4.1.10

Ακραίον café



Λοιπόν, υάκινθος λυγίζω από το βάρος
της προσμονής σου
καθώς ο ήλιος γέρνει το απόβραδο
και μια αχτίδα λάμψης
περιέρχεται κατευθείαν στην κατοχή μου
Με τις νησίδες της αύριον βυθισμένες
Αλλάζουν τοπία οι ψυχώσεις
και γίνονται κάκτοι ανήμεροι
φυλλώματα κι εσπεριδοειδή που
οδεύουν στη μνήμη.

Ω Αθήνα, λησμονημένη και άχραντη

Ο καθηγητής μου μιλάει μια γλώσσα
σαν τη δική μου. Από το βάδισμά του
φαίνεται. Πώς προσέχει σε κάθε του βήμα

Διαπερνά ο άνεμος τα φύλλα της λεμονιάς
Την ευωδιά της τελειότητας σκορπάει

αφού προηγουμένως ο Eliot με θορυβεί
με τ΄ αγγλικά του, με τις βιγόνιες θρυμματισμένες

και η Virginia Woolf ξαγρυπνώντας
μηνύματα στέλνει και θάλλει
σε παρουσίες μυστικές

Ω των θαυμάτων ο τοποτηρητής!

Προλέγοντας Ιερουσαλήμ απόρθητη πόλη
καθώς συρράπτω κομμάτια ιστορίας
κι οι Καρχηδόνες πέφτουν από στρατιές
πολεμιστών, φροντίζοντας
του τελευταίου Οδυσσέα τις πληγές
άγος θυμίζουν οι κατακτήσεις

Ω Αθήνα των ιερών οραμάτων!

Σε τιμή ευκαιρίας οι ωδίνες της πεμπτουσίας σου
Φως ανέσπερο ο πρόσκαιρα άπελπις νόστος

Με ταυτότητα πλέον εισχωρείς σε σύνορα
που δεν υπάρχουν
Μια στιγμή πριν τα δημόσια έργα τελειώσουν
και στην κυκλοφορία δοθεί
η υπερσύγχρονη των όπλων τεχνολογία

Ημέρες κι άλλες ημέρες
και πάλι σε θυρίδες θησαυροφυλακίων
και σε κορμιά ανένταχτα
αετών αγέρηδων

Μες στην απέραντη νύχτα των πλαστικών ειδώλων
στον αγώνα τον μάταιο
της λέξης που αποχωρισμένη
από σάρκα και οστά θρηνεί

μεταγγίζουμε το αίμα μας
σε αόρατος συντρόφους

Πιο κει άλλοι γάμοι, άλλες γιορτές

Όταν εις βάρος μας χαρές και γέλια
και η ζωή η ίδια στα πλην καταμετράται
εμείς, πιο συγγενείς με τ΄ όνειρο