3.12.09

Απόγευμα


.

Οι ξένοι που περπατούν δίπλα μου,
ανηφορίζοντας θαρρείς σε λιόπυρο μονοπάτι,
σκεπάζουν τις σκέψεις μου.
Σέρνουν τις δικές τους με τόσο θόρυβο,
λες και συναγωνίζονται
ποιος θα επικρατήσει στη μιζέρια.

Κι ο δρόμος είναι τόσο λυπημένος,
που σκύβει τα φώτα του με ντροπή.
Σκιές φτιάχνει,
να σταθούν κοντά μου,
να παρηγορηθούν και να παρηγορήσουν
που κανείς δεν έχει να σκεφτεί ό,τι εγώ.

Αφού σου έχω πει πως τ΄ απογεύματα
θέλω να τους δείξω την ευτυχία μου.
Γιατί απορείς;