17.1.10

Εκτεθειμένες στην καταιγίδα

Κομψές, λυγερές με χρωματιστά ρούχα και γυαλιστερά βραχιόλια κινούνταν με χάρη, ανεμίζοντας τα λευκά μαντήλια τους, προσεκτικά διαλεγμένα και φορεμένα.
- Όμορφος καιρός σήμερα. Να είχε και λίγο ήλιο θα ΄ταν ωραιότερος, είπε η πρώτη, λίγο πιο μεγαλόσωμη με ένα κοστούμι βαθύ κόκκινο .
- Ναι βρε παιδί μου, απότομα μας ήρθε η χειμώνας φέτος, αν και λίγο καθυστερημένα θα έλεγα, απάντησε η δεύτερη, νεαρότερη, με ένα μπλε συνολάκι την αυστηρότητα του οποίου διέκοπτε μια κατακόκκινη ρίγα στη μέση της.
-Ο αέρας όμως είναι μια σκέτη γιατρειά. Βοριάς, πλάνος… αλλά τα μαντήλια μας δεν πτοούνται με τίποτε.
- Αυτό δα έλειπε, τότε δεν θα ΄μασταν για βόλτα, είπε η μικρή κουνώντας με νάζι τα πισινά της και τα βραχιόλια της.
- Ας περπατήσουμε σε απόσταση σήμερα, είπε η ώριμη φιλενάδα, κοιτώντας ίσια μπροστά τα σύννεφα να μαζεύονται ολοένα και περισσότερα, μην τσαλακωθούμε κυριακάτικο!
- Ναι, συμφωνώ. Πάντως δεν έχεις να πεις τίποτε για τα καμάρια μας. Άντρες με τα όλα τους. Κυριακάτικη βόλτα, εν μέσω του χειμώνα, αποφασισμένοι για όλα. Τους άκουσες πώς συζητούσαν μην τυχόν και δεν αντέξουμε; Χα, χα, ποιες; Εμείς!

Έτσι όμορφες συνέχισαν τον κυριακάτικο περίπατό τους έχοντας το πλεονέκτημα των συντρόφων τους που κρατούσαν τα λευκά τους μαντίλια συνεχώς, σαν να ήθελαν να τις προστατεύσουν από την κακοκαιρία. Κουβεντούλα εκείνοι; Κουβεντούλα κι αυτές. Ξαφνικά μια αστραπή φάνηκε στον ουρανό και ήταν τόσο το φώς της που η μέρα χλώμιασε κι άρχισε να αναρωτιέται μην τυχόν και την πήρε ο ύπνος. Τα κορίτσια φωτίστηκαν κι αυτά, καθώς τα βραχιόλια τους προσπάθησαν να σταματήσουν την λάμψω πάνω τους, ενώ οι αγαπημένοι τους φάνηκαν ανήσυχοι και δυνάμωσαν τη συζήτηση.
-Λες να μαζευόμαστε ρε φίλε; Πολύ μουτζούρα και κακό βλέπω…
-Έτσι λέω..οι κούκλες δεν θα τα καταφέρουν.. άστο έχουμε Κυριακές μπροστά μας, καλά να είμαστε.
Εκείνες κοιτάχτηκαν από το άνοιγμα που άφηναν τα μαντίλια τους, τα οποία πια ζορίζονταν κρατηθούν πάνω τους, και έδειξαν φανερά τη δυσαρέσκειά τους.
-Τι γρουσουζιά κι αυτή. Σήμερα βρήκε να λυσσομανήσει, είπε η μικρή, πάλι στην απραξία; Μια βόλτα είπαμε να κάνουμε και χάλασε ο κόσμος.
-Πες το ψέματα, αποκρίθηκε η άλλη, φτυσμένες να μας είχαν δεν θα μας έβρισκε τούτη η κατάσταση. Να μου το θυμηθείς. Εκείνος ο καμπούρης που νομίζει ότι τα ξέρει όλα μας γλωσσόφαγε. Τον είδες πώς μας κοίταγε την ώρα που τ΄ αγόρια μας μας έπαιρναν να πάμε βόλτα. Αμ, ποιος του φταίει με την παλιοτσουρούτω που έχει. Αυτή όλη τη μέρα ξάπλα είναι γι΄ αυτό έγινε έτσι!
-Πω, πω τον έκανες ρόμπα αλλά του χρειαζόταν του παλιοξεφτίλα. Το πρόσεξα κι εγώ. Πάντως και οι δικοί μας πολύ υπερπροστατευτικοί δεν έγιναν..
-Μα τι πράγμα είναι κι αυτό, δίκιο έχεις, λες και είμαστε από ζάχαρη.

Εν τω μεταξύ οι νεαροί άρχισαν τα καλοπιάσματα και τα γλυκόλογα αφού η βροχή είχε γίνει πλέον αλύπητη και οι αστραπές και οι κεραυνοί πολλαπλασιάζονταν με μανία.
-Άντε κορίτσι μου, κουράγιο κοντεύουμε, ο ένας
-Κουκλάρα μου εσύ αντέχεις, το ξέρω, ο άλλος.
Εκείνες απτόητες το μόνο που τις ένοιαζε είναι μην βραχούν τα μέσα τους, μια και φορούσαν ότι καλύτερο. Κυριακάτικη βόλτα ήταν αυτή δεν ήταν παίξε γέλασε. Λίγο αργότερα γύρναγαν στο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησαν.
.
Το τηλέφωνο με συνέφερε από τις σκέψεις. Η φωνή σου, με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σαν ένοχη το πρώτο πράγμα που σε ρώτησα ήταν οι καιρικές συνθήκες για να βιαστώ να συμπληρώσω πως τα σκάφη μαζεύτηκαν στο λιμάνι όπως να ΄ναι. Τι να σου πω; Ότι τα κορίτσια και τ΄ αγόρια που παρακολουθούσα να επιστρέφουν από τη βόλτα τους λόγω βροχής ήταν δυο ιστιοφόρα και οι καπεταναίοι τους; Ε! στο είπα τώρα που έκοψε η βροχή και τα ξαναείδα. Τα ονόματά τους είναι γυναικεία και οι τύποι σε όλη τη διάρκεια της καταιγίδας έπιναν κάτω από τις λευκές τέντες, μάλλον τα μαντηλάκια πέτου των κοριτσιών τους. Προφανώς δεν ήθελαν να τις αποχωριστούν. Είναι αυτές κάτι τσαχπίνες!! Άλλο πράγμα….