24.8.09

Την επόμενη μέρα



Δεν ήθελε να φύγει ασυγχώρετος. Έτσι, όταν κατάλαβε πως πλησίαζε η ώρα του, έψαξε και τη βρήκε. «Η φυσική σου παρουσία δεν μου λείπει», είπε. «Σαράντα χρόνια έχω συνηθίσει να σου μιλάω δίχως να σε βλέπω». Μετά, η φωνή του χαμήλωσε. «Αν όλοι οι φίλοι μου χαθούν, θα νιώσω μόνος. Μα μόνο αν εσύ χαθείς θα νιώσω μοναξιά. Άσε με να πεθάνω στα χέρια σου.»

Άκουγε ταραγμένη αυτό το ερείπιο, φωταγωγημένο από ολόκληρη την ασχήμια του γήρατος και του γοργά επερχόμενου θανάτου.

«Μου ζητάς το υπεράνθρωπο», του είπε. «Πόσο ακόμη ν΄ αντέξω! Κι ακόμη με αναγκάζεις, εγώ, που από πάντα μου ήμουν τόσο περήφανη και ποτέ μα ποτέ δεν μίλησα σε κανέναν, τώρα πια να μιλήσω. Γιατί είσαι ο μόνος απ΄ όλον τον κόσμο που γνωρίζει την αρχή, τη μέση και το τέλος της θλιβερής μου ζωής. Γιατί εσύ το προκάλεσες.»

Σώπασαν και κοιτάχτηκαν βαθιά και τις επόμενες φορές μίλησαν για άλλα.

Ο καιρός κύλησε γρήγορα, με τον τρόπο που έχει ο θάνατος να ξεφεύγει της προσοχής σου, ακόμη κι όταν είναι τόσο παρών. Και μια γλυκιά φθινοπωριάτικη μέρα κηδεύτηκε αυστηρά μεταξύ των οικείων του.

Στο νωπό χώμα εμφανίσθηκε την επόμενη μέρα μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά. Η τσακισμένη της φιγούρα ήταν γονατισμένη στη θέση που ήταν το κεφάλι του νεκρού, και με τα χέρια έσκαβε λάκκο βαθύ και μαλακό. Έβγαλε απ΄ την τσάντα της κάτι που από μακριά έμοιαζε με νυστέρι και, αφού το έμπηξε στο μεσιανό της δάχτυλο, στο αριστερό πρώτα και ύστερα στο δεξί –το δάχτυλο ακριβώς με το οποίο ευλογεί ο Χριστός τα πλήθη-, τα ζούληξε να στάξουνε παχιές, πυκνές αιμάτινες σταγόνες. Κι αμέσως τάπωσε τον ανοιγμένο λάκκο μ΄ ένα κομμάτι γης που είχε φέρει μαζί της. Επάνω του ξεφύτρωναν εκείνα τα λουλούδια που μοναχά με την πανσέληνο ανοίγουν μια νύχτα μαγική.

Έσκυψε κι άλλο, έβγαλε απ΄ τον κόρφο της ένα μικρό βιβλίο και διάβασε αργά τα λίγα λόγια που ο τρομοκρατημένος νεωκόρος ήταν φύσει αδύνατο ν΄ ακούσει απ΄ τη γωνιά που έστεκε ώρα κρυμμένος και παρακολουθούσε τη σκηνή.

Νιώθοντας πως η άγνωστη δεν τον πήρε χαμπάρι, ξεγλίστρησε να τα πει του παπά, που αμέσως αντιλήφθηκε το νόημα της τελετής. «Κάποτε υπήρχε η πυρά για ετούτες», είπε σταυροκοπούμενος. Αλλά, παρ΄ όλη τη σπουδή του, δεν την πρόλαβαν. Η άγνωστη είχε χαθεί και η περιγραφή του νεωκόρου δε στάθηκε ικανή να εντοπίσουν οι αρχές την ύποπτη.