19.8.09

Πτηνοτροφεία ομίχλης




Άτεγκτα μ' έφερες Νοέμβρη εσύ
πάνω στο άσπρο παχνιασμένο στήθος σου

στήθος, τι λέω, κουτί που κροταλίζει
ένα κλουβί με κήπο και σαβούρα

μέσα ένα γέρικο πουλί κάθεται στο κοντάρι
μισό χειμώνας μισό χιονολουλουδιασμένος διάβολος

πώς με πήρες πώς ήρθα στην κοιλάδα
πώς με φοβέριζες και φεύγω μες στις βελανιδιές

η ανάσα σου λαχανιαστή στην αλέα πλέκει
γύρω από τα κλαδιά δίχτυα υγρά, λαβύρινθο

μισότυφλη είμαι το φως των πλευρών σου
και από αγάπη πιο μεθυσμένη σαν εσύ να 'χες

υφάνει για πάντα μουχλιασμένο κάγκελο
γύρω από το πουλί το αιωρούμενο μόριο, την καρδιά σου.


Μτφρ: Σ. Σουλιώτης