26.11.09

Ο καθρέφτης

.
Ξύπνησε, όπως πάντα, ένα τέταρτο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Δεν το είχε ανάγκη για να ξυπνάει, αλλά για ν' αποκοιμιέται... Το δυνατό, ρυθμικό τικ - τακ τού κρατούσε συντροφιά, τού έδινε την ψευδαίσθηση πως δεν ήταν μόνος στο δωμάτιο του άχαρου ξενοδοχείου.

Άρχισε να ξυρίζεται μ' αυτή την καταπληκτική μηχανή με μπαταρίες, που είχε αγοράσει, ενώ με το άλλο χέρι συγύριζε το δωμάτιο, για να το βρει η καμαριέρα τακτικό. Έβαλε ένα καθαρό πουκάμισο - κάθε δεύτερη μέρα άλλαζε - και ντύθηκε.

Τη στιγμή που έδενε τη γραβάτα του, χτύπησε το ξυπνητήρι. Χαμογέλασε στη σκέψη πως είχε μια κανονική ζωή, ένα σήμερα ολόιδιο με το χτες, μια συνέχεια τέλος πάντων. Οι ίδιες κινήσεις, οι ίδιοι θόρυβοι, το δρομολόγιο, η ίδια εργασία, η ίδια κάμαρα... Κάτι ήταν κι αυτό.

Τίποτε δεν είχε αλλάξει μέσα σ' αυτά τα χρόνια και αυτό ήταν ένα είδος επιτυχίας... Ήταν έτοιμος. Μα έλειπε το σπουδαιότερο: Το χτένισμα. Δεν μπορούσε ν' αποφύγει τον καθρέφτη όμως. Κάθε φορά που τον αντίκριζε, του ερχόταν στο νου η τέταρτη, αλλά και τελευταία επέτειος των γάμων του και ας είχε περάσει μια ολόκληρη δεκαετία από τότε. Πήρε την τσατσάρα κι έφτιαξε τη χωρίστρα του. Μια χωρίστρα κοινή, ανώνυμη, όπως και το ντύσιμό του, όπως οι κινήσεις του, οι εκφράσεις του, η ομιλία του, η συμπεριφορά του ήταν.

Την έστρωσε καλά - καλά και έπειτα, χωρίς να το θέλει - ποτέ του δεν το θέλησε - ξανάκουσε με τη φαντασία του τον τελευταίο του διάλογο με την Κάτια.

«Θεέ μου, πώς μπόρεσα και παντρεύτηκα τέτοιο τέρας σαν και σένα.! Και ήθελες να σου είμαι και πιστή... Πιστή μια γυναίκα σαν και μένα... Μια κυρία από σπίτι, με φινέτσα, με γαλλικά, με γνώσεις πιάνου, μια γυναίκα ραφινάτη και γλυκομίλητη... Τώρα αμέσως να πάρεις τα κουρέλια σου και να φύγεις. Βαρέθηκα τη ζήλια σου και κυρίως δεν αντέχω την ασχήμια σου. Κουράστηκα να πλένω τις φανέλες σου, τα πουκάμισά σου. Χάλασα τα χέρια μου, τα ωραία μακριά μου χέρια. Ξέρεις πώς με φώναζαν στο σχολείο; Πιανίστα. Εσένα πώς σε φώναζαν; Κουασιμόδο;

«Όχι, κερατά...»

«Παλιάνθρωπε, ανάγωγε! Πότε θα μάθεις τρόπους; Μάζεφτα και φύγε. Μα την ώρα που θα κατεβαίνεις, ρίξε μια ματιά στον καθρέφτη του ασανσέρ στο πρόσωπό σου. Εάν σου 'χει μείνει τόση δα ειλικρίνεια, τότες θα απορήσεις για την αντοχή μου. Θα αηδιάσεις με το θέαμα, όπως αηδίαζα κι εγώ κάθε φορά που μ' άγγιζες. Μου τα 'λεγε η καημένη η μαμά. "Κόρη μου, εσένα που σε προόριζα για πριγκιπόπουλο... θα πάρεις αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας, με το μακρύ πιγούνι, τα τεράστια βοδινά μάτια, και αυτή τη σουβλερή μύτη... Καλά, δε λυπάσαι τον εαυτό σου. Αλλά δε λυπάσαι τα παιδιά σου; Αν πάρουν απ' αυτόν θα μοιάζουν κάτι μεταξύ ζώων και πτηνών". Μα να το λάθος μου, σε λυπήθηκα η ανόητη...».

«Με λυπήθηκες; Όσο για τη μητέρα σου, έχω το γράμμα της που μου 'χε στείλει από την Αιδηψό το πρώτο καλοκαίρι του γάμου μας. Έγραφε: "Να 'σαι καλά παιδί μου, που με απήλλαξες απ' αυτήν τη φαντασμένη, την ανισόρροπη την κόρη μου. Ο Θεός να σου δίνει κουράγιο. Με πέθανε τριάντα χρόνια..."».

«Τότε η καημένη η μαμά είχε αρχίσει να το χάνει. Αλλά, εσύ δε σέβεσαι ούτε τη μνήμη μιας πεθαμένης. Ξετσίπωτε, μηδαμινό, πανάσχημο πλάσμα. Σε τρώει ο φθόνος, γιατί ακόμα και η παραδουλεύτρα δεν αντέχει να σε κοιτάξει κατάματα. Δεν την αδικώ τη γυναίκα. Ενώ, εμένα με τριγυρίζουν παραγωγοί ταινιών...».

« Σε... αναποδογυρίζουν... τουλάχιστον απ' ό,τι είδα προ ολίγου».

«Έξω, έξω από το σπίτι αγριάνθρωπε. Αποτυχημένο τέρας».

Εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε ξαναπερνώντας μηχανικά τη χτένα πάνω στα μαλλιά του, δεν είχε και πολύ άδικο. Ήταν αδιόρθωτα άσχημος. Μπορούσε όμως να μην του τα χε πει έτσι σκληρά. Μα δε βαριέσαι, αν δεν ήταν αυτή θα 'ταν μια άλλη... Κάποτε θα το μάθαινε. Όταν πείστηκε για την ασχήμια του, της έγραψε ένα γράμμα.

«Αγαπητή Κάτια,
Ακολούθησα τη συμβουλή σου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και επειδή μου έχει μείνει περισσότερη τιμιότητα απ' όση νομίζεις ανατρίχιασα. Τώρα σε δικαιολογώ για κείνα που είπες και έκανες στη θλιβερή επέτειό μας. Δεν έχω το δικαίωμα να σε ταλαιπωρώ εφ' όρου ζωής, γι' αυτό αποφάσισα να σου δώσω διαζύγιο. Με την ομορφιά σου και τις γνωριμίες σου, είμαι σίγουρος πως θα επιτύχεις. Αν θέλεις μπορείς να χρησιμοποιήσεις το γράμμα μου στο δικαστήριο.
Σου ζητώ συγνώμη για την ασχήμια μου και σ' ευχαριστώ που μου άνοιξες τα μάτια. Καλή τύχη.
Αλέκος».

Μετά μια βδομάδα χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν πρόλαβε ούτε «εμπρός» να πει και την άκουσε να λέει: «Σε γέλασαν εξυπνάκια...».

Τι τα 'θελε και τα θυμόταν; Περασμένα ήταν. Φυσικά, δεν ήταν ο μόνος άσχημος στον κόσμο... Τέλος πάντων, ζούσε, εργαζόταν, πλήρωνε διατροφή, και με τη μοναχική ζωή του ξεπλήρωνε την ασχήμια του. Ευτυχώς παιδιά δεν πρόλαβε να κάνει κι έτσι δεν είχε τύψεις πως θα άφηνε τέτοια κληρονομιά στην κοινωνία. Το ελαττωματικό πρόσωπο άρχιζε με εκείνον και θα τελείωνε σε κείνον.

Κάθε μέρα που πέρναγε, ανακάλυπτε και κάτι άλλο επάνω του, που πριν δεν είχε προσέξει. Κείνο το πρωί είδε με φρίκη πως τ' αυτιά του ήταν δυσανάλογα μικρά. Πριν μια βδομάδα, πως το κούτελό του ήταν μεγάλο. Έπρεπε να πηγαίνει. Είχε αργήσει.

«Σας ζήτησε ο κύριος διευθυντής», του είπε η δακτυλογράφος.

Πέρασε το διάδρομο και έφτασε μπρος στην καφέ πόρτα. Χτύπησε διακριτικά. Ο διευθυντής σηκώθηκε:

«Αργήσατε, πρώτη φορά το κάνετε αυτό, αγαπητέ μου. Και εδώ σας περιμένουμε για κάτι σπουδαίο. Να σας συστήσω τον κύριο Λαμπ».

Ο Αλέκος γύρισε και μόλις τότε πρόσεξε την παρουσία ενός άγνωστου άντρα, λίγο παράξενα ντυμένου. Φορούσε κόκκινο σακάκι, μπλε παντελόνι, πράσινο ριγέ πουκάμισο και κίτρινο φουλάρι.

«Καθίστε», είπε ο άγνωστος με μια οικειότητα στο χώρο λες και το γραφείο ήταν δικό. Κάρφωσε τα μάτια του πάνω στο πρόσωπο του και έπειτα γύρισε προς τον διευθυντή.

«Είναι ο άνθρωπός μου. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα. Ζητώ την άδειά σας να του εξηγήσω περί τίνος πρόκειται. Οπως καταλάβατε από τ' όνομά μου, είμαι καλλιτέχνης».

«Νόμιζα πως είστε αλλοδαπός».

«Αν με βοηθήσετε λίγο θα γίνω διεθνής... Το επίθετό μου είναι Λαμπρινοπαπαδημητράκης. Μεγάλο και ασυνάρτητο. Αποφάσισα να λέγομαι Λαμπ. Είμαι σκηνοθέτης. Έχω γυρίσει πολλά έργα... για την ακρίβεια διαφημιστικά. Εξ ου και η γνωριμία μου με τον κύριο διευθυντή σας. Αλλά πάντα φιλοδοξούσα κάτι καλύτερο. Έγραψα ένα σενάριο για παλιές εκκλησίες. Γίνεται ένα Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στο Λουξεμβούργο και αποφάσισα να συμμετάσχω. Χτες που σας είδα να βγαίνετε νόμισα πως ο Θεός σάς έριξε στο δρόμο μου. Στον ουρανό σάς γύρευα και στη γη σάς βρήκα. Θέλω να παίξετε στην ταινία μου. Να πρωταγωνιστήσετε».

«Την Παναγία των Παρισίων έχετε κατά νου», είπε βέβαιος πως τον ήθελε για το ρόλο του Κουασιμόδου.

«Έχετε χιούμορ και αυτό είναι κάτι που εκτιμώ πολύ. Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά. Ο κύριος Γιαννάκης θα σας δώσει άδεια άνευ αποδοχών όσο θα κρατήσουν τα γυρίσματα. Από μένα θα πληρωθείτε αδρά. Όλα τα είχα έτοιμα, μόνο ένα πρόσωπο σαν το δικό σας μου έλειπε. Μπορούμε ν' αρχίσουμε από αύριο».

«Μπορείτε κύριε Λαμπ, έκανε έντρομος ο Αλέκος, να επαναλάβετε τι ήταν εκείνο που σας έλειπε;».

«Σας είπα. Ένα πρόσωπο σαν το δικό σας. Αυτά τα μεγάλα μελαγχολικά, γλυκά μάτια, αυτή η μύτη, ίσια, λεπτή αντρίκεια, μύτη, μύτη αγίου ή κατακτητού. Μοιάζετε με βυζαντινή εικόνα. Θα σας κάνω ένα "άγιο" Δον Ζουάν, που θα ξεναγεί στην παλιά εκκλησία, τις όμορφες, προκλητικές αλλά άπιστες τουρίστριες. Και κείνες θα γονατίζουν μπρος στη γοητεία του και θα πιστεύουν στο Θεό, σε σας, στο θαύμα. Θα γίνει πάταγος. Θα πάρουμε το πρώτο βραβείο, να 'στε σίγουρος».

Ο Αλέκος ένιωσε τη δεξιά φλέβα στον κρόταφο να τον τσιμπά, έπειτα ένα θόρυβο, έναν εσωτερικό θόρυβο απ' το αίμα που ανέβαινε με ταχύτητα στο κεφάλι του. Θα πάθαινε συμφόρηση και δε θα 'χει προλάβει να μιλήσει, να τους ξεσκεπάσει. Μάζεψε όση δύναμη του απέμενε.

«Κύριε Διευθυντά. Μην πιστεύετε τίποτα. Ολα είναι σκευωρία της γυναίκας μου. Δε με συγχωρεί για την ασχήμια μου. Με μισεί. Καιρός είναι να με λυπηθεί. Να πείτε παρακαλώ στο συνεργό της να μη με κοροϊδεύει. Ελεος επιτέλους, δε φταίω που γεννήθηκα έτσι.. Ξέρω πως είμαι αποκρουστικός, πως το κούτελό μου μοιάζει με διάδρομο προσγείωσης, πως τ' αυτιά μου είναι μικρά και τα μάτια μου σαν και κείνα του βοδιού. Όσο για τη μύτη μου, ο θεός να με λυπηθεί... Ας μ' αφήσουν ήσυχο. Κύριε Γιαννάκη, πεθαίνω ή λιποθυμώ», είπε και σωριάστηκε στο πάτωμα πριν προλάβουν οι δύο άντρες να τον συγκρατήσουν. Ο κύριος Γιαννάκης φώναζε σαν υστερικός «γιατρό! γιατρό!», ενώ ο κύριος Λαμπ έσκυψε πάνω του και τον περιεργαζόταν.

«Μια χαρά τ' αυτιά του και το κούτελό του υπέροχο. Τι να έπαθε ο άνθρωπος; Συγκίνηση. Μα γιατί συγκινούνται όλοι όταν τους προτείνουμε να παίξουν στον κινηματογράφο; Αυτός, πάντως, το παράκανε. Ελπίζω να μην πέθανε».