5.2.10

Θέατρο



Δεν ζω στη φύση
Γι΄ αυτό γνωρίζω τη σιωπή των ουρανών
Που καταλήγει στη μύτη της πένας
Ενός καταπονημένου ποιητή
Που η καρδιά του χτύπησε για πρώτη φορά
Σε προχωρημένη ηλικία.
Ξαφνιάστηκε τότε πολύ
Γιατί οι στίχοι του
Έγιναν μεμιάς ειλικρινείς
Σα το μονόλογο της Ιουλιέττας.
(Ο ποιητής χρόνια τώρα έψαχνε το φύλο του.
Ένας του φίλος είχε πει: «Όλοι οι ποιητές είναι γυναίκες»
Όμως τι γίνεται με την αληθινή Ιουλιέττα,
Εκείνη την άλλη, την τρελή Οφηλία,
Τη σκιερή Τιτάνια,
Την Πόρτσια την πολύτροπη.
Την παραλογισμένη Λαίδη Μάκβεθ;
Ποιος ράφτης ράβει τα κοστούμια της,
Τώρα που τα μαλλιά της άσπρισαν,
Από τις έγνοιες μιας ακατάληπτης ζωής.
Χωρίς των στίχων την προσωρινή παρηγορία;
Τώρα που αυτή ηθοποιός ώριμα πια,
Τις κολακείες απορρίπτεο
Του συνένοχου στη δυστυχία της κοινού,
Και μια βαθιά ρυτίδα χαραγμένη
Ανάμεσα στα φρύδια της,
Ψάχνει τη νιότη την οριστική,
Την πλέον τετελειωμένη,
Αυτήν που παραλείπει τον υπομνηματισμό της Αληθείας
Και ανεβαίνει στη σκηνή Γυμνή,
Χωρίς το τρακ του καλλιτέχνη,
Να πει αυτό που το κοινό
Μέσα στην οκνηρία του χειροκροτήματος ίσως παρεξηγήσει,
Καθότι απροκαλύπτως αληθές;
Ladies an Gentlemen! Εγώ δεν παίζω: Ξέρω.