13.1.10

Ανέγγιχτο κόκκινο


Άπνοια.
Μόνο σκόρπιοι ψίθυροι στ΄ αρμυρίκια
και οι σκιές τους πάνω στην άμμο
σκοτεινές μορφές,
μνήμες που εξατμίστηκαν.

Μισοσβησμένα ίχνη της άλλης μου ζωής
και το βουνό του Πηλέα
-βουνό της έριδας-, θαμπό
το πρόσωπό μου
χαμένο στους μύθους.

Βυθίστηκα
σε υγρά σεντόνια,
θάλασσα
λεία μέχρι τον ορίζοντα
παραδομένη στη ζέστη.

Κι ο ήλιος έσμιγε με τα νερά.
σπίθες βουβές στα ρεύματα
βουλιάζανε ηδονικά,
μες στις θαλασσινές σπηλιές
με τα κρυφά περάσματα,
μες στις πληγές των φόβων μου
βαθιά,
σε θολό υγρό κι αιώνιο,
εκεί που ανθίζει κοράλλι
κόκκινο
σαν αίμα.

Μια φωτεινή αιχμή
Σε μήτρα σκοτεινή.
Άγγιξα μόνο μια ανταύγεια
ύπνου
όνειρο φευγαλέο,
πριν με ξυπνήσουν οι σκιές
-βοές της νύχτας.

Άδεια τα χέρια μου,
Και οι μηλιές κατάφορτες
λυγίζανε σε καταιγίδα,
παραθυρόφυλλα ανοιχτά,
τσακίζονταν σε πέτρινους τοίχους.

Και η θάλασσα ήσυχη
μισόκλειστα βλέφαρα στον ήλιο,
και τ΄ άνθος του βυθού ανέγγιχτο,
όσο καιγόταν ο ουρανός
κι έβρεχε πάνω μου στάχτη.