής!

Προλέγοντας Ιερουσαλήμ απόρθητη πόλη
καθώς συρράπτω κομμάτια ιστορίας
κι οι Καρχηδόνες πέφτουν από στρατιές
πολεμιστών, φροντίζοντας
του τελευταίου Οδυσσέα τις πληγές
άγος θυμίζουν οι κατακτήσεις

Ω Αθήνα των ιερών οραμάτων!

Σε τιμή ευκαιρίας οι ωδίνες της πεμπτουσίας σου
Φως ανέσπερο ο πρόσκαιρα άπελπις νόστος

Με ταυτότητα πλέον εισχωρείς σε σύνορα
που δεν υπάρχουν
Μια στιγμή πριν τα δημόσια έργα τελειώσουν
και στην κυκλοφορία δοθεί
η υπερσύγχρονη των όπλων τεχνολογία

Ημέρες κι άλλες ημέρες
και πάλι σε θυρίδες θησαυροφυλακίων
και σε κορμιά ανένταχτα
αετών αγέρηδων

Μες στην απέραντη νύχτα των πλαστικών ειδώλων
στον αγώνα τον μάταιο
της λέξης που αποχωρισμένη
από σάρκα και οστά θρηνεί

μεταγγίζουμε το αίμα μας
σε αόρατος συντρόφους

Πιο κει άλλοι γάμοι, άλλες γιορτές

Όταν εις βάρος μας χαρές και γέλια
και η ζωή η ίδια στα πλην καταμετράται
εμείς, πιο συγγενείς με τ΄ όνειρο

3.1.10

Μωρό, στην κούνια, ξύπνιο



Κοιτώ
Τυφλά
Μετά την κοινωνία μου (πόσο;)
Με το άλλο και το αλλού∙
Σε κατάσταση χάριτος.
Χάριτος;
Φήμες, πιθανόν. Κι αν ναι
Προς τι;

Αν ξαφνικά ξυπνούσα ολοκληρωτικά
Ή αν ξανακοιμόμουν
(Και για πάντα;)
Αν άνοιγε αιφνίδια το παράθυρο
Και έφευγα χωρίς φτερά
Ανάγωγα;

2.1.10

Εσύ είπες;



Πρέπει να κάνουμε κάτι μαζί,
ένα καλύβι έστω από κλαδιά.

Εσύ είπες:
Κάποιες φορές θ' άφηνα τον άνθρωπο
γυμνό, μόνο με τη φωτιά.

Εσύ είπες:
Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο απ' τη νόηση
και η νόηση της νόησης είναι τα αισθήματα.

Εσύ είπες: Μη φοβάσαι.
Εδώ τα νιάτα δεν μας τσάκισαν,
τα γηρατειά θα μας τρομάξουν;



Μτφρ.: Δ. Άλλος

1.1.10

Συμπληγάδες συγκρίσεις


Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
Ώσπου ν΄ αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.

Τετράγωνο περίπου σαν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής.
Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι
τα κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.

Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.

Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Και μεις τι τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.