13.2.10

Στο σπίτι της ψυχής




Στη φαντασία μου είμαι μια χαρά, ζώντας τη ζωή μου,
αλλά στην πραγματικότητα πλαγιάζω στο σπίτι της ψυχής.
Εδώ μου φανερώνονται άνθρωποι κι όχι άγγελοι. Μιλούν με ανθρώπινη φωνή και λένε: «Καλημέρα, πώς πάει;»
Και λέω: «καλά, ευχαριστώ, βλέπω πράγματα».
Κάθε ημέρα κοιτάω, όχι στη λάμψη, στο φως της ημέρας ή του δειλινού
στα σχήματα και τα χρώματα,
όλες τις άγιες σκιές ανάμεσα στον Θεό και τον Σατανά, αλλά σε κανένα απ' αυτά.

Αγγίζω απαλά το πρόσωπό της τόσο όσο
αν ο Κάιν δεν θα μπορούσε να είχε δολοφονήσει τον Aβελ,
ευτυχισμένος χωρίς τις εξάρσεις του.
Έχω τόσο κοινότοπες αυταπάτες (τη μυρωδιά από το γρασίδι και το τιτίβισμα των χελιδονιών)
που ο γιατρός βαριέται να μ' ακούει.
Ξαφνικά ανοίγει το χάσμα του στόματός του,
και μου λέει ότι αυτά τα συμπτώματα
θα εξαφανιστούν σύντομα
και μετά δεν θα 'χω τίποτα.
«Δεν θα έχεις τίποτα», με διαβεβαιώνει.


Μτφρ: Ε. Τσιριγωτάκη