15.3.14

Ιστορίες από την ομίχλη

Κλοντ Μονέ. Πορεία στην ομίχλη. 1887.

Κι είπες, εγώ δεν κάθομαι να με ρημάξει η νύχτα.
Έρχεται η Σκοτεινή Κυρά να υφάνει τον ιστό της
και ανεβάζει μυστικά στο στήθος της το γάλα,
να το ταΐσει στα παιδιά που πέθαναν στη γέννα.
Κι εκείνα ξεπετάγονται από τη γη βοτάνια,
πικρά, να τα μαζέψουνε οι μάγισσες στη χάση,
όλες μαζί χορεύοντας στ' ανήλιαγο χορτάρι.
Κι είπες, άλογα μαύρα όταν διαβούν από το σταυροδρόμι,
η μάνα μου μ' ορμήνεψε να στρέψω το κεφάλι
γιατί έχουνε στα μάτια τους του Άδη το μαράζι
κι όποιος σταθεί αντίκρυ τους, πια γυρισμό δεν έχει:
με αγρίμια κοκκινότριχα και λύκους απ' τα χιόνια,
θα ζήσει όλα τα χρόνια του κι αυτός κυνηγημένος.

Γι' αυτό, είπες, δεν κάθομαι να με ρημάξει η νύχτα.