15.2.10

Χαρταετός β΄


Δεν έχουν να μου πουν πολλά
τα πολλά ποιήματα πια.
Ξεκουρδίστηκαν οι λέξεις
χαλάρωσε η τεχνική
γίνηκε σαλονάκι ανύπαντρης
ορφανής επαρχιωτοπούλας
η σκέψη.
Ούτε τα ντυσίματά τους
και τα φτιασίδια τους
μου λένε κάτι.
Ανούσιοι πειραματισμοί
σε χρώμα και σε σχέδιο
ίσα για να κρύψουν τη
γύμνια του πνεύματος.
Εκείνος όμως, ο φλεγόμενος
χαρταετός, καλά μου τα ΄πε.
Ανέγγιχτος βγήκε από τη φωτιά
και κάθισε να καμαρώνει
στο ψηλό δέντρο απέναντι
κουνώντας τα ζύγια του
στην αγωνία των ανθρώπων
να φέρουν πίσω το φως.
Αλήθεια πόσο αστείοι και μικροί
φάνταζαν, καθώς έσκυψε
να ξύσει την ουρά του,
που φαγούριζε από τα χνώτα τους.
Πάνω από τα καλώδια ποτέ τους
δεν κοίταξαν.
Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι
φοβούνται τον ουρανό.
Όχι επειδή δεν έχουν φτερά,
αλλά επειδή έχουν πιστέψει
ότι κάποτε θα κατοικήσουν εκεί.
Ίσως γι΄ αυτό περιορίζουν τη ζωή
τους από τις σόλες
μέχρι τις ταράτσες.
Η δική σου κούραση
και μόνο να τους βλέπεις
είναι μια παρηγοριά.