8.1.10

Hot dog

Μεσημέρι του Γενάρη στο δρόμο. Η πόλη διστακτικά αρχίζει να δέχεται τους κατοίκους της, μετά την πρόσφατη ανακωχή με τις πάσης φύσεως γιορτές. Οι καφετέριες ικανοποιητικά γεμάτες από νέους που βουίζουν στο ρυθμό της ηθελημένης ή επιβεβλημένης αεργίας τους. Η λεωφόρος, σχετικά άδεια, παραχωρεί το δικαίωμα στους οδηγούς να διαμορφώνουν τις δικές τους λωρίδες και τα φανάρια στέκονται μόνα τους, έρημα από τους συνήθεις αλλοδαπούς επαγγελματίες που φιλοξενούν.
Μια γυναίκα παλεύει με το ΑΤΜ της διεθνούς τράπεζας που είναι χωμένο πίσω από ένα περίπτερο σε μέγεθος νταλίκας, από αυτά που πουλάνε έως και παπούτσια για τη βροχή. Μια άλλη γυναίκα σφυροκοπεί την τζαμόπορτα της τράπεζας στην προσπάθειά της να την ανοίξει, αγνοώντας προφανώς το μικρό φαναράκι που ανοίγει και κλείνει την είσοδο. Και οι δύο φεύγουν άπραγες. Η μεν πρώτη σιχτιρίζει το Δία που μόνο Δίας δεν αποδεικνύεται η δε άλλη καταριέται τους τραπεζικούς υπαλλήλους που κλείδωσαν νωρίς το μαγαζί.
Η πρώτη βρίσκει εύκολα λύση με τη διπλανή τράπεζα και ανάβοντας τσιγάρο κατευθύνεται στο παρακείμενο σούπερ μάρκετ. Κάθεται στο μαντράκι δίπλα από τα καρότσια και από ένα γυαλιστερό τασάκι.
-Θέλετε καρότσι;
Η φωνή έρχεται σαν μουσική υπόκρουση πίσω από μια σειρά κινούμενων καροτσιών που θυμίζουν το παλιό τραμ.
-Ναι ευχαριστώ σε λίγο, απαντά ευγενικά ενώ σηκώνεται να κοιτάξει την οδηγό του τραμ.
Ένα αυτοκίνητο εκείνη τη στιγμή αρχίζει να κορνάρει και αποσπά την προσοχή της τροχήλατης υπαλλήλου. Η γυναίκα ανακουφίζεται με την τύχη της καθώς το κορίτσι του σούπερ μάρκετ δεν πρόλαβε να δει την έκπληξη που της προκάλεσε. Άσχημο πλάσμα. Τόσο άσχημο που μόνο η φαντασία ενός καρτουνίστα μπορούσε να δημιουργήσει. Μαλλιά, δόντια, σπυριά, κόκκαλα ένα πράγμα. Ακόμη και το χαμόγελό της φαινόταν να στολίζεται από τα γυαλιστερά θεόρατα σιδεράκια που εξείχαν από το στόμα της σαν σπάθες μονομαχίας.
Η γυναίκα χαμογελάει ευγενικά στο κορίτσι και παίρνει το καρότσι που της προσφέρει αφού σβήνει το τσιγάρο κοιτώντας το σαν λουλούδι.
Το σούπερ μάρκετ είχε λίγους πελάτες, και αρκετούς υπαλλήλους που επιχειρούν να το εφοδιάσουν μετά το πλιάτσικο που ακολούθησε τον πόλεμο των προηγούμενων ημερών. Η γυναίκα φόρτωνε το καρότσι σύμφωνα με τη λίστα της.
- Λουκάνικα, μην ξεχάσω να πάρω λουκάνικα, μονολόγησε.
Ο άνδρας κρατώντας το κόκκινο καλαθάκι όπως το ράσο ο διάολος πλησίαζε όλο και περισσότερο. Πενηντάρικο τζόβενο με αθλητική φόρμα και λευκό πουκάμισο, όλα επώνυμα παρακαλώ, αποζητούσε εμφανώς συντροφιά.
- Μα καλά τι θα τα κάνω τα λουκάνικα εδώ; συνέχισε εκείνη.
Ο τύπος προσπαθεί να εντοπίσει προφανώς το hands free της γυναίκας, πολιορκώντας απ΄ όλες τις πλευρές.
- Τι κρίμα να μην έχω ένα φορητό ψυγείο.
- Συγγνώμη; απαντά αυθόρμητα εκείνος.
Η γυναίκα προφανώς άκουσε, αλλά συνέχισε απτόητη το φόρτωμα
Στο ταμείο το τζόβενο έχοντας αγοράσει 5 πράγματα, όλα κι όλα, στέκεται πίσω της με ένα ύφος επίμονο και γαλήνιο.
- Το τελευταίο ταμείο είναι για λίγα πράγματα του προτείνει εκείνη.
- Δεν πειράζει θα περιμένω.
Η ταμίας παρακολουθώντας το σκηνικό, δημιουργεί αντιπερισπασμό, υπέρ της τακτικής πελάτισσας.
- Σας πειράζει επειδή κλείνω να περάσετε στο διπλανό να εξυπηρετήσω τον κύριο;
- Ίσα, ίσα ευχαριστώ πολύ.
Σύντομα τα πράγματα πληρώνονται, τακτοποιούνται και στέλνονται στον προορισμό τους. Η κυρία βγαίνει από την άλλη πόρτα, όχι τόσο για να μην συναντήσει το τζόβενο, όσο για να μην τρακαριστεί με την υπάλληλο που είχε καταραστεί η φύση.
Καπνίζοντας αμέριμνη σε όλο το δρόμο, το φυσάει και δεν κρυώνει και μόνο στη σκέψη ότι δεν μπόρεσε να πάρει αυτά τα εκλεκτά λουκάνικα.
.


Το ίδιο απόγευμα στο σπίτι. Το τηλέφωνο χτυπάει δύο φορές. Η κυρία τρέχει του σκοτωμού να το προλάβει και τρώει.. πόρτα. Αρχίζει να ρίχνει καντήλια στην τηλεφωνική εταιρεία που της δημιουργεί συνεχώς και περισσότερα προβλήματα.
- Γαμώ την καντεμιά μου γαμώ, φωνάζει.
Το τηλέφωνο σε λίγα λεπτά ξανακτυπάει.
-Ναιαιαι, ακούγεται από την άλλη γραμμή.
-Τι κάνεις αγόρι μου;
Ακολουθεί διάλογος επί παντός και ξαφνικά εκείνος με μια απίστευτη ψυχραιμία της αποκαλύπτει ότι την ώρα που εκείνη τραβιόταν στο σούπερ μάρκετ με την άσχημη και το τζόβενο ούτε λίγο ούτε πολύ την.. κεράτωνε.
- Με απάτησες δηλαδή;
- Ναι, αλλά ήταν σκατά..
- Γιατί τα έκαψες;
- Έτοιμα τα πήρα.
- Και πώς ήταν;
- Καυτερά και πήρε φωτιά ο κώλος μου.
-Καλά δεν σου έχω πει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φας καλύτερα μαγειρεμένα λουκάνικα από τα δικά μου.
-Το ξέρω…

Το βράδυ αργά. Η γυναίκα ετοιμάζεται για ύπνο. Ανοίγει την ντουλάπα της και βγάζει έξω τα εσώρουχά της.
-Μπα … ακατάλληλα μου φαίνονται όλα...
Κάθεται στον υπολογιστή και παραγγέλνει ό,τι πιο προκλητικό και σκοτεινό βρίσκει. Κλικάροντας για την αγορά βγάζει έναν αναστεναγμό.
-Τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις, αγόρι μου. Για να καταλάβεις το βάρος της πράξης σου. Την επόμενη φορά θα καθυστερήσεις να φας λουκάνικα. Πρώτα θα εξερευνήσεις το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου και μετά αν σου έχει μείνει αντοχή .. βλέπουμε για τα λουκάνικα.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι και αρχίζει να το σχεδιάζει. Της είχε πει κάποτε ότι λαχταρούσε πάντα μια «απευθείας» υποδοχή. Ευκαιρία λοιπόν να του ικανοποιήσει τ΄ όνειρο. Με τη μυρωδιά, όμως, από τα αγαπημένα του λουκάνικα να παίζει κλεφτοπόλεμο. Για να μάθει άλλη φορά να την απατάει.