24.2.10

Ριμέικ

Της άρεσε να μένει μόνη στο σπίτι. Ως τότε, δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ, πώς περνούσε τις ώρες της. Ήταν σούρουπο όταν γυρνούσα. Την έβρισκα καθισμένη κοντά στο παράθυρο. Νομίζω ότι πάντοτε κοιτούσε το ίδιο σημείο, την ακακία δίπλα στην πόρτα του κήπου από την πλευρά της ανηφόρας προς το παλιό σανατόριο που το αγόρασε πρόσφατα μια μεγάλη εταιρεία και τώρα είπαν θα το φτιάξουν ξενοδοχείο.
Στο τραπεζάκι δίπλα της, πάντοτε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Συνήθως την ώρα που έφτανα άκουγε το κοντσέρτο για τσέλο του Έλγκαρ, και ας αγόραζε κάθε τόσο καινούρια CD. Δεν ξέρω πότε τα άκουγε. Ποτέ μπροστά μου. Ούτε και την είδα ποτέ να διαβάζει, αν και είμαι σίγουρος πως όταν έλειπα έπαιρνε βιβλία απ' τη βιβλιοθήκη, αλλά πάντοτε φρόντιζε να τα βάζει στη θέση τους. Το κατάλαβα όταν δυο τρεις φορές διαπίστωσα ότι κάποια είχαν αλλάξει προσωρινά θέση ή δεν ήταν καλά χωμένα στο ράφι, λες και ήθελε να προλάβει να τα βάλει πίσω, προτού επιστρέψω.

Δεν ξέρω πότε έβγαινε, και είν' αλήθεια ότι δεν με είχε απασχολήσει ως τότε. Μου αρκούσε που όταν γυρνούσα, ήταν όλα στην εντέλεια. Δεν ήθελε να πάρουμε άνθρωπο να τη βοηθάει στις δουλειές και στον κήπο, δεν ήθελε παιδί, μια φορά που έμεινε έγκυος έκλαιγε μέρα νύχτα, αμίλητη, απελπισμένη μέχρι την ώρα που την πήγα στον γιατρό πλημμυρισμένη στα αίματα. Δεν το συζητήσαμε ποτέ, θυμάμαι μόνο το βλέμμα της, που γύρισε και με κοίταξε καθώς βγαίναμε από την κλινική. Τόσο παράξενο.

Θέλησα να την αποκτήσω από την πρώτη στιγμή που την είδα. Κάπνιζε μ' έναν περίεργα αγέρωχο τρόπο, στο τραπέζι της ήταν ακουμπισμένο ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Δεν πρέπει να είναι από τα μέρη μας, ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Διέσχιζα, θυμάμαι, τη διάβαση που κατέληγε μπροστά στο γωνιακό καφενείο. Ήταν άνοιξη, μια από τις περίεργες εκείνες ημέρες που σε κάνουν να θες να μιλήσεις. Καθώς την κοίταξα, νόμισα πως μου είχε χαμογελάσει. Πολύ αργότερα πρόσεξα πως αυτή η σύσπαση ήταν κάτι που επανερχόταν χωρίς λόγο στο πρόσωπό της. Την άλλη μέρα ξαναπέρασα. Ήταν εκεί. Πήγα και κάθησα μέσα από την τζαμαρία για να μπορώ να την παρατηρώ ανενόχλητος. Είχε κάτι το ψυχρό και σχεδόν υπεροπτικό που με κέντριζε. Δεν ξέρω καν αν κοιτούσε τους περαστικούς. Όταν άρχισε να βραδιάζει, σηκώθηκε κι έφυγε προς το πάρκο, σαν αερικό. Και σαν να χάθηκε μες στο σούρουπο. Δεν την ακολούθησα. Ούτε και τις επόμενες μέρες ήρθε κανείς να τη συναντήσει. Ρώτησα τον σερβιτόρο μήπως ήξερε κάτι παραπάνω. Όχι, τίποτα, ήξερε μόνο αυτό που έβλεπα. Δεν ήταν μεγάλη η πόλη μας. Όποιον κι αν ρώτησα, κανείς δεν είχε κάτι να μου πει.


Ήταν μια Τρίτη θυμάμαι που αποφάσισα να της μιλήσω. Πλησίασα στο τραπέζι της και πριν καν συστηθώ μου ένευσε αδιάφορα καθήστε. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας. Ήταν απίστευτα λιγομίλητη. Ποτέ δεν έμαθα από πού ερχόταν, πού έμενε, πώς ήταν το πραγματικό της όνομα. Μπορείτε να με λέτε Αλεξία μου είχε πει μόνο. Ό,τι και να τη ρωτούσα με κοιτούσε μ' αυτό το ανεπαίσθητο χαμόγελο και σαν να μην άκουγε, απορροφημένη λες σε δικές της σκέψεις. Πολλές φορές. Στα χρόνια που ακολούθησαν αναρωτήθηκα αν πραγματικά σκεπτόταν ποτέ κάτι. Συναντιόμασταν καθημερινά στην ταράτσα του γωνιακού καφενείου. Έπαψα να τη ρωτάω.

Ένα βράδυ της είπα να πάμε στο σπίτι μου. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Προτιμώ τα ξενοδοχεία, μου είπε. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως εδώ όλοι γνωριζόμασταν. Δεν φάνηκε να τη νοιάζει, σαν να μην καταλάβαινε. Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, άρχισε αμέσως να γδύνεται με μια φυσικότητα που δεν την είχα ξανασυναντήσει. Νομίζω πως της άρεσε. Είχε ένα μικρό άφημα. Ακόμη και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι πραγματικά της άρεσε, παρ' όλο που ποτέ δεν είχε δυσφορήσει. Άλλωστε, πολύ γρήγορα έπαψε να με απασχολεί το πως ένιωθε. Μετά τα ξενοδοχεία -γιατί κάθε φορά πηγαίναμε σε διαφορετικό- την άφηνα στη διασταύρωση του καφενείου κι έφευγε μόνη προς το πάρκο και πάντα σαν να χανόταν. Δε θέλησε ποτέ να τη συνοδεύσω. Η απόσταση που κρατούσε απέναντι μου τότε με μαγνήτιζε. Πολύ γρήγορα της πρότεινα να την παντρευτώ. Φοβόμουν μήπως τη χάσω. Δεν δέχτηκε τον γάμο. Μια μέρα όμως τη βρήκα να με περιμένει στο γνωστό μας στέκι με μια μικρή βαλίτσα. Στο χερούλι της ήταν δεμένο ένα ψάθινο ανοιχτό πράσινο καπέλο. Αν θέλεις, μπορώ να έρθω να μείνω μαζί σου, μου είπε. Έτσι, τόσο απλά. Ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη φράση που μου είπε ποτέ. Ήθελα να κάνω τη γύρα όλων των ανθοπωλείων να πάρω όσα λουλούδια είχαν και να της τα προσφέρω, να γιορτάσω τη νίκη μου. Αλλά δεν το έκανα. Μήπως για να μην πάρει θάρρος, σκέπτομαι τώρα. Οι δικοί μου ξέρω ότι στην αρχή είχαν ντραπεί, να μην έχουν κάτι να διηγηθούν γι' αυτήν. Ύστερα τη συνήθισαν, δεν υπήρχε και τίποτα να της προσάψουν. Άλλωστε σε όλους αρέσουν οι σιωπηλοί ακροατές. Τους βλέπαμε δυο φορές τον μήνα. Ο πατέρας μου μας μιλούσε για τον πόλεμο, η μητέρα μου για συνταγές και διαμαρτυρόταν που τα υλικά δεν είναι πια όπως παλιά. Περνούσε η ώρα. Εγώ τους έλεγα για τη δουλειά. Η Αλεξία μάζευε το τραπέζι. Φεύγαμε νωρίς για να προλάβουμε την απογευματινή παράσταση στο σινεμά. Ήταν ο μόνος χώρος όπου ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Ποτέ άλλοτε. Ποτέ δεν ανοίχτηκε. Ποτέ κάτι παραπάνω από εκείνο το χαμόγελο. Η κοινή ζωή μας κυλούσε ήσυχα. Δεν βλέπαμε κανέναν, τους φίλους σιγά σιγά τους είχα απομακρύνει. Μου αρκούσε αυτό το λίγο από κείνην. Ήταν δεκτική, υπάκουη θα έλεγα. Ποτέ δεν κατάλαβα αν ήταν ψυχρότητα, αδιαφορία ή συστολή. Πολύ γρήγορα έπαψα και να αναρωτιέμαι πως νιώθει, αν ήταν ευχαριστημένη, αν περνούσε καλά. Λες και δεν με αφορούσε. Η παρουσία της ήταν δεδομένη. Πίστευα και η αφοσίωση της. Κατά βάθος θεωρούσα πως θα 'πρεπε να με ευγνωμονεί.

Ώσπου μια μέρα παρατήρησα κάτι διαφορετικό στη συμπεριφορά της, μια περίεργη νευρικότητα ελεγχόμενη στην αρχή, αλλά με τον καιρό πιο έκδηλη που έμοιαζε με ανυπομονησία. Τη ρώτησα μερικές φορές, έλεγε όχι τίποτα δεν συμβαίνει, αλλά όταν γυρνούσα αργά το απόγευμα δεν σηκωνόταν πια από την πολυθρόνα της, συνέχιζε να κοιτάει από το παράθυρο την ακακία του κήπου, λες και δεν με άκουγε που έμπαινα και όταν την πλησίαζα και την άγγιζα τιναζόταν. Κατά τα άλλα, όλα ήταν ίδια, όλα εκτός από την προσπάθεια που έβλεπα ότι έκανε για να είναι όλα ίδια. Είχε χαθεί η ισορροπία, αν και όχι πάντα, ώρες ώρες ξεχνιόταν και ήταν όπως πριν, μόνο κάπως πιο αφηρημένη και μελαγχολική. Και, ύστερα από τόσο καιρό, για πρώτη φορά από τότε που ήμασταν μαζί, με κατέλαβε ένα άγριο συναίσθημα περιέργεια, κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ γι΄ αυτήν, ίσως επειδή, παρά το μυστήριο που περιέβαλλε τη ζωή της και που είχε τροφοδοτήσει τον ερωτά μου, την ένιωθα υποταγμένη. Κι αυτό με καθησύχαζε.

Είχε μπει το φθινόπωρο. Σ' εμάς το φθινόπωρο πιάνει αέρας, ο ουρανός είναι συνέχεια γκρίζος και κάθε τόσο ξεσπάνε, τόπους τόπους, βροχές, σαν ν' αδειάζουν από ψηλά χιλιάδες κουβάδες νερό και απότομα τίποτα, πάλι το γκρίζο. Άρχισα να την παρακολουθώ πολύ μεθοδικά. Ήταν μια από τις περίεργες εκείνες ημέρες που σε κάνουν να θες να μιλήσεις. Τον πρώτο καιρό πήγαινα το πρωί στη δουλειά μου και μια ώρα αργότερα έφευγα. Τα πρωινά λοιπόν συνήθως κατέβαινε στην αγορά. Τίποτε το ιδιαίτερο: ψώνια για το σπίτι, βόλτες καμιά φορά στα μαγαζιά και πάντα σχεδόν μια στάση στο κατάστημα με τους δίσκους. Ωστόσο, κάποιες στιγμές έχανε αυτό το αδιάφορο ύφος και γινόταν ανήσυχη, κοιτούσε δεξιά αριστερά, λες έψαχνε κάτι. Και ύστερα γυρνούσε. Το περπάτημα της μόνο είχε κάπως αλλάξει, είχε γίνει ακόμη πιο ανάλαφρο. Όταν έβρεχε γινόταν μούσκεμα, αλλά ποτέ δεν επιτάχυνε το βήμα της, κοιτούσε ψηλά τα σύννεφα, θυμάμαι τώρα πως κάποτε είχε πει μισώ τον ήλιο που με κυνηγά. Αλλά, κατά καιρούς, έλεγε και διάφορα άλλα ασυνάρτητα, όπως κοίταξε εκείνη τη σκιά δεν μοιάζει με τετράποδο πουλί ή σαν χειραψία δεν είναι το τραπεζομάντιλο. Όμως δεν έδινα σημασία. Όχι, τίποτα αξιοπρόσεκτο δεν συνέβαινε σ' αυτό το κομμάτι της μέρας. Μ' ευχαρίστηση μάλιστα ανακάλυπτα ότι τα πρωινά της έμοιαζαν λίγο πολύ με των άλλων ανθρώπων. Τα απογεύματα όμως; Μήπως άραγε τα απογεύματα; Άλλαξα ωράριο.

Την πρώτη μέρα τίποτα. Την επομένη τον είδα. Ήταν άγνωστός μου τελείως. Αδιάφορο μου φάνηκε το παρουσιαστικό του. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του. Ανέβαινε τον δρόμο μπροστά από το σπίτι χωρίς να βιάζεται. Ύστερα από λίγο, η Αλεξία Βγήκε και τον ακολούθησε. Όταν εκείνος πλησίασε στο παλιό σανατόριο σταμάτησε και την περίμενε να τον φτάσει. Και τους είδα να μιλάνε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Την έβλεπα του μιλούσε. Άραγε να γνωρίζονταν από παλιά; Ήταν ή της θύμιζε κάποιον παλιό έρωτα που είχε εξαφανιστεί από καιρό ή που είχε ίσως πεθάνει; Ο νους μου δεν πήγε στο αυτονόητο. Το μόνο που με ταλάνιζε είναι τι έλεγαν. Τι μπορεί να του έλεγε; Ύστερα μπήκαν μέσα στην οικοδομή και τους έχασα. Περίμενα αρκετά μέχρι να τους ξαναδώ.

Δεν βλεπόντουσαν καθημερινά, ούτε και μπόρεσα να διαπιστώσω κάποια σταθερή περιοδικότητα. Τη φανταζόμουν όρθια στο παράθυρο να τον περιμένει με ανυπομονησία να φανεί. Πάντοτε νωρίς το απόγευμα, την ώρα που ο δρόμος είναι εντελώς έρημος. Στον γυρισμό έφευγαν μαζί, έπειτα εκείνη ξεμάκραινε πρώτη κι αυτός κοντοστεκόταν, την κοίταζε και μετά από λίγο έφευγε από έναν κάθετο δρόμο. Τους παρακολούθησα πολλές φορές από μακριά. Ώσπου πήρα την απόφαση να κρυφτώ μέσα στο παλιό σανατόριο. Δεν ήταν εύκολο, ο χώρος ήταν μεγάλος και σε πολλά σημεία ήταν κανονικό γιαπί. Δεν μπορούσα να ξέρω σε ποιο κομμάτι του πήγαιναν. Ύστερα από ένα σωρό αποτυχημένες προσπάθειες τους εντόπισα. Πήγαιναν στον πάνω όροφο, σ' ένα δωμάτιο με μεγάλο μπαλκόνι προς τη μεριά του βουνού. Κρυμμένος στο αποπάνω μπαλκόνι τους άκουγα και από μια μεγάλη ρωγμή μπορούσα να τους βλέπω. Το πρόσωπο του ήταν άσκημο, σχεδόν αποκρουστικό, όμως η φωνή του σ' έκανε να το ξεχνάς. Κι εκείνη τον κοιτούσε. Η φωνή του ήταν γλυκιά, η δική της αλλαγμένη, ευχάριστη. Έλεγαν πράγματα καθημερινά, τι έφαγες, πώς κοιμήθηκες, όμορφη που είσαι και άλλα που μου έφερναν στον νου παλιά διαβάσματα, μυθιστορήματα εποχής, ταινίες που είχα δει. Της μιλούσε και ο τόνος του ήταν σαν να ήθελε να την προστατέψει από κάθε είδους απειλή, να την προφυλάξει από κάτι. Εκείνη του απαντούσε, μιλούσε για τον εαυτό της, τα λόγια της κυλούσαν σαν αίμα, μια απίστευτη οικειότητα, η γλώσσα της είχε λυθεί, την άκουγε σχεδόν ευλαβικά, όταν είχε αέρα μιλούσαν δυνατά για ν' ακούγονται, μου έφευγαν λέξεις, ποτέ δεν μ' εμπιστεύτηκε, άραγε εγώ της είχα επιβάλει τη σιωπή, αυτή τη διαφάνεια της ύπαρξής της γιατί του την προσέφερε, ποιο μυστικό μοιράζονταν που ποτέ δε μου το αποκάλυψε, γιατί αυτά που ήθελα να μάθω δεν μου τα είχε πει ποτέ; Τα μάτια της ζωήρευαν, το πράσινο σίγουρα γινόταν πιο βαθύ. Μια μέρα που έβρεχε, άπλωσε το χέρι της, γέμισε η φούχτα της νερό και του έδωσε να πιει. Ποτέ δεν την είχε πει με το όνομα που εγώ ήξερα. Την έλεγε Ευφροσύνη ή Αύρα κι εκείνη τον έλεγε Γερανό. Της διηγιόταν ιστορίες για την πόλη του, για την παιδική του ηλικία, για ταξίδια που είχε κάνει. Εντελώς ξαφνικά, την ώρα που μιλούσε, τον διέκοπτε, α, κοίτα, έλεγε με χαρά μικρού παιδιού, κοίταξε εκείνο το σύννεφο, δεν μοιάζει με σκαντζόχοιρο; Και το πρόσωπό της φωτιζόταν και η φωνή της είχε κάτι τόσο γενναιόδωρο. Ή μα δες αυτό το πουλί κι ήταν απλώς ένα τυχαίο σπουργίτι και η φωνή της έβγαινε λες και μια σκιά την απειλούσε, λες και ξανάλεγε αυτή την τόσο παλιά απόγνωση του ανθρώπου. Και γελούσε κοιτάζοντάς τον και κάθε τόσο τον αγκάλιαζε και την ώρα που κάναν έρωτα μιλούσαν. Της έφερνε ένα λουλούδι κάθε φορά, ποτέ δεν τα είδα κάπου στο σπίτι, ποιος ξέρει πού τα έκρυβε. Μαζί μου ήταν απαράλλαχτη όπως πριν, μόνο που τώρα ήξερα πως αυτή η νευρικότητα που δεν μπορούσε να την κρύψει κάποια βράδια ήταν όταν εκείνος δεν ερχόταν. Μια φορά έκανε μέρες να φανεί. Πήγαινε μόνη και τον περίμενε στο μπαλκόνι. Την άκουγα να σιγοτραγουδάει έναν άγνωστο σ' εμένα σκοπό, κάτι ανάμεσα σε μοιρολόι και νανούρισμα. Τότε πρώτη φορά κατάλαβα τι θα πει πόνος. Άρχισε να μου γίνεται έμμονη ιδέα να τη σκοτώσω, να πάω πίσω της κρυφά και να τη σπρώξω να πέσει. Περνούσα ώρες, καταστρώνοντας σχέδια. Δεν πρόλαβα. Ήρθε και τη συνάντησε ένα απόγευμα με βροχή. Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο. Τους είδα ν' αγκαλιάζονται. Της είπε για ένα όνειρο. Το κεφάλι της πανέμορφο να πλέει γαλήνια χωρίς κορμό σε μια λίμνη με νούφαρα και το σώμα της έξω στην όχθη να το ντύνουν και να το στολίζουν με λατρεία χέρια που κινιόντουσαν σαν μικροσκοπικά ανθρωπάκια που έκοβαν τα φορέματα από τα κλαριά των δέντρων σαν καρπούς. Έβγαλε από την τσέπη του και κάτι της έδωσε, κάτι που έμοιαζε με κλειδί. Έφυγαν μαζί, χωρίστηκαν όπως πάντα στην κορυφή της ανηφόρας. Είδα που του έπιασε το κεφάλι και του χάιδεψε το πρόσωπο και με τα δυο της χέρια σαν να του τράβηξε κάτι. Ναι, το βράδυ θα της μιλούσα, θα της ζητούσα συγγνώμη που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα πραγματικά γι' αυτήν και ίσως να καταλάβαινε. Αυτή η περίεργη αισιοδοξία που μας πιάνει πριν από το τέλος ή την παραίτηση. Αργότερα, όταν γύρισα, δεν τη βρήκα στο σπίτι. Βγήκα κι άρχισα να την ψάχνω σαν τρελός στο παλιό σανατόριο, στους δρόμους, στο πάρκο, στον σταθμό. Άφαντη. Πουθενά. Αργά, ξημερώματα, γύρισα πίσω. Πήγα και κάθησα στην πολυθρόνα της πλάι στο παράθυρο. Πρέπει να με πήρε για λίγο ο ύπνος. Όταν άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες αχτίνες του πρωινού, το φως έπεσε πάνω στο τραπεζάκι όπου ακουμπούσε το τασάκι και το κρασί της. Αντί γι' αυτά, αφημένο κάτι περίεργο που έμοιαζε με λαστιχένια μάσκα. Ανατρίχιασα. Ήταν το πρόσωπό του, η αποκρουστική ασκήμια του. Κι εκείνη να μου λέει...