13.7.09

Εξιλέωση



Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κ΄ οι άγγελοι, που δεν με είχαν βρει στην αρετή μου ωραία,
των άνθινων τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα,
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα…
Και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρυα μες στα χόρτα.
Μ΄ απ΄ τα ουράνια αν με έδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα,
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κ΄ οι άγγελοι μόνο ωραία.