30.4.10

Εισιτήριο



Σήμερα ήσουν ο άνθρωπός μου
λες κι έλειπες ένα μακρύ ταξίδι
μ΄ ανοικτό εισιτήριο επιστροφής
κύλησαν οι μέρες.
Ποιος καλός εισπράκτορας
σου ΄δωσε μια θέση στο παράθυρο;
Αύριο θα σε περιμένω στο σταθμό
να στεγνώσω το ιδρωμένο χέρι σου
κι αν το εισιτήριο είναι ακόμα εκεί
θα το φυλάξω. Δικός μου ναύλος ζωής.

29.4.10

Ισο-λογισμοί



Τα βράδια, τα απόψε της κάθε μέρας,
προσπαθώ να λογαριάσω τι πέρασε και τι έμεινε
Αναμμένο το τσιγάρο βάζει ένα χεράκι
στην τακτοποίηση των λογαριασμών
με την καύτρα του σαν φοιτητικό λαμπατέρ
να φέγγει το στενό γραφείο της ζωής μου.
Αν με έβλεπε ο λογιστής θα με μάλωνε
για την κενή αριστερή σελίδα του βιβλίου.

28.4.10

Της φωνής σου τα κόκκινα




Άκουσα το τύμπανο της σελήνης.
Πολλές φορές το άκουσα.
Και τώρα ακόμη,
ο ήχος του απλώνεται,
αδιάλειπτα στον άνεμο απλώνεται.
Στης αγρύπνιας την ώρα,
ακούω τον άνεμο
και ντύνομαι της φωνής σου τα κόκκινα.

27.4.10

Ρόδα αειθαλή



Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι΄ αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.

26.4.10

Βανίλια



Είναι που συλλογίζομαι μόνη
όλα εκείνα που ξέρω
και κάνω πως δεν γνώρισα ποτέ
ίσα για να μπορώ να δρέψω έναν καρπό
από ένα δέντρο φορτωμένο χειμώνα καλοκαίρι.

Είναι που γερνάω
πίσω από ένα δροσερό χαμόγελο
χάρισμα ολόκληρης αγάπης
ίσα για να αντέχω στη στροφή της ζωής
το φρένο να μην αγγίξω.

Είναι που ελπίζω ακόμη
πως δεν με περιγέλασε κανείς
και ό,τι προσφέρω
γλυκό βανίλια σε δροσερό νερό
μπορείς να το πίνεις
χωρίς στιγμή να κομπιάζεις.

25.4.10

Είναι κάτι δειλινά...




Εγώ γιορτάζω πάντα όταν πονάω
κι άσπρα φορώ όταν πενθώ
να με λυπούνται οι άλλοι δεν το πάω
και κάνω πως δε σ' αγαπώ

Δεν ταίριαξα στις λογικές του κόσμου
δεν μ' είχε η αγάπη στα δεξιά
καλύτερός μου φίλος ο εαυτός μου
και κολλητή μου η μοναξιά.

Μα είναι κάτι δειλινά
που άλλο δεν αντέχω
λέω θα πάρω τα βουνά
λέω θα τρελαθώ
και απαιτώ να 'ρθεις ξανά
και απαιτώ να σ' έχω
έστω και για μια φορά
πριν να σκοτωθώ.

Εγώ είμαι μυστήρια ιστορία
κόντρα πηγαίνω στον καιρό
και βάζω την καρδιά μου τιμωρία
αν καταλάβω πως πονώ.

Κομμάτια κι αν με κάνει η ορφάνια
λέξη για σένανε καμιά
το βράδυ με κοιμίζει η περηφάνια
και με ξυπνάει η ερημιά.

24.4.10

Το μυστικό



Όταν νιώθω περισσότερα απ΄ όσα ζω
βρέχει μέλλον….

Κι όμως έχεις ένα μεγάλο μυστικό
από ΄κείνα που λέγονται
πιέζοντας τη μύτη του παπουτσιού
στο τσιμέντο τρύπα ν΄ ανοίξουν.

Αλλά κι αν δεν ήρθε η ώρα εκείνη
κι επιμένεις να μη φοράς μυτερά παπούτσια
με χρησμό πανάρχαιας πόρνης
μοιάζει αυτό που καλά έχεις κρυμμένο.

Δεν ξέρω αν θέλω να το μάθω
ή τα αυτιά να κλείσω στη σιωπή
ούτε αν μπορείς να το επικοινωνήσεις
με λόγια ή με δάκρυα.

Μόνο ένα ξέρω.
Γδύσου απ΄ αυτό
που μόνο μυστικό δεν είναι πια.
Άρχισε η ζέστη και θα ΄ναι ωραία.

23.4.10

Αλλαγή



Οι δυο τους δεν έχουν συχνές, ούτε τακτικές ούτε συνεχείς συναντήσεις. Αν και η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάποιο όριο απουσίας. Εκείνη φροντίζει οι τόποι να συναντιούνται σαν σε τσαλακωμένο χάρτη σε διάστημα λιγότερο ή λίγο περισσότερο από μήνα κι εκείνος τότε ανοίγει και κλείνει τις μέρες σαν ακορντεόν.
Τα απογεύματα είναι οι αγαπημένες ώρες συνάντησης όταν χαμηλώνει ο ήλιος να κρύψει της μέρας τα μαντάτα, «ιδανικός κι ανάξιος εραστής» της νύχτας που δεν παύει χιλιετίες τώρα να τον γοητεύει, απόμακρη και σαγηνευτική. Έρχεται συνήθως σκυφτός και βιαστικός χωρίς να κοιτάζει πίσω. Εξάλλου ξέρει τι τον κατατρέχει. Τις περισσότερες φορές σηκώνει τα μάτια του να δει την προσμονή ζωγραφισμένη στην κουρτίνα. Εκείνη είναι πάντα αμήχανη σαν την πρώτη φορά. Η απουσία καλλιεργεί επιθυμία σε βάρος της ελλοχεύουσας κούρασης, ένας ανταγωνισμός πραγματικό στοίχημα για την ζωή τους.
Τα πράγματα ακολουθούν μια πορεία συγκεκριμένη. Στις λίγες ώρες προσπαθούν να κάνουν λίγο απ΄ όλα και να υποδυθούν ακόμη μια κανονική ζωή. Καφές ή και μεζές, κουβεντούλα, χαϊδολόγημα και έπειτα έρωτας. Σύντομος, ολοκληρωτικός, εφηβικός. Οι τοίχοι σταματούν να αναπνέουν και τα παράθυρα χαμηλώνουν τις γρίλιες τους, το πιθανότερο επειδή ντρέπονται που δεν τόλμησαν ποτέ να αγκαλιαστούν και παραμένουν σε συναντήσεις τύπου μανταλώματος. Κι ύστερα, πιο νέοι πιο επιθυμητοί, καπνίζουν. Ο καθένας σκέφτεται τα δικά του και οι δυο το ίδιο. Ίσως, γιατί κάποιες φορές οι καπνός γίνεται μία στήλη.
Το ρολόι είναι ο χειρότερος εχθρός. Σπαθιά ακονισμένα οι δείκτες του επιπλήττουν τις στιγμές που τολμούν και τους ξεφεύγουν. Εκείνη πολλές φορές έχει αναρωτηθεί αν τα ρολόγια φτιάχτηκαν για να διευκολύνουν τα «κοινωνικά συμβόλαια», εκείνος πολλές φορές ένιωθε να απειλείται από την παρουσία τους. Πάντως φεύγει πετώντας στις μύτες των ποδιών με το χέρι του κατάρτι στο καράβι της ελευθερίας κι εκείνη όσο και να προσπαθεί δεν μπορεί να σταματήσει να είναι χαρούμενη. Ίσως επειδή εκτός από την πλήρωση των κενών συμβάλλει στην ακύρωση των κανόνων και στην παροχή λίγης ελευθερίας.
Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μάλλον έχουν αλλάξει. Στο κατάρτι αρχίζει να φυτρώνει ένα πανάκι και η προσμονή χουζουρεύει σαν τη γάτα που τινάζει την ασπρόμαυρη γούνα της στο ψηλότερο σημείο. Έχει το νου του στην επιστροφή. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούν τα μάτια του που χαμογελούν. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι η γνωστή επιτακτική του ρολογιού επιστροφή. Είναι η επιστροφή μπροστά και η γάτα όταν νυχτώσει για τα καλά τεντώνεται και κουρνιάζει στο παράθυρο της προσμονής. Μην τυχόν και της ξεφύγει το παραμικρό. Η γάτα της που απόψε ζήλεψε τα χάδια της γιορτής.

22.4.10

Τι να ζητά η νύχτα




Τι να ζητά η νύχτα
που την ψυχή απομακρύνει
ακούσια από το σώμα της;
Τι μένει δεμένο, διαδρομή
και δέλεαρ, παγίδα της πανσελήνου;

Το σπίτι και η σκιά του
καράβι φτερωτό,
τσαμπιά σταφύλια τα πανιά του.

Σεντόνι κυπριακό,
άσπρο φόντο, απ' την ανάποδη
γύρνα τον κόσμο, τον χορό,
τ' αστέρια κάτω, λακόχρωμες
ανταύγειες του καλύμματος.
Η θάλασσα
πάνω, και κάτω κάτω άγκυρες
οι ουρανοί. Σκιά ο κλώνος,
το τσαμπί, σκιά τ' ανεστραμμένα
ανθρωπάκια, σκιά η ψυχή, είμασταν
νέοι κάποτε∙ στα χέρια των κοινών
θνητών
τα δύο άκρα αγγίζονται∙
σεντόνι καθαρό στο καθαρό κρεβάτι.

Το τέλος όσο μακρόσυρτο
τόσο βαριά η ψυχή του.

21.4.10

Hot dog



Ένα μεγάλο πιάτο
που καμαρώνει με ζεστούς λαχταριστούς μεζέδες
σχηματικά ερωτικά σύμβολα
κρυφών πρωινών σαρκικών αντιπαραθέσεων
και πνευματικών ανταλλαγών
δηλώνει «παρών».
Να το κρατήσω ζεστό αποφάσισα
έτσι κι αλλιώς είμαι εδώ
κι αργώ να βγω απόμαχη
της γεύσης και της ηδονής.

20.4.10

Ars poetica



Χαϊδεύω το άγραφο χαρτί
και περιμένω
ποιος απ' τους δυο μας
θα ριγήσει πρώτος.

19.4.10

Έναστρη νύχτα



Η νύχτα στρώνει το κρεβάτι της
αστέρια κεντάει στο σεντόνι της
κι ένα μεγάλο μισοφέγγαρο
στο στρογγυλό της μαξιλάρι.
Ανάβει προσεκτικά το φωτάκι
στο κομοδίνο τ΄ ουρανού
χτενίζει τ΄ ατίθασα μαλλιά της
και βάζει την πλουμιστή πιζάμα της.
Κάθε βράδυ τις ίδιες κινήσεις
κι όταν σηκώνεται το πρωί
αφήνει μια λακκούβα στο κρεβάτι
έτοιμη να Σε δεχτεί στη ζεστασιά της.

18.4.10

Άτιτλο πλην συλλογικό

Να τινάζεις τα φτερά σου.
H πτήση της ζωής
συχνά διακόπτεται.
Μπ.




Έβλεπα τα μάτια σου
έσταζαν
πύρινη βροχή έρωτα
Κι εγώ υπάκουα

πότε πότε

Καιρικές συνθήκες
ανυπολόγιστες
Στο μυαλό μου
ανεπανόρθωτες
κι εσύ εκεί

Να στέκεσαι
πρώτη στη σειρά
περιμένοντας την άφιξη
ενός παλιού τρένου
που δεν σταματούσε
στη στάση σου

Καλοκαίρια
Μια άνοιξη
Μερικές χειμερινές ματιές
Φθινοπωρινά άδεια κρεβάτια

Οι εποχές πέρασαν
εσύ εδώ
εγώ εδώ
Κι ο χρόνος
μεταξύ μας παγωμένος
σ' εκείνη
τη πρώτη μεθυσμένη νύχτα
περιμένοντας τη δεύτερη

Υπάκουσε
δε μπορείς να κάνεις αλλιώς
δε μπορώ να πάω αλλού..

17.4.10

Κόκκινη μπύρα



Τι να αποζητήσω και γιατί όταν
η ζωή μπορεί να μου τραγουδάει
σαν την μπύρα που κυλάει σε ένα
μεγάλο παγωμένο ποτήρι
και να σου λέω κάθε φορά
«χαίρω πολύ»;

16.4.10

Τα καντήλια




Μ' ένα εικοσιδύο μπλε
τρυπάω του χρόνου το φιλέ
τρυπάω τα δίχτυα
καπνούς ανάσες και φιλιά
τη νύχτα παίρνω αγκαλιά
κερνάω ξενύχτια

Κι αφού δεν έχω κουραστεί
να σε κοιτάω
στην κουπαστή εικοσιδύο
μωρά κι οι δυο μας στα νερά
περάσαν κύματα αλμυρά
σαρανταδύο

Όσο καίνε ακόμα τα καντήλια μας
λάβα το φιλί θα καίει τα χείλια μας
σώματα θ' ανάβουμε στα στρώματα
και στα παπλώματα
όλοι αραχτοί
όσο αντέχει ακόμα το σαρκίο μας
κι όσο υπάρχει κάτι στο ψυγείο μας
Έρωτα ζωής εμείς θα ζήσουμε
κι όταν θα σβήσουμε
θα μεταλλαχτεί.

Με μιαν αγάπη ανακωχή
μ' ένα καινούριο γιώταχι
θα τριγυρνάμε
περνάμε πάντα στην πενιά
να μας ακούει η γειτονιά που τραγουδάμε

Κι αφού δεν έχω κουραστεί
μαζί σου να 'χω μοιραστεί
είκοσι χρόνια
μ' ένα τραγούδι σαν κι αυτό βάλε στο αίσθημα ρευστό
γι' αγάπη αιώνια.

15.4.10

Άφωνο




Στο δάσος με τα σκοτωμένα αηδόνια
Ποιος ξέχασε τον Μαγικό Αυλό
Τι κρίμα που κανείς δεν ξέρει μουσική
Η φωνή μας έγινε Μουσείο άναρθρων νοημάτων.

14.4.10

Η αγάπη είναι ο φόβος




Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;

Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

Μα ποιος θα' ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια-μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια ώρα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.

13.4.10

Ederlezi




Απ' τους ώμους να
η άνοιξη περνά
γύρω φτερουγίζει
ξεχνάει εμένα.

Μέρα της χαράς
ποια ζωή φοράς
δρόμο δρόμο παίρνεις
χωρίς εμένα.

Τ' ουρανού πουλιά
πάρτε με αγκαλιά
το βουνό γεμίζει
κεριά αναμμένα.

Να κι η Πούλια, ξημερώνει,
το Θεό παρακαλώ
μα το φως που δυναμώνει
δε μου φέρνει, δε μου φέρνει
'κείνον π' αγαπώ.

Τ' όνομά του ανθός
ευωδιάς βυθός
πείτε στα κορίτσια
να μην το λένε

Μέρα σαν κι αυτή
στου Αη Γιωργιού τ' αφτί
που όλα τα τραγούδια
γι' αγάπη κλαίνε.

12.4.10

Γεύση θάλασσας



Καταπίνω χαλίκια
απρόσμενα μέλι
πλημμυρίζει το στόμα.

Και τώρα τι θα πετάξω
στη θάλασσα για ευχή;
Μέλι.

11.4.10

Απόπειρες



Σε Εσένα που με αποζητάς
όσο κανείς...

Βούτηξα τα πιάτα στη σαπουνάδα,
προσπαθώντας να τα πνίξω.
Με το σίδερο που ξεφύσαγε
σαν τρένο στην ανηφόρα
προσπάθησα να κάψω τα ρούχα,
πιστεύοντας ότι θα τα ανακουφίσω
από την επικείμενη φθορά.
Μάταια. Ούτε τα πιάτα πνίγονται
και το σύστημα διέκοψε τη λειτουργία του.
Και άδικα. Τα πιάτα μάς τροφοδοτούν
και τα ρούχα μας ζεσταίνουν.
Και το θέλουν. Γι΄ αυτό είναι φτιαγμένα.
Έτσι προσπάθησα να πνίξω και να κάψω
την αγάπη και την επιθυμία μου για Εσένα,
πιστεύοντας ότι θα σε προστατεύσω
από την αγωνία του μέλλοντος.
Μάταια. Ούτε η αγάπη πνίγεται
και η επιθυμία έβαλε τις εφεδρείες της.
Και άδικα. Εσύ με τροφοδοτείς,
Εσύ με ζεσταίνεις.
Και το θέλεις. Είσαι πλασμένος
να δίνεις χαρά και ζωή.
Εξάλλου στο κρύο και στην πείνα αντέχω.
Στην απώλειά σου, όχι.

10.4.10

Freedom




Πήρα ένα κομμάτι τοίχο
τον έβαψα με τη μορφή σου
και με μια σταγόνα δάκρυ
έφτιαξα μια διάφανη κορνίζα
από κείνες που θα σ΄ αφήσουν
να μπαινοβγαίνεις στο οπτικό μου πεδίο.
Έτσι σε κοιτάζω να έρχεσαι
και να φεύγεις, άγνωστος, οικείος,
μακρινός, σύντροφος.

9.4.10

Σωπαίνω




Το να σωπαίνεις*
Είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο.
Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.
Έτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση.
Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό.
Μπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα.

*Η Σύλβια Πλαθ έγραψε: «Το να πεθαίνεις…..»

Μτφρ: Κ. & Ε. Ηλιοπούλου

8.4.10

Το τελευταίο φως




Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.
Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα.

7.4.10

Γραμμές αυθόρμητης επιθυμίας




Όχι από τα χαραγμένα μονοπάτια
μέσα από το γρασίδι
μ` αρέσει να βαδίζω
ακόμη και στα πάρκα τα καλοσχεδιασμένα
αυτά που οριοθετούν σαφώς
οι πλακοστρώσεις κι οι βραχόκηποι.
Μ` αρέσει να κλωτσώ
παρείσακτα πεσμένα φύλλα
όσα γλιτώνουν από τις μηχανές
της σκούπας αναρρόφησης
και χαρτιά να συναντώ πεσμένα
από τα παγωτά
των άτακτων νηπίων.
Μ` αρέσει να τραβώ με τις πατούσες μου
γραμμές αυθόρμητης επιθυμίας
διερχομένων περιπατητών
ώστε οι μελλοντικοί σχεδιαστές
των πάρκων ν` αντιληφθούν
πόσο απερίσκεπτες
μελέτες υλοποίησαν…

6.4.10

Δικαιολογίες



Αν τα σοκάκια της Βαρκελώνης
κλέφτες έργων τέχνης
αποστειρώνουν τις σκέψεις μας,
πάμε μια βόλτα στο Πόντε Βέκιο
που οι ζωγράφοι πετούν τα χρώματα
σαν πρωινοί ψαράδες την πετονιά.
Κι αν οι μπιραρίες της Γκραν Πλας
διεκδικούν την αντοχή σπάζοντας
το φράγμα της γεύσης
πάμε να πιαστεί το μπουφάν σου
στις σιδεριές που αρπάζουν τον έρωτα
να τον ανεβάσουν ψηλά στον ουρανό.

Τ΄ ανοιξιάτικα βράδια,
μια νοερή βόλτα
είναι η μόνη μας δικαιολογία
και η κορύφωση της σημαντικότητας
των ονείρων, όταν η ελπίδα
έχει χάσει το διαβατήριό της
στα ξένα.

5.4.10

Εγώ είμαι αϊτός



Απ΄ την αγάπη σου παίρνω τη δύναμη
όλο τον κόσμο να κατακτήσω.
Απ΄ την αγάπη σου παίρνω τη δύναμη
ως και το χάρο να τον νικήσω.

Εγώ είμ΄ αϊτός κι εσύ ΄σαι τα φτερά μου
κι όταν μου φεύγεις μακριά,
αχ, χάνω το πέταγμά μου.

Απ΄ την αγάπη σου παίρνω τη δύναμη
όλους τους πόνους να τους αντέξω.
Απ΄ την αγάπη σου παίρνω τη δύναμη
πληγές που μ' άνοιξαν να τις γιατρέψω.

Εγώ είμ΄ αϊτός κι εσύ ΄σαι τα φτερά μου
κι όταν μου φεύγεις μακριά,
αχ, χάνω το πέταγμά μου.

4.4.10

Χαϊκού



Ήρθες νύχτα
«χαίρω πολύ» δεν είπες
με βρήκες.

Σε κοίταξα
φοβήθηκα τη μέρα
την έδιωξα.

Στην αγκαλιά σου
ξεδίψασα τα χρόνια
σε ήθελα.

Μέσα μου ήσουν
τοίχου συνωμοσία
ο έρωτάς σου.

Εκεί έμεινες
θα σε ανακαλύπτω
κάθε φορά.

Την επόμενη
φράουλα ο χειμώνας
θα ευλογήσει.

3.4.10

Εαρινή συμφωνία




Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο-στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Το φως κελαηδάει, άιντε κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.

Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζώα.
Τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα.
Είμαστε, είμαστε κι εμείς όλα μαζί.
Μαζί κι ο ουρανός και η γη.

Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο-στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Ο ήλιος με φωνάζει, ο ήλιος με φωνάζει.
Χαρά, χαρά. Δεν μας νοιάζει τι θ' αφήσει
το φιλί μας μες στο χρόνο και στο τραγούδι.

2.4.10

Γραμματείς και πρεσβύτεροι αιώνες



Ιδού η μικροτάτη Παρασκευή πάλι
σε βαφή Μεγάλης βουτηγμένη.
Μέτωπο αιμάτινο σου πλέκουν τ’ ακανθώδη
έθιμα
και επί τον ιματισμόν σου έβαλαν κλήρο
η νηστεία ο Μπαχ τα βαρελότα και η μέθοδος
να φτάνει με καρφιά στα άκρα του ο πόνος.
Τι κι αν εσχίσθη το καταπέτασμα των χαμομηλιών
τι κι αν χρωμάτων στρατιαί εξεπλήττοντο
σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν
τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι.
Δε μ΄ άκουσες.
Άφησες ανύμφευτη την κόμη της Μαγδαληνής
και σπατάλησες το σπάνιο Νυμφίο άρωμά σου
για να κάνεις τεστ αληθείας στην αγάπη, στον πλησίον.
Σου φώναζα να τους αφήσεις όπως είναι
όπως τους παραλάβαμε από την υπαρξιακή παράδοση
όπως περιγράφτηκαν από στόμα σε στόμα
από πικρό ποτήριον σε πικρότερο. Δε γλίτωσε
σταυρώθηκε όποιος διανοήθηκε να τους επαληθεύσει.
Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.
Εν συντριβή περιστρέφω τη σούβλα
αδημονώντας σε αμνέ μας.

1.4.10

Ερωτική συγκυρία

Με τους χορευτές του American Ballet Theatre




Μια χειραψία μόνο
και ο έρωτας αφήνει τ΄ αποτυπώματά του
να ρουθουνίζουν παράφορα στο φλοιό της γης

Μια καλοζυγισμένη περιστροφή
και απρόσκλητος ο ανεμοστρόβιλος
κλέβει τις μαύρες βούλες του σκύλου

Στη σεισμική ακολουθία
το όμορφο γόνατο
συναντά
το λοβό του αυτιού

Όταν η αίσθηση
γίνει ζευγάρι με την παραίσθηση
κι ο πόνος με την ηδονή
το τραγούδι της καρδερίνας
ζωγραφίζει
τεντωμένους μυς
σε φλογισμένα σώματα

Το προαιώνιο ερωτικό παιχνίδι
μπαίνει σε τροχιά
μοιραίας αναμέτρησης
για την επικράτηση

και κάθε φορά
που το χρυσό γάντι μιας ηλιαχτίδας
πέφτει
ο χορός της φυσαλίδας
κεντά στην κόκκινη φούστα
σαράντα ανέμους
κι ένα χειροκρότημα.